Dogma

Κυριακή Β’ Νηστειών – Aγίου Γρηγορίου Παλαμά

Ορθοδοξίας ο φωστήρ, Εκκλησίας το στήριγμα και διδάσκαλε, κήρυξ της χάριτος…

Εόρτασε την περασμένη Κυριακή, πρώτη της Μ. Τεσσαρακοστής, η Εκκλησία μας το γεγονός της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων ως Κυριακή της Ορθοδοξίας και σήμερα, επιτελεί την μνήμη του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, λόγω της πολύ σημαντικής συμβολής του στη διατήρηση του ορθοδόξου δόγματος και της βασισμένης πάνω σε αυτό ορθοδόξου πνευματικής ζωής.

Ο άγιος Γρηγόριος καταγόταν από την Βασιλεύουσα. Γεννήθηκε το 1296 από γονείς εναρέτους και επιφανείς, τον Κωνσταντίνο και την Καλονή. Ο πατέρας του ήταν συγκλητικός, και κατόπιν έγινε μοναχός. Ο Γρηγόριος ήταν επτά ετών όταν πέθανε ο ενάρετος πατέρας του, ο οποίος εμπιστεύθηκε τα παιδιά του στη προστασία του Θεοτόκου, την οποία και άφησε Επίτροπό τους.

Ο άγιος μαζί με το θεϊκό χάρισμα της ευφυίας που είχε, επέδειξε και σπάνια επιμέλεια, με αποτέλεσμα σε μικρό χρονικό διάστημα να αποκτήσει κάθε επιστήμη και γνώση της εποχής του. Σε ηλικία είκοσι ετών έγινε θαυμαστός και από μεγάλους συγχρόνους του σοφούς. Για την αξιοζήλευτη προκοπή του, τον ζήτησε ο αυτοκράτορας να υπηρετήσει στο παλάτι, αλλά ο Γρηγόριος ως συνετός, τον πόθο και το νου του γύρισε στα υψηλότερα· ζητούσε να ανέβη στον Θεό και να αφιερώσει τον εαυτό του σε αυτόν, ζώντας ζωή ασκητική και ισάγγελη.

Τον σκοπό του φανέρωσε στη μητέρα του και εκείνη ως ευλαβέστατη δόξασε τον Θεό, κάλεσε δε και τα άλλα της παιδιά, για να πληροφορηθούν από τον μεγαλύτερο αδελφό τους τα σχετικά με την αφιέρωσή του. Τους κατέπεισε όλους και φάνηκαν και εκείνοι πρόθυμοι να ακολουθήσουν παρόμοιο με τον του αγίου δρόμο. Μοίρασαν με τρόπο ευαγγελικό τα υπάρχοντα στους πτωχούς και αφήνοντας τις ματαιότητες του κόσμου, η μεν μητέρα με τις δύο θυγατέρες της μπήκαν σε γυναικείο μοναστήρι, τους δύο δε αδελφούς ο Γρηγόριος πήρε μαζί του στο Άγιον Όρος. Εκεί μπήκε στην υπακοή του θαυμάσιου Γέροντος Νικηφόρου, ο οποίος ζούσε ησυχαστική ζωή κοντά στο Μοναστήρι του Βατοπεδίου. Με την εν γένει άσκηση και μάλιστα της υπακοής και της ταπεινώσεως προόδευσε στις αρετές και μόρφωσε στην καρδιά του τον Χριστό, αξιώθηκε δε να δεχθεί, με μυστική αποκάλυψη, την ιδιαίτερη παρουσία και αντίληψη της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Μετά την κοίμηση του Γέροντά του, πήγε στην περίφημη Μονή Μεγίστης Λαύρας, και κατόπιν στην έρημο όπου παρέδωσε τον εαυτό του σε κάθε κατά Χριστόν σκληραγωγία. Συμμαζώνοντας το νου του στην καρδιά είχε παντοτινή ασχολία την προσευχή και κραύγαζε προς τον Χριστό: «φώτισόν μου το σκότος, φώτισόν μου το σκότος». Έτσι, και με τη βοήθεια του Θεού, νικούσε κατά κράτος στους πολέμους κατά του διαβόλου. Με νηστείες, αγρυπνίες και πολλά δάκρυα καθάρισε την ψυχή του, έγινε σκεύος εκλεκτό του Παναγίου Πνεύματος και αξιώθηκε να έχει πολλές θεοφάνειες. Κατόπιν, λόγω των πολλών επιδρομών των Τούρκων, αναγκάστηκε να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη, χωρίς όμως να αφήσει την ακρίβεια της αγίας του ζωής.

Κοντά στις άλλες ουράνιες δωρεές έλαβε, κατόπιν θεϊκής πληροφορίας, και το μέγα χάρισμα της ιεροσύνης. Τελούσε την ιερή Μυσταγωγία ως άλλος άγγελος, ώστε οι παρευρισκόμενοι, και μόνο που τον έβλεπαν ένοιωθαν κατάνυξη στις ψυχές τους. Καθώς ήταν πνευματοφόρος αναδείχθηκε πραγματικός πνευματικός πατέρας. Έλαβε εξουσία κατά των δαιμόνων, το χάρισμα των θαυμάτων και προέλεγε τα μέλλοντα να συμβούν. Με ένα λόγο ήταν στολισμένος με τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος και δικαίως, με θεία ψήφο, ανήλθε και στον αρχιερατικό θρόνο της Εκκλησίας των Θεσσαλονικέων, της οποίας αναδείχθηκε άξιος ποιμένας.

Όμως η προσωπικότητα και το έργο του αγίου Γρηγορίου αναδείχθηκαν λαμπρότερα και ευρύτερα, όταν παρουσιάστηκε ο κίνδυνος από τον δυτικό κατά το φρόνημα μοναχό Βαρλαάμ, και τους ομόφρονές του, οι οποίοι κυρίως έλεγαν ότι η χάρη του Θεού είναι κτίσμα, οπότε όμως ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί.

Ο άγιος Γρηγόριος αγωνίστηκε κατά της πλάνης αυτής προβάλλοντας το από την εμπειρία των Αγίων ορθόδοξο φρόνημα το οποίο και κατοχυρώθηκε με αποφάσεις Συνόδων στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίες κήρυξαν τον άγιο «ασφαλέστατον της ευσεβείας πρόμαχον».

Εκτός όλων αυτών, ο Θεός, κατά τις ανεξιχνίαστες βουλές του, έστειλε τον άγιο διδάσκαλο μεταξύ των Τούρκων. Καθώς κάποτε έπλεε προς την Βασιλεύουσα πιάστηκε από τους Αγαρηνούς και σύρθηκε αιχμάλωτός τους. Τον κράτησαν ένα χρόνο και τον μετέφεραν από τόπο σε τόπο και από πόλη σε πόλη, αλλά εκείνος ως γενναίος αθλητής και διδάσκαλος μέγας, δίδασκε το Ευαγγέλιο του Χριστού άφοβα. Όσους στέκονταν καλά στην πίστη τους στερέωνε ακόμη περισσότερο, τους κλονισμένους στερέωνε κατά τρόπο σοφό, με εκείνους δε που περιέπαιζαν τα χριστιανικά δόγματα συζητούσε με θάρρος για την ένσαρκο οικονομία, την προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού και των αγίων εικόνων και για πολλά άλλα ζητήματα. Και άλλοι μεν, οι καλοπροαίρετοι, τον θαύμαζαν, άλλοι δε μαίνονταν εναντίον του, και θα τον σκότωναν αν δεν τους εμπόδιζε η ελπίδα της εξαγοράς του. Τέλος, κατά θεία οικονομία και για την μεγάλη ωφέλεια της Εκκλησίας, κάποιοι φιλόχριστοι τον ελευθέρωσαν και έτσι επανήλθε στο ποίμνιό του, μάρτυς αναίμακτος, στολισμένος με τα στίγματα του Χριστού.

Συνέχισε να καταρτίζει και να καθαγιάζει τον λαό, μέχρις ότου, μετά από βαριά αρρώστια, στις 14 Νοεμβρίου του 1359, σε ηλικία 63 ετών, επήλθε το μακάριο τέλος της θαυμάσιας εκείνης ζωής. Πριν από πολλές μέρες είχε προείπει την εκδημία του, και κατ’ αυτήν, θείο και υπερφυσικό φως φώτισε το πρόσωπό του και περιέλαμψε το δωμάτιο όπου κείτονταν το ιερό λείψανο, το οποίο η συνδεδεμένη με αυτό χάρις του Θεού κατέστησε «θαυμάτων πηγήν, εις κοινόν και αδάπανον ιατρείον».

Ο θεοφόρος Παλαμάς είχε καθιερωθεί, εν όσω ακόμη ζούσε, στη συνείδηση των ορθοδόξων ως άγιος. Οι αγώνες του υπέρ της Ορθοδοξίας για τους οποίους τόσους διωγμούς και δεσμά υπέστη, η κατ’ επανάληψη αναγνώρισή του από την Εκκλησία ως προμάχου της, οι αρετές, τα χαρίσματα και το πλήθος των θαυμάτων του, πριν και μετά την κοίμησή του, τον κατέταξαν στην χρυσή αλυσίδα των μεγάλων διδασκάλων και Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Μόλις εννέα έτη μετά την εκδημία του αναγνωρίστηκε και επίσημα ως άγιος και ορίστηκε να εορτάζεται η μνήμη του και κατά τη Β’ Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής, μετά την Κυριακή της Ορθοδοξίας ως τρόπον τινά επέκτασή της.

Και εμείς πρέπει να αισθανόμαστε τον άγιο Γρηγόριο ως κανόνα της Ορθοδόξου Θεολογίας και της χριστιανικής μας ζωής.

«Τα επουράνια, τα επουράνια» ήταν τα λόγια τα οποία υποψιθύριζε πριν την κοίμησή του, τα οποία θα πρέπει να αποτελούν για μας αφυπνιστική και προτρεπτική κραυγή. Να μη αδικούμε τον εαυτό μας βάζοντας ως στόχο της ζωής μας τα επίγεια που είναι πρόσκαιρα αλλά την ένωσή μας με τον Θεό. Να γίνουμε κοινωνοί όχι της ουσίας του αλλά της χάριτός του που είναι θεία και μπορεί να κάνει θεό τον άνθρωπο. Πώς; Με τα άγια μυστήρια και τις άγιες αρετές, και ιδιαίτερα με την προσευχή του νου στην καρδιά, που θα πρέπει να είναι αδιάλειπτη, συνεχής, όχι, καθώς παρατηρεί ο άγιος, για να πείσουμε τον Θεό, διότι είναι «αυτοπαράκλητος» ούτε για να τον ελκύσουμε προς εμάς, αφού είναι πανταχού, αλλά για να ανεβαίνουμε εμείς προς αυτόν, να είμαστε ενωμένοι συνεχώς με αυτόν και έτσι να μετέχουμε των αγαθοπρεπών δωρεών του, τις οποίες είθε όλοι μας να επιτύχουμε με τις πρεσβείες του κατ’ εξοχήν κήρυκος της χάριτος αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Αμήν.

 

Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας