Dogma

Ο άγιος ιερομάρτυρας Δαμασκηνός

Ο άγιος αυτός ήταν από ένα χωριό της επαρχίας του Τορνόβου, το Γάμπροβο, και αφού αναχώρησε από την πατρίδα του, ήρθε στο Άγιον Όρος και μόνασε στο ιερό Μοναστήρι του Χιλανταρίου, και εκεί έγινε διάκονος, ιερομόναχος και προηγούμενος.

Οι πατέρες του Μοναστηριού τον έστειλαν για ορισμένο διάστημα στο μετόχι στη Βουλγαρία, στη χώρα Σφιστόβι, όπου έμεινε όσο καιρό του είχαν ορίσει, και όταν ήταν να επιστρέψει στο Μοναστήρι του, και μάζευε ό,τι και αν είχε εκεί σκορπισμένα, ζήτησε και μερικά χρήματα που είχε δανείσει σε κάποιους Τούρκους (*).

Εκείνοι, καθώς ήταν άνθρωποι άδικοι και κακότροποι, δεν θέλησαν να του τα δώσουν, αλλά σκέφτηκαν όχι μόνο να κατακρατήσουν τα δανεικά, αλλ’ ακόμη και να του πάρουν ό,τι και αν είχε μαζεμένα στο μετόχι. Και λοιπόν τι τους εσόφισε ο διάβολος και έκαμαν; Πήραν μία γυναίκα τούρκισσα, την ανέβασαν νύχτα με σκάλα επάνω στο μετόχι, την άφησαν μέσα, και έπειτα έσπασαν την πόρτα του μετοχιού και μπήκαν μέσα, και βρίσκοντας την τούρκισσα που έβαλαν αυτοί οι ίδιοι, άρπαξaαν αμέσως τον άγιο και τον έδεσαν. Και αφού πήραν όσα πράγματα είχε στο μετόχι, δέρνοντας και κλωτσώντας τον, τον πήγαν στον κριτή, φωνάζοντας και κατηγορώντας τον ότι τόλμησε να έχει γυναίκα τούρκισσα και να αμαρτάνει με αυτήν.

Ο κριτής κατάλαβε ότι το πράγμα ήταν συκοφαντία, και ήθελε να τον ελευθερώσει, αλλά οι ψευδομάρτυρες, και όλοι οι Τούρκοι που το άκουσαν, ήταν αντίθετοι και φώναζαν ότι είναι άξιος θανάτου. Έτσι υπερίσχυσαν, και παίρνοντάς τον, πήγαν να τον κρεμάσουν.

Πηγαίνοντας ρώτησαν τρεις φορές τον Μάρτυρα, αν θέλει να γίνει Τούρκος, για να γλιτώσει τη ζωή του και να του χαρίσουν όλα, όσα του πήραν, και να του δώσουν και άλλα περισσότερα· ο Μάρτυρας όμως του Χριστού αποκρίθηκε: «Εγώ στην πίστη τη χριστιανική γεννήθηκα, σ’ αυτήν πάλι θέλω να πεθάνω· πηγαίνετέ με λοιπόν εκεί που θέλετε». Και έτσι τον πήγαν στον τόπο της καταδίκης και του έδεσαν τα χέρια πίσω, ο άγιος όμως τους ζήτησε άδεια, για να κάνει την προσευχή του, ως Χριστιανός, και εκείνοι τον έλυσαν και τον άφησαν να προσευχηθεί. Στάθηκε τότε ο Μάρτυρας κατά ανατολάς και προσευχήθηκε, και αφού έκαμε τον σταυρό του, είπε στους φονιάδες και τον έδεσαν πάλι, και έτσι τον κρέμασαν και έλαβε ο αοίδιμος το στεφάνι του μαρτυρίου.

Η θεία δίκη ωστόσο τιμώρησε τους άδικους εκείνους φονιάδες, μετά τον θάνατο του Αγίου, διότι περνώντας αυτοί από τον ποταμό Δούναβη, πνίγηκαν στα νερά και έλαβαν ως τιμωρία τους την αιώνια κόλαση· από την οποία είθε να σωθούμε εμείς, και να αξιωθούμε της βασιλείας των ουρανών, δια πρεσβειών του ιερομάρτυρος Δαμασκηνού. Αμήν.

 

(*) Η λ. Τούρκος εδώ εννοείται κυρίως κατά το θρήσκευμα και σημαίνει Μωαμεθανός.

 

Από το βιβλίο «Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικοδήμου (1799), σελ. 190.