Ο άγιος Αλέξανδρος, επειδή όταν ήταν νέος έτυχε να είναι όμορφος, δεν ήταν δυνατό να μην πέσει σε πειρασμό, κατά την τυραννική συνήθεια που σε εκείνη την πόλη έχουν οι Αγαρηνοί· για να τον γλυτώσουν λοιπόν οι γονείς του από τη βία εκείνου που του επιβουλευόταν τη σωφροσύνη, αναγκάστηκαν να τοaν φυγαδεύσουν μακριά και τον έστειλαν στη Σμύρνη.
Εκεί δυστυχώς εξώμοσε και τούρκεψε. Κάποιοι λένε ότι πήγε κοντά σε κάποιον αγά Τούρκο, και εκείνος τον παρέσυρε στην ασέβεια.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και έφυγε από τον αγά εκείνον, και από τότε και στο εξής γύριζε σε διάφορες πόλεις και χώρες με το σχήμα των δερβίσηδων, ώσπου πήγε και στην ίδια τη Μέκκα, εκεί που βρίσκεται ο τάφος του Μωάμεθ.
Αλλά, όπως φαίνεται, ο ευλογημένος αισθανόταν τον έλεγχο της συνειδήσεως· φαίνεται πως η διάνοιά του είχε αρχίσει να κυοφορεί το μαρτύριο, για να εξαλείψει με το αίμα του την ανομία του. Έτσι με το ταπεινό σχήμα του δερβίση πορευόταν με πολλή συστολή και σεμνότητα.
Μάλιστα υποκρινόταν ότι είναι σαλός και τάχα ως τέτοιος έλεγε πολλά κατά των Αγαρηνών, ελέγχοντάς τους με δριμύτητα για τις πολλές τους αδικίες και παρανομίες και ότι κατατυραννούν και καταδυναστεύουν τον φτωχό ραγιά, και δεν στοχάζονται, έλεγε, πως όλοι οι άνθρωποι είναι πλάσματα ενός Θεού.
Εκείνοι πολλές φορές θύμωναν. Στο Ραχήτι μάλιστα της Αιγύπτου μερικοί Τουρκοκρητικοί αποφάσισαν να τον σκοτώσουν, αυτός όμως το έμαθε και έφυγε από εκεί. Και αυτοί τον υποψιάστηκαν ότι είναι Χριστιανός, επειδή τον έβλεπαν να συναναστρέφεται συχνά τους Χριστιανούς και να συνομιλεί μ’ αυτούς με πολλή ημερότητα και γλυκύτητα.
Όταν μάλιστα τύχαινε μόνος με Χριστιανούς, συχνά έλεγε αινιγματικά ότι το ένα είναι τρία και τα τρία είναι ένα, και όποιος δεν έχει τα τρία δεν έχει ούτε το ένα.
Φεύγοντας από την Αίγυπτο ανέβηκε στην πατρίδα του τη Θεσσαλονίκη αγνώριστος, δέκα χρόνια πριν από το μαρτύριό του· από εκεί, πηγαίνοντας πάλι από τόπο σε τόπο, έφθασε και στη Χίο, και τον χρόνο εκείνο (1794) μαρτύρησε, έχοντας μείνει στο σχήμα του δερβίση δεκαοκτώ χρόνια.
Από τη Χίο πέρασε στη Σμύρνη, και εκεί ο μέσα στον δερβίση Αλέξανδρος άκουσε τη χάρη του Θεού να λέει μυστικά στην αγαθή του καρδιά ότι έφθασε πλέον η ώρα για το μαρτύριο. Βέβαια πρέπει να είχε και κανέναν πνευματικό πατέρα, με του οποίου τη γνώμη να ήλθε σε αυτό το μέγα στάδιο, όμως για την ώρα μένει άγνωστος.
Την Τρίτη λοιπόν πριν από την Πεντηκοστή πήγε στον δικαστή, δηλαδή τον Μουλά της Σμύρνης, και με όλη την ευτολμία του είπε: «Ω δικαστή, εγώ ήμουν Χριστιανός και από αφροσύνη αρνήθηκα την πίστη μου και έγινα Τούρκος. Ύστερα κατάλαβα ότι η πρώτη μου πίστη ήταν φως και το έχασα, ενώ η δική σας είναι σκότος, όπως την γνώρισα. Γι’ αυτό ήλθα σήμερα μπροστά σας να ομολογήσω ότι έσφαλα που αρνήθηκα το φως και δέχθηκα το σκότος. Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός θέλω να πεθάνω.
» Να, άκουσες την απόφασή μου, ω δικαστή, κάνε μου τώρα εσύ ό,τι θέλεις, διότι είμαι έτοιμος να πάθω κάθε βάσανο και να χύσω και το αίμα μου για την αγάπη του Ιησού Χριστού μου, τον οποίο κακώς αρνήθηκα».
Και με τα λόγια αυτά πέταξε μπροστά στον Μουλά το δερβίσικο κάλυμμα της κεφαλής λέγοντας: «Να και το σημάδι της θρησκείας σας», και έβαλε στο κεφάλι του ένα χριστιανικό κάλυμμα που είχε προετοιμασμένο.
Ο Μουλάς, και όσοι άλλοι κατά τύχη βρέθηκαν εκεί, έμειναν με το στόμα ανοιχτό βλέποντας έναν δερβίση έτσι ξαφνικά να κηρύττει τον εαυτό του Χριστιανό και να μυκτηρίζει την ανόσια θρησκεία τους.
Αυτό τους λύπησε και τους τάραξε πολύ, και πρώτος ο δικαστής και στη συνέχεια όλοι οι άλλοι του είπαν: «Τι είναι αυτά τα ανέλπιστα πράγματα; Βγήκες από τα λογικά σου; Εσύ δερβίσης άνθρωπος και να λες τέτοια λόγια και να ντροπιάζεις την πίστη σου και την υπόληψή σου;»
Ο Μάρτυρας αποκρίθηκε: «Αληθινά, δεν ήμουν στα λογικά μου και τώρα ήλθα στον εαυτό μου, ομολογώντας με παρρησία την ανομία μου. Και επειδή λέτε, πώς είμαι δερβίσης και λέω τέτοια λόγια, βέβαια λέω την αλήθεια, διότι εγώ και στον Κιανμπέ σας (τον τάφο του Μωάμεθ) πήγα και όλη σας τη θρησκεία την εξέτασα και κατάλαβα ότι όλα σας είναι ψέματα και σιχαμερά».
Εκείνοι όταν τον άκουσαν, του είπαν με θυμό ότι είναι μεθυσμένος, και ο δικαστής πρόσταξε να τον βάλουν στη φυλακή ώσπου να ξεμεθύσει.
Την άλλη μέρα, Τετάρτη, μαζεύτηκαν και άλλοι στον Μουλά, και αυτός πρόσταξε να τον φέρουν για δεύτερη εξέταση. Ο Μάρτυρας και πάλι ομολόγησε ενώπιον όλων τον Ιησού Χριστό Θεό αληθινό, και με περισσότερη ευτολμία μυκτήρισε και καταφρόνησε τη θρησκεία τους, έτσι που τους εξέπληξε όλους.
Εκείνοι, ελπίζοντας να του αλλάξουν τη γνώμη, άρχισαν να τον καλοπιάνουν. «Και δεν λυπάσαι, άνθρωπε, τη ζωή σου;» του έλεγαν. «Λυπήσου τη νεότητά σου· ζήτησε ό,τι θέλεις να σου δώσουμε, και χρήματα και ρούχα και ό,τι άλλο αγαπάς». Εκείνος όμως ο μακάριος στάθηκε ανένδοτος, και μάλιστα τους αποκρίθηκε: «Ω ανόητοι, τι μου προβάλλετε τον θάνατο; Εγώ γι’ αυτό ήλθα, για να πεθάνω για την αγάπη του γλυκυτάτου μου Ιησού Χριστού. Ω μάταιοι, τι πασχίζετε να αλλάξετε τη στερεή μου απόφαση με τις απατηλές και τιποτένιες σας υποσχέσεις; Μία θεωρώ εγώ αληθινή ευδαιμονία, το να πεθάνω για την αγία μου πίστη, την οποία κακώς αρνήθηκα· να πεθάνω τούτη την ψεύτικη ζωή, για να κερδίσω την άλλη, την αληθινή, την αιώνια. Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός θέλω να πεθάνω. Αυτό ποθώ, αυτό διψώ, γι’ αυτό ήλθα· λοιπόν εσείς κάνετέ με ό,τι θέλετε, έτοιμος είμαι να πάθω τα πάντα για τον Κύριό μου Ιησού Χριστό».
Τον έκλεισαν πάλι στη φυλακή και τον άφησαν μέχρι την Παρασκευή. Την ημέρα αυτή την τιμούν πολύ οι Οθωμανοί· γι’ αυτό και συνηθίζουν αυτή την ημέρα να συναθροίζονται στον κριτή κάθε πόλης οι αγάδες και οι επίσημοι του τόπου, και όλοι μαζί να πηγαίνουν στο τζαμί. Έτσι την Παρασκευή αυτή όλοι οι ανώτεροι της Σμύρνης συγκεντρώθηκαν στον Μουλά, αλλά και λαός όχι λίγος.
Έβγαλαν λοιπόν τον Μάρτυρα από τη φυλακή και τον έφεραν για τρίτη φορά στο δικαστήριο, για να ομολογήσει και για τρίτη φορά την πίστη της Αγίας Τριάδος, όπως και έγινε. Όταν δηλαδή τον ρώτησαν ο Μουλάς και οι άλλοι αν ήλθε στα λογικά του, ο γενναίος αθλητής του Χριστού αποκρίθηκε: «Και ήμουν και είμαι με τη χάρη του Χριστού μου στα λογικά μου· και είπα και λέω πολλές φορές, ότι Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός θέλω να πεθάνω. Δεν αλλάζω το φως με το σκότος· προσκυνώ Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον». Και λέγοντας αυτά έκανε και το σημείο του τιμίου Σταυρού.
Ακούγοντας αυτά οι Αγαρηνοί και βλέποντάς τον αμετακίνητο, όλοι τους αποφάσισαν να πεθάνει ο υβριστής του μωαμεθανισμού χωρίς καμία αναβολή, και έτσι ο δικαστής υπέγραψε τη θανατική του καταδίκη.
Οδηγήθηκε λοιπόν ο γενναίος αθλητής του Χριστού στον τόπο της καταδίκης με δεμένα τα χέρια, και σε όλο τον δρόμο οι ιμάμηδες και οι χοτζάδες δεν σταμάτησαν να τον συμβουλεύουν και να πασχίζουν με κάθε τρόπο να τον κάνουν να αλλάξει γνώμη. Εκείνος όμως ο μακάριος δεν έδινε καμία προσοχή στα ψυχόλεθρα λόγια τους, αλλά είχε ολωσδιόλου τον νου του προσηλωμένο στον Χριστό και στο μαρτύριο, λέγοντας συχνά ένα και μόνο λόγο: «Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θα πεθάνω».
Στο παράδοξο αυτό θέαμα ήλθαν αναρίθμητα πλήθη ανθρώπων από όλα τα γένη και τις φυλές που κατοικούν σ’ εκείνη την πόλη, δηλαδή και Τούρκοι και Ρωμιοί και Φράγκοι και Αρμένιοι. Στο μέσο λοιπόν εκείνου του πολυπληθούς θεάτρου έστησε ο δήμιος τον Μάρτυρα και τράβηξε μπροστά στα μάτια του το σπαθί και του το έδειξε γυμνό ν’ αστράφτει, τάχα για να τον φοβίσει, αλλά ο Μάρτυρας φαινόταν εντελώς άφοβος.
Μετά τον πρόσταξε να γονατίσει, και ο Μάρτυρας γονάτισε· τότε όμως έφτασε διαταγή από τον Μουλά, να περιμένει ο δήμιος, γιατί θέλει να έλθει και ο γιος του Μουλά. Έτσι ο δήμιος ανέβαλε τον αποκεφαλισμό για μία ώρα και περισσότερο, και σε όλο εκείνο το διάστημα ο Μάρτυρας έμενε εκεί γονατιστός, βλέποντας μόνο μπροστά του με σκυμμένο το κεφάλι και προσευχόμενος αδιάλειπτα, και με τον νου του και με τα χείλη του.
Ήταν δε όχι λίγη και η αγωνία των Χριστιανών, όσο έβλεπαν την ώρα να περνάει· στο τέλος όμως νίκησε ο Χριστός και δόξασε την αγία του πίστη με το λαμπρό μαρτύριο του Αλεξάνδρου (Παρασκευή 26 Μαΐου 1794).
Οι ευσεβείς ευφράνθηκαν και οι Άγγελοι χάρηκαν, ενώ οι δαίμονες θρήνησαν και οι οπαδοί της πλάνης έμειναν ντροπιασμένοι με τον υπέρ Χριστού θάνατο του γενναίου και θαυμαστού αυτού αθλητή, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Από το βιβλίο «Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικοδήμου (1856), σελ. 217. Διασκευή για την Κ.Ο.