Ο άγιος Στέφανος, πρώτος βασιλεύς της Ουγγαρίας
Κατευθείαν απόγονος του Άρπαντ, κατακτητού της ηγεμονίας της Παννονίας, ο άγιος Στέφανος γεννήθηκε περί το 970 στο Στριγόνιο (Έρτζεργκομ). Ο εκ μητρός παππούς του, Γκιούλα, είχε βαπτισθεί στην Κωνσταντινούπολη με το όνομα Στέφανος το 953, με ανάδοχο τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’ τον Πορφυρογέννητο.
Αποφασισμένος να διαδώσει την ορθόδοξη Πίστη στην χώρα του, ο ηγεμόνας πήρε μαζί του τον άγιο Ιερόθεο που έγινε έτσι ο πρώτος επίσκοπος των Ούγγρων. Αυτός βάπτισε την Σάρολτ, θυγατέρα του Στεφάνου-Γκιούλα, που έγινε μητέρα του αγίου Στεφάνου. Βαπτισμένος από παιδί, ο νεαρός Στέφανος δέχθηκε την επιρροή του αγίου Αδαλβέρτου, επισκόπου Πράγας, που μαρτύρησε από τους Πρώσσους το 997.
Επωφελούμενος από τις κατακτήσεις του παππού του και του πατέρα του και έχοντας ο ίδιος κερδίσει λαμπρές μάχες κατά των ειδωλολατρών ηγεμόνων, κληρονόμησε την εξουσία και έγινε ο πρώτος βασιλιάς του ουγγρικού έθνους, λαμβάνοντας το στέμμα από μέρους του πάπα Σίλβεστρου Β’ και του αυτοκράτορα της Δύσεως, Όθωνα Γ’, ανήμερα των Χριστουγέννων του 1000 (ή 1001).
Μετά τον γάμο του με την Γκιζέλα, πριγκίπισσα της Βαυαρίας και κόρη του αυτοκράτορα Ερρίκου Β’, ανέλαβε όχι μόνο την οργάνωση του υπό διαμόρφωση κράτους του, αλλά και την εμβάθυνση του εκχριστιανισμού, που είχε γίνει μέχρι τότε επιφανειακά από ιεραποστόλους προερχόμενους από την Δύση.
Χώρισε την χώρα σε δύο επισκοπές και ίδρυσε πολλές εκκλησίες και μοναστήρια, ελληνικά και λατινικά, τα οποία το βασιλικό ζεύγος προίκισε γενναιόδωρα με όλα τα αναγκαία αντικείμενα για την θεία λατρεία. Δύο βιβλία Διαταγμάτων δίνουν μαρτυρία για την φροντίδα του βασιλιά να ρυθμίσει με ευαγγελικό τρόπο όλες τις όψεις της ζωής του λαού του.
Συνέταξε επίσης παραινέσεις προς τον γιο του Έμερικ, την εκπαίδευση του οποίου εμπιστεύθηκε στον μοναχό Γεράρδο, που έχοντας ζήσει αρχικά σε ένα μοναστήρι της Βενετίας έγινε κατόπιν ερημίτης, αργότερα δε χειροτονήθηκε επίσκοπος του Κσανάδ και μαρτύρησε το 1046 στην Πέστη.
Θέλοντας να ενθαρρύνει το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, ο άγιος Στέφανος ίδρυσε πολλούς ξενώνες για τους προσκυνητές, όχι μόνο στην χώρα του, αλλά και στην Ιερουσαλήμ, την Κωνσταντινούπολη, την Ρώμη και την Ραβέννα.
Η ευλάβειά του προς την Παναγία Θεοτόκο δεν είχε το όμοιό της και στην ουράνια σκέπη της εμπιστεύθηκε την Ουγγαρία ο ισαπόστολος βασιλιάς. Αφιέρωσε επίσης στην Παναγία την πρώτη μονή με ελληνίδες μοναχές στο Βεζπρεμβόλγκι και την κύρια βασιλική του βασιλείου του στο Ζεγκεσφέχερβαρ (Άλμπα).
Ξακουστός σε όλη την Δύση για την ευσέβειά του, ο βασιλιάς Στέφανος ήταν αυστηρός απέναντι στους εχθρούς της Πίστεως, γνώριζε όμως να φέρεται μεγαλόψυχα προς τους ηττημένους. Το 1030, αναγκάσθηκε να πολεμήσει για να απωθήσει τον Κονράδο Β’. Μόλις έγινε ειρήνη, επέστρεψε στην πρωτεύουσά του, αλλά είχε την δυστυχία να δει να πεθαίνει ο μονάκριβος γιος του, Έμερικ.
Πέρασε τα τελευταία χρόνια του επίγειου βίου του ειρηνικά και αφού εξασφάλισε την διαδοχή του εκοιμήθη εν Κυρίω στις 15 Αυγούστου 1038 (*) και ενταφιάσθηκε στην βασιλική του Ζεγκεσφέχερβαρ. Κατά την εύρεση των λειψάνων του, το 1083, το δεξί χέρι του βρέθηκε άθικτο και τιμάται σήμερα στην βασιλική του Αγίου Στεφάνου στην Βουδαπέστη.
Τη αυτή ημέρα, μνήμη του αγίου Ιεροθέου, πρώτου επισκόπου Ουγγαρίας
Όταν ο δούκας Γκιούλα, δεύτερο στην ιεραρχία πρόσωπο της ηγεμονίας της Ουγγαρίας, βαπτίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη (953), επιστρέφοντας πήρε μαζί του τον μοναχό Ιερόθεο, άνθρωπο ελλόγιμο και μεγάλης ευσέβειας, τον οποίο χειροτόνησε πρώτο επίσκοπο Ουγγαρίας ο πατριάρχης Θεοφύλακτος.
Στηριζόμενος στους χριστιανούς Σλάβους και Αβάρους που υπήρχαν ήδη στην χώρα, ο άγιος Ιερόθεος έφερε στην πίστη μεγάλο τμήμα του λαού με το κήρυγμά του και το παράδειγμα του ευαγγελικού βίου του και ίδρυσε εκκλησίες και μοναστήρια. Εκοιμήθη εν ειρήνη αφού οργάνωσε στην Ουγγαρία μία ελληνική επισκοπή που ανήλθε στο καθεστώς μητροπόλεως περί το έτος 1000 και έγινε κατόπιν η αρχιεπισκοπή Καλόκσα.
(*) Στην Δύση ο ἀγιος Στέφανος τιμάται από τον 11ο αιώνα· η μνήμη του αναγνωρίσθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 2000, μαζί με εκείνη του αγίου Ιεροθέου.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δωδέκατος, Αύγουστος. Ίνδικτος, Αθήναι 2009, σελ. 217.