Ο άνθρωπος, που δεν είχε άδεια μετακίνησης στο εσωτερικό της χώρας, δήλωσε ότι ονομάζεται Θεόδωρος Κούζμιτς, αρνήθηκε όμως να δώσει οποιαδήποτε άλλη πληροφορία για την ταυτότητά του.
Το ευγενικό παρουσιαστικό ενέπνευσε την συμπάθεια των αστυνομικών που αρκέστηκαν να τον στείλουν με αστυνομική συνοδεία στην Ζέρκαλυ, στην διοικητική περιφέρεια του Τομσκ στην Σιβηρία. Ο Θεόδωρος εγκαταστάθηκε κοντά σε ένα αποστακτήριο και διήγε ασκητικό βίο ως το 1842. Μεταφέρθηκε τότε στο κοζάκικο χωριό Μπελοζάρσκ, όπου ένας εύπορος κοζάκος του έκτισε ένα κελλί. Ύστερα από λίγο καιρό ξαναγύρισε στην Ζέρκαλυ, στο κατάλυμα ενός εξόριστου, και αργότερα σε κελλί που του έφτιαξαν οι κάτοικοι του χωριού.
Στο διάστημα αυτό ο ασκητής, που απέπνεε μια αριστοκρατικότητα, κατέστη πολύ αγαπητός. Ζούσε πολύ ταπεινά μη έχοντας στο κελλί του παρά ένα κρεβάτι, δυο-τρεις καρέκλες, ένα τραπέζι και μερικά εκκλησιαστικά βιβλία. Δεν έτρωγε παρά μονάχα ψωμί και νερό και όλο τον ελεύθερο χρόνο του προσευχόταν. Καθώς του απέδιδαν το διορατικό χάρισμα, πολλοί χριστιανοί προσέρχονταν σ’ αυτόν για να τον συμβουλευτούν. Τους δίδασκε απλά και καθαρά τις ευαγγελικές αρχές, χρησιμοποιώντας αλληγορίες και παραδείγματα από την καθημερινή ζωή και μάθαινε τα παιδιά γραφή και ανάγνωση, εμφυσώντας τους την αγάπη για τις ευαγγελικές αρετές. Αυτή όμως η φήμη προκάλεσε την σφοδρή αντίδραση ορισμένων κληρικών. Άλλοι διατύπωναν υποψίες ότι είναι αιρετικός, άλλοι ότι είναι δαιμονισμένος και άλλοι ότι πρόκειται για επίσκοπο που κρύβεται. Η περιοχή ολόκληρη πάντως μιλούσε γι’ αυτόν.
Το 1857 γνωρίστηκε με τον Σεμέν Φεοφάνοβιτς Χρομώφ, πλούσιο έμπορο του Τομσκ, που τον κάλεσε να έλθει να ζήσει στην κατοικία του και έκτισε γι’ αυτόν ένα κελλί τέσσερα χιλιόμετρα από την πόλη. Το 1859 αρρώστησε βαριά και ύστερα από θερμή παράκληση του ευεργέτη του τού αποκάλυψε την αληθινή του ταυτότητα. Μόλις ανάρρωσε, ξανάρχισε την ασκητική βιοτή, καθώς όμως επισκεπτόταν έναν παλιό του φίλο στο χωριό Μπελοζάρσκ, ασθένησε εκ νέου, τον έφεραν στην Τομσκ και εκοιμήθη εκεί στις 20 Ιανουαρίου 1864. Το 1904 οικοδόμησαν παρεκκλήσιο στον τάφο του, ο οποίος είχε γίνει τόπος προσκυνήματος και πηγή θαυμάτων για τους πιστούς της περιοχής.
Μετά τον θάνατό του, αποκαλύφθηκε ότι ο γέροντας δεχόταν κρυφά επισκέψεις υψηλά ισταμένων προσώπων της Αυλής και διατηρούσε αλληλογραφία με την Αγία Πετρούπολη και το Κίεβο. Το 1866 ο έμπορος Χρομώφ παρέδωσε στον αυτοκράτορα Αλέξανδρο Β’ έγγραφα που είχε φυλαγμένα ο στάρετς της Τομσκ. Έτσι διαδόθηκε η φήμη ότι ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ δεν είχε πεθάνει όπως νόμιζαν στην Κριμαία το 1825, (*) αλλά ότι είχε λάβει την ευλογία του Μητροπολίτη Φιλάρετου να ζήσει ως ασκητής, ότι είχε επισκεφθεί τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, και ότι μετά την κοίμηση του αγίου μετέβη στο Κρασνουφίμσκ και παρουσιάστηκε ως ο μυστηριώδης Θεόδωρος. Οι πληροφορίες αυτές όμως ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν με ακρίβεια.
(*) Πράγματι, ο τσάρος πέθανε μέσα σε μυστήριες περιστάσεις και η σορός, που μεταφέρθηκε στην Κριμαία δυο μήνες μετά τον θάνατό του, δεν αναγνωρίσθηκε ως εκείνη του τσάρου.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος πέμπτος, Ιανουάριος. Εκδόσεις Ορμύλια, σελ. 251.