Καταγόμενος από ειδωλολατρική οικογένεια ο Άγιος Μνάσωνας, ασπάστηκε τον Χριστιανισμό μετά από συνάντηση που είχε στη Ρώμη με κάποιους από τους εβδομήκοντα Αποστόλους. Καιόμενος από ένθεο ζήλο, πήγε στα Ιεροσόλυμα όπου συνάντησε τους αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη και πήρε την ευλογία τους.
Τέτοια ήταν η εκτίμηση που έτρεφε η πρώτη Εκκλησία προς το πρόσωπό του, ώστε o ευαγγελιστής Λουκάς, στις Πράξεις των Αποστόλων, τον ονομάζει «αρχαίο μαθητή», σημειώνοντας πως στο σπίτι του είχαν φιλοξενηθεί, ο απόστολος Παύλος καθώς και άλλοι απόστολοι.
Στην περιοχή της Ταμασού ο Μνάσωνας, ασκήτεψε σε σπήλαιο αρχικά μαζί με το διδάσκαλό του Ηρακλείδιο, και, ως πιστός μαθητής, τον βοήθησε αργότερα στη διάδοση του Ευαγγελίου. Όταν με τη χάρη του Θεού ο Ηρακλείδιος προείδε το τέλος της επίγειας ζωής του, χειροτόνησε το Μνάσωνα στην επισκοπή Ταμασέων, την οποία ποίμανε διδάσκοντας και θαυματουργώντας, μέχρι το τέλος της ζωής του, ενώ, λίγο πριν από την κοίμησή του, όρισε ως διάδοχό του τον Ρόδωνα.
Να αναφέρουμε ότι το 2007, μετά από οκτώ αιώνες, επί Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου του Β΄, η επισκοπή Ταμασού ανασυστήθηκε σε μία από τις νέες Μητροπόλεις της Παλαίφατης Αποστολικής Εκκλησίας μας.
Του Επισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου