O Νικηφόρος ζητούσε επανειλημμένα από τον ιερέα να του πει τον λόγο και να τον συγχωρέσει, όμως μάταια.
Όταν το 257 μ.Χ. ξέσπασε μεγάλος διωγμός κατά των Χριστιανών, συνελήφθησαν πολλοί επίσκοποι και ιερείς μεταξύ των οποίων και ο Σαπρίκιος. Μόλις ο Άγιος διέκρινε μεταξύ των συλληφθέντων και τον Σαπρίκιο, τρέχει και πέφτει στο γόνατά του και τον παρακαλεί με δάκρυα να τον συγχωρήσει. O Σαπρίκιος αρνείται πεισματικά. Μετά το μαστίγωμα που δέχθηκε ο Νικηφόρος τον πλησιάζει και πάλι, ασπάζεται τις πληγές του και του ζητά να του δώσει έστω και την τελευταία στιγμή την ευλογία του. O Σατρίκιος ανένδοτος, τον απομακρύνει και οδηγείται για αποκεφαλισμό. Η άρνηση και η αδιαλλαξία του Σαπρίκιου, τον καθιστούν ανάξιο στο μάτια του Θεού. Χωρίς πλέον την δύναμη της θείας χάρης, δεν άντεξε τα βασανιστήρια και την ώρα του αποκεφαλισμού λυγίζει και ζητά να θυσιάσει στο είδωλα. Μόλις το άκουσε ο Νικηφόρος, τρέχει και τον παρακαλεί να ανακαλέσει την άρνησή του. Εκνευρισμένοι τότε οι δήμιοι, αποκεφαλίζουν τον Νικηφόρο και έτσι αξιώνεται εκείνος το στέφανο του μαρτυρίου, ενώ ο Σαπρίκιος το στίγμα της ατιμίας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.