Ο Άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε στην πόλη Κράτοβα της Σερβίας από γονείς ευσεβείς, τον Δημήτριο και τη Σάρρα. Από πολύ μικρή ηλικία επιδόθηκε στη μελέτη του θείου λόγου και αργότερα έμαθε την τέχνη του χρυσοχόου.
Έχασε τον πατέρα του σε νεαρή ηλικία και φοβούμενος μήπως, λόγω της ωραιότητάς του, απαχθεί στην αυλή του σουλτάνου Βαγιατζή Β’ (1481 – 1512 μ.Χ.), ήλθε στην Βουλγαρία και παρέμεινε στη Σόφια πλησίον ενός ιερέα που ονομαζόταν Πέτρος. Ο ιερέας εκείνος του παρέσχε κάθε μέσο για να διδαχθεί τα ιερά γράμματα. Και έτσι ο Άγιος ζούσε βίο θεοφιλή και ασκητικό.
Οι Τούρκοι προσπάθησαν να τον εξισλαμίσουν και για το λόγο αυτό μεταχειρίστηκαν έναν έμπειρο μουσουλμάνο διδάσκαλο, ο οποίος σαν αφορμή για να πλησιάσει τον Γεώργιο προσκόμισε σε αυτόν χρυσό για κατασκευή κοσμήματος.
Κατά τις επαφές μαζί του ο Γεώργιος απέδειξε ότι η μόνη αληθινή πίστη είναι η Χριστιανική και ήλεγξε ως ψευδή την μουσουλμανική θρησκεία. Για τον λόγο αυτό οδηγήθηκε στον κριτή. Παρά τις κολακείες, τις υποσχέσεις και τις απειλές ο Μάρτυρας παρέμεινε σταθερός στην πατρώα ευσέβεια.
Ο ιερεύς Πέτρος τον επισκέφθηκε στην φυλακή, τον ασπάσθηκε και του είπε: «Χαίρε, Γεώργιε, εσύ σήμερα δόξασες τον Χριστό, όπως κάποτε ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος, και ο νέος Στέφανος την εποχή της εικονομαχίας και άλλοι πολλοί Άγιοι, γιατί παρόμοιο έργο και εσύ έκανες». Μετά από αυτά ο Άγιος οδηγήθηκε και πάλι ενώπιον του κριτού, ο οποίος του υποσχέθηκε ότι θα τον υιοθετήσει και θα του χαρίσει αμέτρητα πλούτη και δόξα, εάν αρνηθεί τον Χριστό.
Ο Άγιος και πάλι εξεδήλωσε την διάθεσή του να μαρτυρήσει και ομολόγησε τον Χριστό. Τότε ο κριτής, υποκύπτοντας στις πιέσεις του όχλου, παρέδωσε τον Μάρτυρας στο μαινόμενο πλήθος, το οποίο τον έδεσε και τον περιέφερε ανά τις οδούς της πόλεως. Έτσι, ο Άγιος Γεώργιος αναδείχθηκε Μάρτυρας της Πίστεως και υπέστη τον διά πυράς θάνατο, το έτος 1515 μ.Χ. στη Σόφια της Βουλγαρίας.