Ο νεομάρτυρας αυτός γεννήθηκε στα Σφακιά της Κρήτης, από γονείς ευσεβείς. Σε μικρή ηλικία αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους, με τη βία εξισλαμίστηκε και στη συνέχεια παρέμεινε στην υπηρεσία τους. Βρήκε όμως την ευκαιρία και δραπέτευσε από το σπίτι των κυρίων του, και πήγε στη Μύκονο, όπου εξομολογήθηκε και ζούσε με χριστιανοπρέπεια.
Εκεί παντρεύτηκε και απόκτησε έξι παιδιά. Επειδή όμως η σύζυγος του πρόδωσε την συζυγική της τιμή, μετακόμισε αυτός με τα έξι παιδιά του σε άλλο σπίτι χωρίς να τη διαπομπεύσει. Αλλ’ ο αδελφός της άπιστης συζύγου του, που υπηρετούσε στον Τούρκικο στόλο, κατάγγειλε τον Μανουήλ στον Τούρκο πλοίαρχο ότι, ενώ είχε γίνει μουσουλμάνος επανήλθε στη χριστιανική θρησκεία.
Όταν συνελήφθη από τον Τούρκο πλοίαρχο, ο Μανουήλ με θάρρος ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Μετά από πολλά βασανιστήρια, παραδόθηκε στον Τούρκο Ναύαρχο Κουτζούκ, που βρισκόταν στη Χίο. Αυτός τον ανέκρινε και εξέδωσε θανατική απόφαση. Οπότε οι υπηρέτες του Ναυάρχου, πήραν τον Μανουήλ και τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης, που ονομαζόταν Παλαιά Βρύση. Και ενώ ο μάρτυρας έσκυψε το κεφάλι του, ο δήμιος, που είχε ορισθεί να τον εκτελέσει, δείλιασε, πέταξε το σπαθί και απομακρύνθηκε. Τότε άρπαξε το σπαθί κάποιος υπαξιωματικός, ο οποίος αφού δεν μπόρεσε μετά από πολλά κτυπήματα στο λαιμό του μάρτυρα να τον αποκεφαλίσει, τον έριξε κάτω και τον έσφαξε με τον πιο φρικτό τρόπο σαν πρόβατο.
Όλα αυτά έγιναν στη Χίο, στις 15 Μαρτίου 1792 μ.Χ., ήμερα Δευτέρα και ώρα τέσσερις μ.μ. Το δε τίμιο λείψανο του, οι Τούρκοι, αφού το έδεσαν με ογκόλιθους το έριξαν στη θάλασσα. Χειρόγραφο μαρτύριο του Αγίου αυτού, βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Μονής Ξενοφώντος του Αγίου Όρους.