Ο άγιος Μύρων, καταγόταν από το Μεγάλο Κάστρο ( Ηράκλειο), της Κρήτης. Ο πατέρας του ονομαζόταν Δημήτριος και ήταν ευσεβής, τίμιος και ενάρετος άνθρωπος. Ο άγιος Μύρων ήταν σεμνός και αγαπούσε την παρθενία και την άσκηση.
Το επάγγελμά του ήταν ράπτης και για την ευσυνειδησία του οι Τούρκοι τον εσυκοφάντισαν, ότι δήθεν αποπλάνησε μία Τουρκοπούλα. Στο δικαστήριο ο άγιος απέδειξε τη συκοφαντία και όταν πιέσθηκε να αλλαξοπιστήσει, εκείνος με παρρησία ομολόγησε τη πίστη του. Για τον λόγο αυτό τον χτύπησαν ανηλεώς και τον έριξαν στην φυλακή.
Όταν τον έβγαλαν από αυτήν, τον οδήγησαν και πάλι ενώπιον του κριτού, όπου ο Άγιος επαναλάμβανε συνεχώς ότι ήθελε να πεθάνει ως Χριστιανός. Έτσι Ο Άγιος Μύρων ο Νεομάρτυρας από το Ηράκλειο Κρήτης καταδικάσθηκε στον δι’ αγχόνης θάνατο.
Λίγο πριν από το μαρτύριο ο Μάρτυρας Μύρων ζήτησε την άδεια από τους δήμιους και πλησίασε τον πατέρα του. Έπεσε στα πόδια του και του φίλησε το χέρι. Αφού έλαβε την ευχή του προσήλθε προ των δημίων και μετά από λίγο δέχθηκε το στέφανο του μαρτυρίου. Ήταν το έτος 1793 μ.Χ.Έτσι Ο Άγιος Μύρων έλαβε το αμάραντο στεφάνι της δόξης το 1793.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α’.
Ηρακλείου το άνθος το ευωδέστατον, ως ευσεβείας σε μύρον ύμνοις γεραίρομεν, νεομάρτυς του Χριστού Μύρων μακάριε. Συ γαρ νεότητος ακμήν υπερείδες ανδρικώς και ήθλησας στεροψ’υχως. Και νυν απαύστως δυσώπει, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.