Ο Όσιος Παύλος έζησε τον 10ο αιώνα μ.Χ. και ήταν υιός ευσεβών βυζαντινών αρχόντων, κατά τον βίο του «ύπατος των φιλοσόφων», που από νωρίς ασπάσθηκε την αρετή.
Ως επαίτης αναχωρεί από την Κωνσταντινούπολη κι έρχεται αγνώριστος στο αγιώνυμο Όρος. Κοντά στη σημερινή μονή του Ξηροποτάμου, της οποίας υπήρξε κτήτορας, έστησε την ασκητική του καλύβη, έχοντας για στρώμα τη γη και για προσκέφαλο μια πέτρα.
Η αρετή του τον έκανε θαυμαστό και οι άνθρωποι έρχονταν από παντού να τον γνωρίσουν. Στην πατρίδα του, όπου για λίγο επιστρέφει, γίνεται πηγή ωφέλειας μεγάλης.
Ο πόθος μεγαλύτερης ησυχίας τον απομακρύνει από τη μονή του Ξηροποτάμου και τον φέρνει στους πρόποδες του Άθω, όπου και αναγκάζεται από τους πολλούς μαθητές του να κτίσει νέα μονή, προς τιμή του Αγίου Γεωργίου, γνωστή σήμερα ως του Αγίου Παύλου.
Προγνώρισε το τέλος του πριν από αρκετό καιρό και ετοιμάσθηκε για την αναχώρηση διδάσκοντας τους μαθητές του: «έχετε, τέκνα και αδελφοί, την αγάπην, την ευχήν, την ταπείνωσιν και την υπακοήν διότι όποιος μοναχός δεν έχη αυτάς τας αρετάς, δεν πρέπει να λέγεται μοναχός, αλλά κοσμικός».
Κείμενα του Οσίου Παύλου, σώζονται στη Μονή Ξηροποτάμου, εκ των οποίων έξι Κανόνες στους Αγίους 40 μάρτυρες, κανόνας ιαμβικός στον τίμιο σταυρό και λόγος στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Νεώτερη ακολουθία συνέθεσε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.