Πρόκειται για τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο τον Α’, που διαδέχτηκε τον Ιωάννη τον Ε’ το έτος 674. Είχε κάνει προηγούμενα διάκονος και σκευοφύλακας. Πατριάρχευσε δύο χρόνια και τρεις μήνες. Δεν έχουμε πολλά βιογραφικά του στοιχεία. Βέβαιο είναι όμως, ότι διακρινόταν για το αυστηρά Ορθόδοξο φρόνημα του, τον ζήλο για την υπεράσπιση της Εκκλησίας κατά των κακοδόξων, των μονοθελητών, επίσης για τον άφιλοχρήματο και φιλόπτωχο χαρακτήρα του.
Ο Σ. Ευστρατιάδης όμως, έχει άλλη άποψη περί του Αγίου αυτού και εικάζει ότι πρόκειται περί του Αγίου Κωνσταντίνου Γ’ του Λειχούδη, γράφοντας περί αυτού τα έξης: «Ο Νικόδημος και κατ’ αυτόν και ο Γεδεών αποδέχονται ότι ούτος είναι ο Κωνσταντίνος Α’ ο πατριαρχεύσας από του 674-676 ο από διακόνου και σκευοφύλακος της μεγάλης εκκλησίας εις τον πατριαρχικόν θρόνον αναβάς εις διαδοχήν Ιωάννου του Ε’.
Αλλά εν τω Συναξαριστή Delehaye «μνήμη Κωνσταντίνου του νέου πατριάρχου Κωνσταντιπόλεως»· γίνεται λοιπόν διάκρισις μεταξύ παλαιοτέρου ομωνύμου πατριάρχου και νεωτέρου και ως τοιούτον θα δεχθώμεν Κωνσταντίνον τον Γ’ (ο Β’ ην εικονομάχος) τον Λειχούδην, Ιερατεύσαντα από του 1059-1063, τον άλλοτε πρωτοβεστιάριον και πρόεδρον της συγκλήτου, και είτα εύνούχον και μοναχόν, τον διαδεχθέντα Μιχαήλ τον Κηρουλλάριον.
Υπήρξεν ενάρετος και Ιδρυτής μονής της Θεοτόκου εν Κωνσταντινοπόλει, ως μαρτυρεί ο Ψελλός εν τω προς τον πατριάρχην επιταφίω αυτού λόγω (ιδ. Σάθα, Μεσαίων. Βιβλ. Δ’, σ. 445} και επομένως δικαιολογείται η μετά των οσίων κατάταξις αυτού».