Οι Άγιοι Μανουήλ, Σαβέλ και Ισμαήλ είχαν έλθει στην Κωνσταντινούπολη για κάποια αποστολή.
Κατά το διάστημα της εκεί παραμονής τους, συνέβη να δουν στη Χαλκηδόνα τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, που θυσίαζε στα είδωλα εν μέσω πομπής. Το θέαμα αυτό τους λύπησε πολύ και εξέφρασαν τη δυσαρέσκεια τους για το κράτος, που ο ηγέτης του γινόταν ένοχος τέτοιας ασέβειας. Κάποιοι καταδότες όμως, που τους άκουσαν, τους κατάγγειλαν στον Ιουλιανό. Αυτός διέταξε αμέσως οι τρεις Πέρσες ν’ αρνηθούν το Χριστό. Αλλά και αυτοί με τη σειρά τους αποκρίθηκαν, ότι τους εαυτούς τους προ πολλού είχαν αρνηθεί, και στον Ιησού που είχαν παραδομένη την ψυχή τους, είναι έτοιμοι να χύσουν γι’ Αυτόν το αίμα τους. Τότε άρχισε ο βασανισμός τους.
Διαπέρασαν τους αστραγάλους τους με μυτερό αντικείμενο, και έκαψαν τις μασχάλες τους με αναμμένες λαμπάδες. Κατόπιν τους αποκεφάλισαν.
Αλλά η θεία δίκη δεν άργησε να έλθει. Όταν μετά από λίγο ο Ιουλιανός εξεστράτευσε κατά των Περσών, σε κάποια μάχη, πληρώνοντας για τις αμαρτίες του, έπεσε νεκρός στο άνθος της ηλικίας του.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς ἐννεάριθμον, τοῦ Λόγου σύνταγμα, ἐχθρῶν τᾶς φάλαγγας, κατετροπώσαντο, Ἴσαυρος Φήλιξ σὺν αὐτοίς, Ἐρμείας καὶ Περεγρίνος, ἅμα Ἰννοκέντιος, Μανουὴλ καὶ Βασίλειος, Ἰσμαὴλ ὁ ἔνδοξος, καὶ Σαβὲλ ὁ μακάριος’ διὸ καὶ τὰ βραβεῖα τῆς νίκης, εὗρον ὡς Μάρτυρες Κυρίου.