Ο Άγιος Αγάπιος και οι συν αυτώ μάρτυρες, έζησαν και κέρδισαν τα αθάνατα βραβεία, κατά το διωγμό του Διοκλητιανού (284-304) εναντίον της Εκκλησίας.
Ο Αγάπιος ήταν από τη Γάζα της Παλαιστίνης, ο Τιμόλαος από τη Μαύρη Θάλασσα, οι δύο Διονύσιοι από την Τρίπολη της Φοινίκης, ο Ρωμύλος -υποδιάκονος- από τη Λύδδα ή Διόσπολη, ο Πλήσιος και οι δύο Αλέξανδροι από την Αίγυπτο. Κατηγορήθηκαν ότι είναι χριστιανοί και οδηγήθηκαν μπροστά στον έπαρχο της Καισαρείας Ουρβανό, όπου με παρρησία ομολόγησαν το Χριστό. Μάταιες απόπειρες έκανε εκείνος για να τους δελεάσει ή και να τους εκφοβίσει. Διότι στο μυαλό όλων επικρατούσε ο λόγος του Θεού: «Τον φόβον αυτών μη φοβηθήτε μηδέ ταραχθήτε» (Α’επιστολή Πέτρου, γ’ 14). Δηλαδή, μη φοβηθείτε το φόβο με τον οποίο ζητούν οι άπιστοι να σας πτοήσουν και μη ταραχθείτε καθόλου απ’ αυτόν. Πέθαναν όλοι μαρτυρικά με αποκεφαλισμό, δίνοντας σ’ όλους τους αγωνιστές χριστιανούς μήνυμα θάρρους και ελπίδας.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀγάπη τοῦ Κτίσαντος, πεπυρσευμένος τὸν νοῦν, χορείαν συνήθροισας, πανευκλεῶν Ἀθλητῶν, Ἀγάπιε ἔνδοξε, ὅθεν σὺν τούτοις Μάρτυς, ἀριστεύσας νομίμως, ξίφει τὸν σὸν αὐχένα, σὺν αὐτοὶς ἀπετμήθης, μεθ’ ὧν ἐκδυσώπει, δοῦναι ἠμὶν ἄφεσιν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Τούς Μάρτυρας Χριστοῦ ἱκετεύσωμεν πάντες, αὐτοί γάρ τήν ἡμῶν σωτηρίαν αἰτοῦνται, καί πόθω προσέλθωμεν πρός αὐτούς μετά πίστεως, οὗτοι βρύουσι τῶν ἰαμάτων τήν χάριν, οὗτοι φάλαγγας ἀποσοβουσι δαιμόνων, ὡς φύλακες τῆς πίστεως.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὡς ἀγαπήσας Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν, τῶν ἐπιγείων ἁπάντων ἠλόγησε, Μαρτύρων χορός ὁ ὀκτάριθμος, καὶ κεφαλάς ἐκτεμνομένοι ἔκραζον· προσδέχου Οἰκτίρμον τοὺς δούλους σου.