Έτσι προφήτευσε ο προφήτης Ησαΐας για τον Πρόδρομο του Κυρίου, Ιωάννη: «Φωνὴ βοῶντος ἐν τὴ ἐρήμω, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τᾶς τρίβους αὐτοῦ». (Ησαΐας μ’, 3). Δηλαδή, φωνή ανθρώπου, που φωνάζει στην έρημο και λέει: «Ετοιμάστε το δρόμο, απ’ όπου θα έλθει ο Κύριος σε σας. Κάνετε ίσιους και ομαλούς τους δρόμους, από τους οποίους θα περάσει». Ξεριζώστε, δηλαδή, από τις ψυχές σας τα αγκάθια των αμαρτωλών παθών και ρίξτε μακριά τα λιθάρια του εγωισμού και της πώρωσης και καθαρίστε με μετάνοια το εσωτερικό σας, για να δεχθεί τον Κύριο. Η φωνή αυτή, που ήταν ο Ιωάννης, γεννήθηκε με θαυμαστό τρόπο. Ο Πατέρας του Ζαχαρίας ήταν Ιερέας. Την ώρα του θυμιάματος μέσα στο θυσιαστήριο, είδε άγγελο Κυρίου, που του ανήγγειλε, ότι θα αποκτούσε γιο και θα ονομαζόταν Ιωάννης. Ο Ζαχαρίας σκίρτησε από χαρά, αλλά δυσπίστησε. Η γυναίκα του ήταν στείρα και γριά, πώς θα γινόταν αυτό που άκουγε; Τότε ο άγγελος του είπε ότι για να τιμωρηθεί η δυσπιστία του, μέχρι να πραγματοποιηθεί η βουλή του Θεού, αυτός θα έμενε κωφάλαλος. Πράγματι, η Ελισάβετ συνέλαβε, και μετά εννιά μήνες έκανε γιο. Μετά οκτώ ήμερες, στην περιτομή του παιδιού, οι συγγενείς θέλησαν να του δώσουν το όνομα του πατέρα του, Ζαχαρία. Όμως, ο Ζαχαρίας, έγραψε επάνω σε πινακίδιο το όνομα Ιωάννης. Αμέσως δε, λύθηκε η γλώσσα του, και η χαρά για όλους ήταν μεγάλη.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἡ πρώην οὐ τίκτουσα, στεῖρα εὐφράνθητι, ἰδοὺ γὰρ συνέλαβες, Ἡλίου λύχνον σαφῶς, φωτίζειν τὸν μέλλοντα, πᾶσαν τὴν οἰκουμένην, ἀβλεψίαν νοσοῦσαν, χόρευε Ζαχαρία, ἐκβοῶν παρῥησίᾳ· Προφήτης τοῦ Ὑψίστου ἐστίν, ὁ μέλλων τίκτεσθαι.
Κοντάκιον
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικὸς
Εὐφραίνεται λαμπρῶς, Ζαχαρίας ὁ μέγας καὶ ἡ πανευκλεής, Ἐλισάβετ ἡ σύζυξ, ἀξίως συλλαμβάνουσα, Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, ὃν Ἀρχάγγελος εὐηγγελίσατο χαίρων, καὶ οἱ ἄνθρωποι, ἀξιοχρέως τιμῶμεν, ὡς μύστην τῆς χάριτος.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐλισάβετ στειρώσεως ἠλευθέρωται, ἡ Παρθένος δὲ πάλιν Παρθένος ἔμεινεν, ὅτε φωνῇ τοῦ Γαβριήλ, γαστρὶ συνέλαβεν, ἀλλ’ ἐν νηδύϊ προσκιρτᾷ τὸν ἐν γαστρὶ παρθενικῇ, Θεὸν προγνοὺς καὶ Δεσπότην, ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν σαρκούμενον.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Θυμιῶντι ἐν ναῷ, τῷ Ζαχαρίᾳ Ἱερεῖ, Γαβριὴλ ἐξ οὐρανοῦ, ἐπέστη λέγων πρὸς αὐτον· Ὅτι ἐν γήρᾳ σου ἕξεις καρπὸν εὐκλεῆ. Καὶ στείρωσις ἡ πρίν, τῆς Ἐλισάβετ νυνί, λυθήσεται εὐθύς, καὶ ἀκαρπία γονῆς, καὶ συλλαβοῦσα τέξεται τὸν κήρυκα, τοῦ Ἰησοῦ τε καὶ Πρόδρομον. Αὐτῶν πρεσβείαις, Σωτὴρ τοῦ κόσμου, σῶσον τάς ψυχὰς ἡμῶν.
Ὁ Οἶκος
Τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον ἀναπτύξωμεν, ὁ Λουκᾶς ἡμῖν ἔγραψεν ὁ Ἱερὸς καὶ θαυμάσιος, καὶ τὴν τοῦ Προδρόμου θεασώμεθα σύλληψιν, τὴν φαιδρὰν καὶ ἐπίσημον· φησὶ γάρ, ὡς εἰσῆλθεν ὁ πρεσβύτης καὶ δίκαιος Ζαχαρίας, εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τοῦ θυμιᾶσαι, τῷ τῆς ἐφημερίας καιρῷ, ἐπέστη αὐτῷ Γαβριήλ, εὐαγγελιζόμενος καὶ λέγων· Ἕξεις Ἱεράρχα υἱὸν ἐν τῷ γήρᾳ, Προφήτην τε καὶ Πρόδρομον, φωνήν τε καὶ κήρυκα, καὶ λύχνον ἀείφωτον, τὸν μύστην τῆς χάριτος.