Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, με επιστολή του τοποθετείται επί του θέματος, ενώ παράλληλα τονίζει ότι σε περίπτωση σχίσματος, «ο Θεός να μην το επιτρέψη!», η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας θα παραμείνει σταθερή σε αγάπη αληθινή με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Συγκεκριμένα αναφέρει:
«Πρόσφατα δημοσιεύθηκε (26.3.2019) η είδηση ότι: «Στην κατηγορία των κειμένων Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας εντάχθηκε η ιταλική μετάφραση του Πατριαρχικού Γράμματος της 9.3.2019».
Κατόπιν τούτου δημοσιοποιείται η σχετική απάντηση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας (21.3.2019).
Η εκτενής «διδαχή» των πρώτων σελίδων του ως άνω Πατριαρχικού Γράμματος δεν αφορούσε στο ελάχιστο στην απορία που διατυπώθηκε στο πρώτο απαντητικό Γράμμα της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας (14.1.2019).
Γι’ αυτό στη δεύτερη απάντηση δεν υπήρξε καμιά αναφορά σε αυτήν. Το συγκεκριμένο κείμενο δίνει την εντύπωση Εγκυκλίου προς πολλαπλούς αποδέκτες˙ και ήδη έχει προκαλέσει ανάλογες συζητήσεις.
Παναγιώτατε και Θειότατε Αρχιεπίσκοπε Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικέ Πατριάρχα, εν Χριστώ τω Θεώ λίαν αγαπητέ και περιπόθητε αδελφέ και συλλειτουργέ της ημών Ταπεινότητος, Κύριε Βαρθολομαίε, την Υμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα εν Κυρίω κατασπαζόμενοι, υπερήδιστα προσαγορεύομεν.
Mετά πολλού ενδιαφέροντος αναμείναντες την απάντησιν της Υμετέρας Σεπτής Κορυφής, προς υπέρβασιν του προβληματισμού της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, ως προς τον Προκαθήμενον της νέας Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ουκρανίας, ελάβομεν το από 20ής Φεβρουαρίου 2019 Γράμμα Αυτής και διεξοδικώς εμελετήσαμεν εν τη συνεδρία της Ιεράς ημών Συνόδου (7 Μαρτίου ε.ε.) τα εν αυτώ διαλαμβανόμενα, επί των οποίων λόγω της κρισιμότητος του θέματος, οφείλομεν να δώσωμεν, μετ’ ειλικρινούς πάντοτε σεβασμού, ωρισμένας εξηγήσεις και διασαφήσεις.
1. Εις το ημέτερον Γράμμα της 14ης Ιανουαρίου ε.ε. ουδεμία υπήρξεν αμφισβήτησις περί της ευθύνης και του δικαιώματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου να απονέμη Αυτοκεφαλίαν, οσάκις αι συνθήκαι το επιβάλλουν.
Διερωτήθημεν κυρίως περί της διαδικασίας και ιδιαιτέρως περί ενός θεμελιώδους σημασίας διά την Ορθόδοξον εκκλησιολογίαν ζητήματος.
Τα γραφόμενα εις τας πρώτας σελίδας του Υμετέρου απαντητικού Γράμματος προφανώς δεν αφορούν εις την διατυπωθείσαν ημετέραν απορίαν. Διά τούτο ουδόλως θα αναφερθώμεν ώδε εις αυτά. Περιωρίσθημεν, απλώς, άνευ οιουδήποτε επηρεασμού υπό επιχειρηματολογίας άλλων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, να επισημάνωμεν τρία μόνον θέματα άμεσον σχέσιν έχοντα προς την αγιοπνευματικήν παραδόσιν και συνείδησιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας: α) την Θείαν Ευχαριστίαν, β) την Αποστολικήν Διαδοχήν και γ) την Συνοδικότητα.
Η ανησυχία ημών επεκεντρώθη όλως ιδιαιτέρως εις το καίριον θέμα της χειροτονίας των επισκόπων, της αποστολικής διαδοχής. Διό υπεγραμμίσθη προπαντός ο δόλιος ρόλος του αυτοκαλουμένου «Επιτίμου Πατριάρχου Κιέβου και πάσης Ρως-Ουκρανίας» κ. Φιλαρέτου και διετυπώθησαν θεολογικαί επιφυλάξεις, ως προς την αγιοπνευματικήν εγκυρότητα των υπ’ αυτού τελεσθεισών χειροτονιών, δοθέντος ότι η θεία Χάρις δεν επενεργεί, όταν ο τελετουργός είναι καθηρημένος, αφωρισμένος και αναθεματισμένος˙ και ότι ο κανονικώς χειροτονών Επίσκοπος δεν ενεργεί εξ ιδίας δυνάμεως, αλλ’ εξ ονόματος της Εκκλησίας, μοναδικού φορέως της χάριτος του Θεού. Διερωτώμεθα κατά πόσον η επαναφορά του κ. Φιλαρέτου εις την κανονικήν τάξιν καθιστά αυτομάτως εγκύρους τας τελεσθείσας υπ’ αυτού χειροτονίας.
2. Η συσχέτισις και αναλογία του Ουκρανικού ζητήματος προς το Μελιτιανόν Σχίσμα του 4ου αιώνος, περί του οποίου γίνεται εκτενής αναφορά εν τω Υμετέρω Γράμματι, δεν έλυσεν τας απορίας ημών. Αντιθέτως η προσεκτική μελέτη αυτού οδηγεί εις διαφορετικά συμπεράσματα: Συμφώνως προς την Πραγματείαν του αειμνήστου Μητροπολίτου Αγχιάλου και μετέπειτα Σμύρνης κυρού Βασιλείου, την αποσταλείσαν ημίν εσωκλείστως, εις το παράρτημα «Περί του Σχίσματος των Μελιτιανών πλατύτερον» καταγράφονται τα εξής: «Η διόρθωσις εγένετο διά παραδοχής του μεν Μελιτίου μόνον εν τη επισκοπική τιμή άνευ του λειτουργείν, των δε υπ’ αυτού, καίπερ καθηρημένου, χειροτονηθέντων επισκόπων τε και πρεσβυτέρων και διακόνων μετά της αυτής συνθήκης και κατά τον αυτόν τρόπον, όπως διά του ογδόου κανόνος διετάξετο περί παραδοχής των Καθαρών είτε Νοβατιανών, τουτέστιν δι’ απλής χειροθεσίας μετ’ ευχής βεβαιωθέντων εκάστων εν τοις οικείοις ιερατικοίς βαθμοίς». Η τελευταία επεξηγηματική φράσις παρελήφθη εις το Υμέτερον Γράμμα.
Πράγματι, σχετικώς προς την διαδικασίαν της διορθώσεως του Σχίσματος ο Μ. Αθανάσιος διευκρίνίσεν: «έδοξεν…τους δε υπ’ αυτού κατασταθέντας μυστικωτέρα χειροτονία βεβαιωθέντας κοινωνηθήναι επί τούτοις, εφ’ ώτε έχειν μεν αυτούς την τιμήν και λειτουργείν, δευτέρους δε είναι εξάπαντος πάντων των εν εκάστη παροικία»(1). Ο Μητροπολίτης Βασίλειος επέλεξεν την εκδοχήν, όπως προανεφέρθη, ότι έγιναν αποδεκτοί εις κοινωνίαν δι’ απλής χειροθεσίας μετ’ ευχής. Επ’ αυτού ο εμβριθής ιστορικός αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος συνοψίζει: «Η Σύνοδος επελήφθη και του ζητήματος του Μελιτίου Λυκοπόλεως (Καν. 4). Εις τον Μελίτιον επετράπη να μένηεν Λυκοπόλει και να έχη την τιμήν του Επισκόπου, άνευ του δικαιώματος του διοικείν την Επισκοπήν Λυκοπόλεως και του χειροτονείν.
Ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος απήτησε παρ’ αυτού (του Μελιτίου) βρεβίον (κατάλογον) των υπ’ αυτού χειροτονηθέντων Επισκόπων ανερχομένων εις 29. Τούτους δε η Σύνοδος φιλανθρωπευομένη ανεγνώρισεν εν τω αξιώματι αυτών διά νέας επιθέσεως των χειρών, «μυστικωτέρα χειροτονία βεβαιωθέντας», υπό τον όρον όπως διατελώσι δεύτεροι μετά τους κανονικούς Επισκόπους, υπόκεινται τω Αρχιεπισκόπω Αλεξανδρείας, μη μετέχωσι δε της εκλογής Επισκόπων. Ηδύναντο δε ούτοι να εκλέγωνται εις κενουμένας θέσεις Επισκόπων. Μόνος ο Μελίτιος δεν ηδύνατο να εκλεγή»(2).
Συνεπώς, η διόρθωσις του Σχίσματος των Μελιτιανών και η κατ’ οικονομίαν ένταξις των ακύρως υπό του Μελιτίου χειροτονηθέντων περιελάμβανεν τας εξής φάσεις: α) μετάνοιαν, β) επίθεσιν χειρός υπό κανονικού Έπισκόπου – του ελαχίστου αναγκαίου διά την επισφράγισιν της Αποστολικής Διαδοχής, γ) ευχήν και δ) τελικώς την ειρήνευσιν. Πρόκειται περί αρχής ισχυούσης δι’ απάσας τας περιπτώσεις επανεντάξεως σχισματικών εις την Ορθοδοξον Εκκλησίαν και καθορίζουσαν ενδιαφέρουσαν διέξοδον εις το υφιστάμενον πρόβλημα.
Μολονότι η περίπτωσις του κ. Φιλαρέτου ομοιάζει εκπληκτικώς προς την αντίστοιχον του Μελιτίου, επιστρέψαντος μόνον «εν ψιλή επισκοπική τιμή»(3), άνευ ουδεμιάς εκκλησιαστικής εξουσίας ή αυθεντίας», η επιδεικνυομένη προς αυτόν ανοχή παραμένει ανεξήγητος. Ο κ. Φιλάρετος επανεντάχθη εν τη κανονική Εκκλησία (άγνωστον εάν υπέβαλε αίτησιν μετανοίας) και αι προηγηθείσαι ανυπόστατοι εκκλησιαστικαί πράξεις αυτού επεκυρώθησαν συλλήβδην διά συνοδικής μόνον πράξεως. Ούτος επανειλημμένως δημοσίως καυχάται ότι «ήτο, είναι και θα είναι ο Πατριάρχης Κιέβου και πάσης Ρως-Ουκρανίας», εξακολουθεί να φέρη το ιδιάζον ρωσικόν πατριαρχικόν επανωκαλύμμαυχον συμπεριφερόμενος ως Πατριάρχης.
Παρέμεινεν ο κύριος ρυθμιστής εις την κληθείσαν Ενωτικήν Σύνοδον, την εκλέξασαν τον υπ’ αυτού ακύρως «χειροτονηθέντα» κ. Επιφάνιον, είναι σήμερον μόνιμον μέλος της Συνόδου και διακηρύσσει ότι είναι ο Ποιμενάρχης όλων των ενοριών του Κιέβου. Τα γεγονότα αυτά προφανώς δεν είναι άγνωστα ούτε άνευ εκκλησιαστικής σημασίας.
Εν κατακλείδι, είναι αναμφισβήτητον ότι το Μελιτιανόν Σχίσμα δεν εθεραπεύθη δι’ αποφάσεως του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, εις την δικαιοδοσίαν του οποίου ανήκεν ο Μελίτιος ως Επίσκοπος Λυκοπόλεως Αιγύπτου, αλλά δι’ αποφάσεως της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.
3. Η περίπτωσις εξάλλου τoυ Ουκρανικού ζητήματος ουδεμίαν αναλογίαν έχει προς την ROCOR (Russian Orthodox Church Outside Russia). Αύτη αναφέρεται εις αποκοπήν των Ρώσων της Διασποράς εκ της Εκκλησίας της Ρωσίας, τελούσης υπό Σοβιετικήν επιτήρησιν. Δεν υπήρξαν αφορισμοί ούτε αναθεματισμοί και η αποστολική διαδοχή δεν ημφισβητήθη. Ότε κατέρρευσεν το αθειστικόν καθεστώς, επήλθεν η επανένωσις. Είναι δε αξιοσημείωτον ότι η διόρθωσις της διασπάσεως, συνετελέσθη δι’ειδικής ιεροτελεστίας και ευχής επανεντάξεως εντός του Ιερού Ναού Σωτήρος.
Όσον διά το Βουλγαρικόν Σχίσμα ουδεμία σχέσις ή αναλογία υφίσταται προς το Ουκρανικόν ζήτημα. Το τελευταίον αφορά εις εσωτερικόν ρήγμα μιας τοπικής Εκκλησίας, ενώ το Βουλγαρικόν εις μίαν μακροχρόνιον αποχώρησιν ολοκλήρου λαού από το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και ολόκληρον την Ορθοδοξίαν. Η διόρθωσίς του ήρχισεν κατά την Πανορθόδοξον Επιτροπήν την συνελθούσαν διά την προετοιμασίαν της Πανορθοδόξου Προσυνόδου εν τη Μονή του Βατοπεδίου του Αγίου Όρους (Ιούνιος 1930). Βασικός όρος, ο οποίος ετέθη και τελικώς ετηρήθη, ήτο η αίτησις συγγνώμης εκ μέρους της Βουλγαρικής Εκκλησίας. Τελικώς δε κατόπιν μακροχρονίων πολυπλόκων διαβουλεύσεων το Σχίσμα ελύθη το 1945, με αποτέλεσμα την ειρήνευσιν της Πανορθοδόξου Οικουμένης.
4. Ανεπιφυλάκτως συμμεριζόμεθα την μέριμναν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προκειμένου να παρασχεθή μία δυνατότης εις τους εν Ουκρανία πιστούς, θύματα εσωτερικού μακροχρονίου διχασμού, να επανέλθουν εις τους κόλπους της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Είναι όμως προφανές ότι η επιδιωχθείσα ειρήνευσις δεν έχει επιτευχθή, εφ’ όσον ενενήντα Αρχιερείς και άνω των δώδεκα χιλιάδων ενοριών δεν ευρίσκονται εν κοινωνία μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Συγχρόνως μάλιστα είναι ορατός ο κίνδυνος διασπάσεως της ανά την Οικουμένην Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ως προς τον ιδιότυπον επιτιμητικόν τόνον του συγκεκριμένου Γράμματος και τους υπαινιγμούς περί επιδράσεως ημών εξ άλλων Εκκλησιών, υποχρεούμεθα να υπενθυμίσωμεν ότι την αδελφικήν ημών αφοσίωσιν έχομεν εμπράκτως αποδείξει επί δεκαετίας, όλως δε ιδιαιτέρως κατά τας Συνάξεις των Προκαθημένων και εις την εν Κρήτη Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον των Ορθοδόξων Εκκλησιών, συντονιζόμενοι προς τας εκάστοτε πρωτοβουλίας της Υμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος. Κατά καιρούς δε ηρθρώσαμεν ευθαρσώς τας απόψεις ημών, έστω και συγκρουόμενοι με αγαπητούς αδελφούς άλλων Εκκλησιών. Τούτο πάντοτε χάριν της συνοχής και της προσηκούσης μαρτυρίας της Ορθοδοξίας. Πρόσφατον τεκμήριον ανεπηρεάστου γνώμης και ανεξαρτήτου στάσεως αι αποσταλείσαι επιστολαί προς τον Μακαριώτατον Πατριάρχην Μόσχας και πάσης Ρωσίας κ. Κύριλλον (10 Οκτωβρίου και 7 Νοεμβρίου 2018).
Τον βαθύτατον σεβασμόν και την πηγαίαν ευχαριστίαν προς τον Οικουμενικόν Θρόνον, διά τας ενεργείας υπέρ της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, εκφράζομεν διαρκώς εμπράκτως επί τρεις δεκαετίας. Πεποίθαμεν, όμως, ότι η γνησία ευγνωμοσύνη δεν συνεπάγεται κατάργησιν της κριτικής θεολογικής σκέψεως και της εκκλησιαστικής εμπειρίας ή απεμπόλησιν της ελευθερίας της συνειδήσεως. Αντιθέτως σημαίνει ηυξημένον χρέος να διατυπώνωνται πάντοτε μετά σαφηνείας και αγαπώσης παρρησίας αι εκάστοτε εκτιμήσεις.
Η ανταπόδοσις της τιμής εγένετο δι’ έργων. Απεδέχθημεν μίαν ανυπολογίστων δυσκολιών πρόσκλησιν εις Αλβανίαν, αφέντες δύο ιδιαιτέρως προσφιλείς τομείς διακονίας: την Αφρικήν και την θρησκειολογικήν έρευναν και συγγραφήν. Η εξόχως απαιτητική και αβεβαία αποστολή, η ανατεθείσα εις ημάς υπό της Μητρός Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, προς ανασυγκρότησιν εκ των ερειπίων της πλήρως διαλυθείσης Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, συνετελέσθη χάριτι Θεού εν θυσιαστικώ φρονήματι, εν στερήσεσιν, εν ασθενείαις, εν κονδύνοις και διωγμοίς.
Ως προς το Ουκρανικόν ζήτημα, θα ήτο ασφαλεστέρα η επιλογή ψευδούς συνέσεως, ώστε να αποφύγωμεν τα αιχμηρά σχόλια, τας υβριστικάς προσωπικάς ανυποστάτους κατηγορίας ανευθύνων προσώπων. Όμως ημείς πιστεύομεν ότι ο Πρώτος της Ορθοδοξίας αγαπά και έχει ανάγκην την άπλετον αλήθειαν, ιδία εις περιπτώσεις κρισιμωτάτων Πανορθοδόξων προβλημάτων. Διά τούτο επανήλθομεν επισημαίνοντες την ιστορικήν ακρίβειαν των γεγονότων.
5. Η αγωνία ημών, Παναγιώτατε, παραμένει η διαφύλαξις της Ορθοδόξου ενότητoς, αποτελούσης αναντικατάστατον προϋπόθεσιν διά την ανά τον κόσμον Ορθόδοξον μαρτυρίαν. Οι τριγμοί εις τας Επισκοπικάς Συνελεύσεις της Διασποράς και εις τους διαχριστιανικούς πολυμερείς και διμερείς διαλόγους είναι ήδη αισθητοί.
Σταθερά πεποίθησις της κατ’ Αλβανίαν Εκκλησίας, όπως και πολλών άλλων, είναι ότι κατά την παρούσαν ιστορικήν στιγμήν, προς θεραπείαν των επωδύνων τραυμάτων και δη του επαπειλουμένου Σχίσματος, καθίσταται αναγκαία Πανορθόδοξός τις Διαβούλευσις, αποσκοπούσα κατ’ αρχάς εις την πνευματικήν στήριξιν απάντων των εν Ουκρανία Ορθοδόξων πιστών και προπαντός εις την διασφάλισιν της Ορθοδόξου συνοχής. Και προδήλως είμεθα έτοιμοι να συμβάλλωμεν κατά δημιουργικόν τρόπον εις την δυσχερεστάτην κρίσιμον αυτήν προσπάθειαν.
Αι υφιστάμεναι διαφορετικαί αντιλήψεις δεν αντιμετωπίζονται διά της παρατάσεως μονολόγων, δηλώσεων, αλληλογραφίας, διά της αναμείξεως ανευθύνων προσώπων, παραπλανητικών σχολιασμών, ασυναρτήτων δημοσιευμάτων εις τα Μέσα Κοινωνικής Δικτυώσεως. Αι κρίσεις υπερβαίνονται, συμφώνως προς την Ορθόδοξον Παράδοσιν, διά της Συνοδικότητος, ήτις σημαίνει συνέλευσιν επί τω αυτώ και εν προσευχή διάσκεψιν των υπευθύνων εκπροσώπων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Τότε, επενεργούσης της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, η Σύνοδος αύτη δύναται φιλανθρωπευομένη να αναζητήση πρωτοτύπους λύσεις επιεικείας, συγγνώμης και καταλλαγής και να λάβη τολμηράς αποφάσεις κοινώς αποδεκτάς, αποσκοπούσας εις την ειρήνευσιν, την ενότητα και την πνευματικήν οικοδομήν των ανά την Οικουμένην Ορθοδόξων πιστών. Και το προνόμιον της συγκλήσεως Πανορθοδόξου Διαβουλεύσεως ανήκει αδιαμφισβητήτως εις τον Οικουμενικόν Πατριάρχην.
Διά της παρακλήσεως αυτής περατούται η αναφορά ημών επί της διαδικασίας του Ουκρανικού ζητήματος. Προς αποτροπήν πάντως οιασδήποτε παρανοήσεως, διευκρινίζομεν ότι, εις περίπτωσιν τραγικής καταλήξεως εις Σχίσμα (ο Θεός να μην το επιτρέψη!), η κατ’ Αλβανίαν Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία θα παραμένη σταθερώς εν αληθευούση αγάπη μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Διάγοντες την κατανυκτικήν περίοδον της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ολοψύχως δεόμεθα όπως ο εν Τριάδι Θεός χαρίζηται ακλόνητον υγείαν και αγιοπνευματικήν δύναμιν εις την Υμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα, επαναλαμβάνοντες την προσφιλή εις Αυτήν, και εις ημάς, αποστολικήν δοξαστικήν βεβαιότητα: «Τω δε δυναμένω υπέρ πάντα ποιήσαι υπερεκπερισσού ων αιτούμεθα η νοούμεν, κατά την δύναμιν την ενεργουμένην εν ημίν, αυτώ η δόξα εν τη εκκλησία εν Χριστώ Ιησού εις πάσας τας γενεάς του αιώνος των αιώνων· αμήν.» (Εφ. 3:20-21). Επί δε τούτοις, ασπαζόμενοι Υμάς φιλήματι αγίω, διατελούμεν μετά πάσης τιμής και αδελφικής αγάπης εν Χριστώ, «δι’ ον τα πάντα και δι’ ου τα πάντα» (Εβρ. 2:10).
Εν Τιράνοις, 21 Μαρτίου 2019
Της Υμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος,
+ Αναστάσιος
Αρχιεπίσκοπος Tιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας»
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ