Διχάζει η «Αυτοκεφαλία» – Η Επιστολή Ουκρανών Επισκόπων στον Οικουμενικό Πατριάρχη
Τον ασκό του Αιόλου έχει ανοίξει η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να εκχωρήσει Αυτοκεφαλία στην Εκκλησία της Ουκρανίας, με το κλίμα στην Ουκρανία να είναι ιδιαίτερα βαρύ μετά και την Ενωτική Σύνοδο του περασμένου Σαββάτου.
Στην ανακήρυξη του Μητροπολίτη Επιφάνιου ως νέου Προκαθήμμενου της Αυτοκέφαλης Ουκρανικής Εκκλησίας, το Πατριαρχείο Μόσχας έσπευσε να «απαντήσει» με το αιχμηρό «Καμία άλλη Αυτοκέφαλη Εκκλησία δεν αναγνωρίζει τη «νέα Εκκλησία» που προέκυψε».
Η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία του Πατριαρχείου Μόσχας δεν αναγνωρίζει τις αποφάσεις που πάρθηκαν, ενώ επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο λειτουργεί εκτός δικαιοδοσίας στην Ουκρανία.
Την ίδια ώρα μετρά τις απώλεις δύο Επισκόπων, των Μητροπολιτών Βίνιτσα Συμεών και Περεγιασλάβ Αλέξανδρου, οι οποίοι έδωσαν το ηχηρό παρών στην Ενωτική Σύνοδο και από χθες έχουν καθαιρεθεί από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Πριν από τη σύνοδο του Σαββάτου στο Κίεβο, ο Μητροπολίτης Περεγιασλάβ είχε απαντήσει θετικά στην πρόσκληση που έλαβε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και αντιλαμβανόμενος πως θα τεθεί εκτός της Εκκλησίας της Ουκρανίας (Πατριαρχείο Μόσχας) έθεσε τον εαυτόν του υπό την κηδεμονία του Οικουμενικού Πατριάρχη, που απάντησε θετικά στο αίτημα αυτό.
Ακολουθεί η επιστολή που είχε στείλει ο Περεγιασλάβ Αλέξανδρος:
«Λαβόντες μετά πολλής συγκινήσεως την ήδη προς ημάς απευθυνθείσαν Υμετέραν Πατριαρχικήν πρόσκλησιν διά συμμετοχήν εις την μέλλουσαν συγκληθήναι τη 15η Δεκεμβρίου ε.ε. Ενωτικήν καλουμένην Σύνοδον επί τω τέλει της αναδείξεως Προκαθημένου εις την Υμετέρα Πατρική προνοία και Ιεροκανονική ευθύνη συγκροτηθησομένην Ορθόδοξον Εκκλησίαν εν Ουκρανία υπό το σχήμα της ουτωσί καλουμένης Αυτοκεφαλίας, προσερχόμεθα υιικώς και εν αρχιερατική συνειδήσει τη Υμετέρα Θειοτάτη Παναγιότητι, ως τω κανονικώ Πρωθιεράρχη ημών τυγχάνοντι μετά την πρότριτα και από 11ης παρελθόντος μηνός Οκτωβρίου γενομένην ανάκλησιν του Γράμματος Εκδόσεως του αοιδίμου Προκατόχου Υμών Διονυσίου Δ΄, και θέτομεν ημάς αυτούς υπό την αρραγή προστασίαν και στοργικήν κηδεμονίαν της Υμετέρας υψηλής Πατριαρχικής περιωπής.
Ούτω πράττοντες, ουδόλως αισθανόμεθα ότι αφιστάμεθα των κατά την αρχιερατικήν χειροτονίαν ημών ομολογιών, διότι φορεύς, γνώμων και μέτρον της κανονικότητος διά πάσαν Εκκλησίαν, και μάλιστα διά τας νεωτέρας Τοπικάς, τυγχάνει η άρρηκτος κοινωνία αυτών μετά της μαρτυρικώς παρασχούσης αυταίς το καθεστώς εσωτερικής αυτοτελούς ανεξαρτησίας, ήτοι του καθ΄Υμάς Αγιωτάτου, Αποστολικού και Πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου. Της τοιαύτης σχέσεως διαρραγείσης μετά την πρόσφατον απόφασιν της Εκκλησίας Μόσχας, ημείς ταπεινώς και εν φόβω Θεού επελέξαμεν το ζην μετ΄Αληθείας και πορεύεσθαι επί ταίς τρίβοις αυτής ή το σιωπάν μετ΄ιδιοτελείας, ειδότες εκ πολλών και βεβαίων πόθεν και εκ ποίας πηγής ελάβομεν Πνεύμα Θεού και εκ ποίου φρέατος, πίνοντες, ου μη διψήσωμεν εις τον αιώνα.
Τούτο δε καθ΄ότι έγνωμεν εκ των Θείων και Ιερών Κανόνων και εκ της καθηγιασμένης πράξεως της Εκκλησίας διαχρονικώς ότι τω Κωνσταντινουπόλεως εδόθη υπό των Πατέρων η μέριμνα πασών των Εκκλησιών, ως και η αμετάκλητος κρίσις των Επισκόπων της Οικουμένης.
Εκ προοιμίου δε και προς αποφυγήν περαιτέρω επιπλοκών αναγόμεθα ενώπιον Υμών δίκην εκκλήτου προσφυγής, παρακαλούμεν θερμώς διά την αρμοδίως υφ΄Υμών αποκατάστασιν πάσης επιβλαβούς περί τα καθ΄ημάς εξελίξεως και διατελούμεν μετ΄ευγνωμοσύνης και απείρου αφοσιώσεως».