Διχως πνευματικότητα
Η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία μάλλον δεν είχε ποτέ αγαθές σχέσεις με το κράτος. Το κράτος πάντοτε την υποψιαζόταν, τη φοβόταν, τη ζήλευε. Ήθελε να κυριαρχεί, να την κατευθύνει και να το χειροκροτεί για τις αποφάσεις του. Η Εκκλησία είχε πλήρη εξάρτηση από το κράτος και είχε τοποθετήσει ανθρώπους δικούς του, για να την επηρεάζουν και να πληροφορούνται τις όποιες κινήσεις. Στα μέσα του 19ου αιώνος ο εναγκαλισμός του κράτους ήταν σφιχτός, ορισμένες φορές και ασφυκτικός.
Συν τω χρόνω, ορισμένα πράγματα κάμφθηκαν. Η κεντρική όμως κρατική εξουσία, δυστυχώς μέχρι σήμερα, συνεχίζει να της φέρεται ως μητριά και όχι ως μητέρα.
Αρκετοί έχουν γράψει αρκετά, περί του συστήματος «της νόμω κρατούσης πολιτείας» και της δυσπραγίας των σχέσεών τους. Υπάρχουν βέβαια, εκατέρωθεν παρεμβάσεις. Η ελεύθερη και ζώσα Εκκλησία δεν έχει ακόμη αφεθεί να επικρατήσει. Φωνές ηρωικών ιεραρχών και άλλων κληρικών έμειναν στη σιωπή και τη λήθη. Η πολιτεία, μερικές φορές, έδωσε μία, για τα μάτια του κόσμου, χαλάρωση των δεσμών.
Όμως η χαλαρή, χλιαρή και χλομή απελευθέρωση δεν χάρισε όλη την ελευθερώτρια χάρη στην Εκκλησία. Αλλά, κι εντός της Εκκλησίας υπήρξαν τάσεις αφόρητου δεσποτισμού και απολυταρχίας. Ο επίσκοπος αποφάσιζε και διέταζε δίχως γνώμης του πρεσβυτερίου, κατά τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, τον οποίο επικαλούνται συνεχώς ορισμένοι μόνο για να πουν ότι ο κάθε επίσκοπος είναι σε τύπο και τόπο Χριστού.
Πολύς λόγος γίνεται σήμερα για κάποιους διακριτούς ρόλους, τους οποίους επικαλούνται διάφοροι αδαείς. Θέλουν την Εκκλησία να σιωπά, να είναι στην άκρη άπραγη, να δίνει μόνο λίγο ψωμί.
Από τη μία το επιθετικό κράτος και από την άλλη το εκκλησιαστικό σώμα να ματώνει από εμφύλιους σπαραγμούς, δεν προχωρά στο διασάλπισμα του νικηφόρου μηνύματος της θανατώσεως του θανάτου, της προγεύσεως του παραδείσου, της ανακαινιστικής μεταμορφώσεως του ανθρώπου.
Κάποιοι μοντέρνοι χτυπούν βάναυσα την Εκκλησία, συχνά με αναλήθειες, ότι δήθεν περιορίζει, δεσμεύει, δημιουργεί ενοχές και ταλαιπωρεί τα πρόσωπα. Τι προτείνουν; Συνθήματα ανταρσίας, ακηδεμονίας, ακυβερνησίας, αδιαφάνειας και χειρότερης αιχμαλωσίας.
Η έπαρση, η κακή συνήθεια, η εύκολη ζωή, δεν αφήνουν τον άνθρωπο να αγωνισθεί για αξίες, αρετές και ήθη. Λησμονείται ο πλούσιος και ωραίος εγχώριος πολιτισμός και εισάγονται ξενόφερτα νούμερα, που έξω απορρίφθηκαν από καιρό. Αγαπά καθυστερημένα ο Νεοέλληνας κάτι που μισήθηκε από τους ξένους.
Τρέχουν στους διδασκάλους της Άπω Ανατολής για εσωτερικό διαλογισμό, όταν οι άγιοί μας τα είπαν ξεκάθαρα πριν εκατοντάδες χρόνια.
Αν βρεθεί ένας να πει ή να γράψει κάτι διαφορετικό, θα κυνηγηθεί χαιρέκακα. Είναι δύσκολο σήμερα να διαφέρεις, να μην κάνεις ό,τι κάνουν οι πολλοί, να μη λες ό,τι λένε όλοι. Η Εκκλησία θεωρείται από κάποιους μειονεκτικούς και αθεόφοβους σκοταδιστική, μαύρος μεσαίωνας, αγκυλωμένη στο παρελθόν, γηρασμένη και άρρωστη.
Δεν της επιτρέπεται λοιπόν, να εκφέρει σύγχρονη γνώμη, κρίση, παρατήρηση και πρόταση. Σπάνιες πια στα τηλεοπτικά παράθυρα οι σεμνές φωνές, οι νηφάλιες σκέψεις, οι αντικειμενικές γνώμες. Όσοι φωνάζουν κατά της διαφθοράς, εν πολλοίς υποκρίνονται. Δεν λένε, γιατί να υπάρχει διαφάνεια και πώς θα εμπνευστεί. Η απουσία της ορθόδοξης πνευματικότητος έδωσε όλο το βάρος στο ίδιον συμφέρον, το οικονομικό.
Ζωή δίχως πνευματικότητα είναι νύχτα δίχως αναμονή χρυσοπόρφυρης ανατολής…
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Μακεδονία της Κυριακής», την Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012