Είναι γνωστό ότι η Συρία αποτέλεσε λίκνο του Χριστιανισμού, αφού εκεί οι μαθητές του Χριστού ονομάστηκαν για πρώτη φορά Χριστιανοί και εντός των κόλπων της ανδρώθηκαν άγιες μορφές με πανανθρώπινη ακτινοβολία, όπως οι άγιοι Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Ιωάννης ο Δαμασκηνός και Συμεών ο Στυλίτης. Το δε Ορθόδοξο Πατριαρχείο Αντιοχείας, το οποίο καταλαμβάνει πολύ σημαντική και επιφανή θέση στην ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας, ως ένα από τα πέντε ιστορικά και πρεσβυγενή Πατριαρχεία, αποτελεί ιστορικό θεσμό, με διαχρονική και μακραίωνη προσφορά, και απαιτείται να παραμείνει ζων και ακμάζον στην περιοχή της Συρίας ως συνέχεια της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Γι’ αυτό θα αποτελέσει ανοσιούργημα έναντι της ιστορίας οποιαδήποτε τραγική πιθανότητα να εκριζωθεί ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός από τη Συρία.
Η Εκκλησία της Ελλάδος από το 2011, όταν άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος στη χώρα, κατά τον οποίο, εκτός από τους εκατοντάδες χιλιάδες άμαχους νεκρούς και τα εκατομμύρια των προσφύγων, σημειώθηκαν εκτεταμένες καταστροφές και βανδαλισμοί σε εκκλησίες και μοναστήρια, εξέφρασε το έμπρακτο ενδιαφέρον και τη συμπαράστασή Της, υλική και μη, προς τον πολύπαθο συριακό λαό. Επίσης, το 2013 απέστειλε προς τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και την Ευρωπαϊκή Ένωση επιστολές, εκφράζοντας τη βαθιά αγωνία και την έντονη διαμαρτυρία Της για τη ζωή των δύο απαχθέντων και ακόμη αγνοουμένων Μητροπολιτών Βερροίας (Χαλεπίου) και Αλεξανδρέττας κ. Παύλου και του Συροϊακωβίτου κ. Γρηγορίου – Ιωάννου Ιμπραήμ.
Η Συρία έμεινε στην ιστορία για τη διαθρησκευτική ανεκτικότητα και την αρμονική συμπόρευση των Χριστιανών με την αραβική κοινότητα και τις ισλαμικές Αρχές. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος εύχεται και προσεύχεται να μη διασαλευθεί αυτή η ειρηνική και εποικοδομητική συμβίωση χριστιανών και μουσουλμάνων, αλλά να εξακολουθήσει να υπάρχει ο αμοιβαίος σεβασμός, ο οποίος ήταν η βάση αυτής της αρμονικής σχέσης. Επίσης, απευθύνει έκκληση τόσο προς την Ελληνική Κυβέρνηση, όσο και προς τη διεθνή κοινότητα να αναλάβουν τάχιστα πρωτοβουλίες για την επικράτηση της ειρήνης στην περιοχή, την προστασία του άμαχου πληθυσμού, την αποτροπή της ανθρωπιστικής τραγωδίας, καθώς και τη διασφάλιση της παρουσίας του παλαιφάτου Ορθοδόξου Πατριαρχείου Αντιοχείας και των Χριστιανών στην περιοχή.