Αφορμή για τη νέα «επίθεση» από την Εκκλησία της Αλβανίας είναι αυτή τη φορά η μεταπτυχιακή εργασία του Αρχιμανδρίτη π. Γρηγορίου Φαρμάκη (Αρχιγραμματέα του Οικουμενικού Πατριαρχείου) με θέμα “Περί της Θεραπείας του εν Ουκρανία εκκλησιαστικού ζητήματος υπό της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως (Το ζήτημα των χειροτονιών)”, η Εκκλησία της Αλβανίας.
Στην εργασία μάλιστα υπογραμμίζεται ότι όσα αναφέρονται σσχετικά με τη χορήγηση του Αυτοκεφάλου στην Εκκλησία της Αλβανίας το 1937, ¨είναι ανακριβή και εμμέσως παραπλανητικά”, ενώ αίσθηση προκαλεί και η παρατήρηση ότι όλες οι περιπτώσεις σχίσματος, όπως και διάφορες ασθένειες, δεν αντιμετωπίζονται με την ίδια θεραπεία, και η κάθε μία χρειάζεται διαφορετική θεραπευτική αγωγή. “Παρόμοια ισχύουν και για τα σχίσματα”.
Αξιοσημείωτο είναι ότι υπάρχει πρόταση, η οποία επί της ουσίας επαναφέρεται από την Εκκλησία της Αλβανίας, και αφορά στο ότι έπρεπε να ακολουθηθεί η ίδια διαδικασία που οδήγησε στη λύση του Μελιτιανού Σχίσματος από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Ωστόσο, στην ανακοίνωση δεν παραλείπεται να επισημανθεί ότι η “η Εκκλησία της Αλβανίας δεν υιοθέτησε ρωσική άποψη, αντιθέτως υπήρξε η πρώτη που επισήμανε και καταδίκασε τη χρήση του ιερού μυστηρίου της Θείας ευχαριστίας για την επιβολή των θέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας”, ενώ συγχρόνως τονίζεται ότι τι ουδόλως αμφισβήτησε το δικαίωμα εκκλήτου ούτε την ανάγκη παροχής Αυτοκεφάλου στην Ουκρανία.
Καταλήγοντας, επαναδιατυπώνει δε την ανάγκη σύγκλισης Πανορθόδοξης Σύναξης, με στόχο να να “ρυθμίσει ένα εκκλησιαστικό ζήτημα που ταλαιπωρεί τους ανά τον κόσμο Ορθοδόξους”.
Διαβάστε αναλυτικά την ανακοίνωση της Εκκλησίας της Αλβανίας:
Στη μεταπτυχιακή εργασία του Αρχιμανδρίτου π. Γρηγορίου Φραγκάκη-Αρχιγραμματέως της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, με θέμα «Περί της θεραπείας του εν Ουκρανία εκκλησιαστικού ζητήματος υπό της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. (Το ζήτημα των χειροτονιών)», που υποβλήθηκε προσφάτως στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης και αναρτήθηκε στο διαδίκτυο, γίνεται λόγος και για τη χορήγηση του Αυτοκεφάλου στην Εκκλησία της Άλβανίας το έτος 1937. Τα αναφερόμενα, όμως, είναι ανακριβή και εμμέσως παραπλανητικά. Οι διαφορές είναι προφανείς:
Ο Επίσκοπος Βησσαρίων, ο οποίος χειροτονήθηκε το έτος 1925 και αυτοανακηρύχθηκε το έτος 1929 ως «Αρχιεπίσκοπος» Αυτοκεφάλου Εκκλησίας δεν ζήτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο έκκλητο, όπως θεωρείται πως έκανε ο Φιλάρετος. Ζήτησε συγγνώμη, η οποία και του εδόθη. Συγχρόνως, όμως, δεν του ανετέθη καμία οργανική θέση στην Ορθόδοξο Εκκλησία της Αλβανίας, όταν ανακηρύχθηκε Αυτοκέφαλος το 1937.
Ο Επίσκοπος Αγαθάγγελος χειροτονήθηκε από τον Βησσαρίωνα την 12η Φεβρουαρίου 1929. Καθαιρέθηκε με όλα τα μέλη της Συνόδου, όπως ανηγγέλθη από την Εγκύκλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Προς το εν Αλβανία Ορθόδοξον ευσεβές πλήρωμα» της 25ης Φεβρουαρίου 1929. Άρα ο Αγαθάγγελος δεν έλαβε χειροτονία από καθηρημένο, αφορισμένο και αναθεματισμένο Επίσκοπο, όπως είναι η περίπτωση του Επιφανίου ούτε έγινε Προκαθήμενος Αυτοκεφάλου Εκκλησίας. Στην Αλβανία ουδεμία ομάδα υποτιμήθηκε, όπως στην περίπτωση του Μητροπολίτου Ονουφρίου με τους 90 και πλέον Επισκόπους.
Είναι ακόμη αξιοπρόσεκτο ότι στον σχετικό Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο Αυτοκεφαλίας, η Εκκλησία της Αλβανίας αποκαλείται «αδελφή» τρεις φορές και όχι «θυγατέρα», επίσης όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες αποκαλούνται «αδελφές» τρεις φορές και όχι «θυγατέρες», όπως αναγράφεται στον Τόμο της Ουκρανίας. Κυρίως, όμως, στην Αλβανία επήλθε ειρήνη και ενότητα, εν αντιθέσει προς όσα έχουν συμβή στην Ουκρανία, με δυσμενείς συνέπειες για όλη την Ορθοδοξία.
Τέλος, στον Τόμο της Ουκρανίας αναγράφονται τα εξής: «Προσεπιδηλούμεν τοις ανωτέρω ότι η εν Ουκρανία Αυτοκέφαλος Εκκλησία γινώσκει ως κεφαλήν τον Αγιώτατον Αποστολικόν και Πατριαρχικόν Οικουμενικόν Θρόνον, ως και οι λοιποί Πατριάρχαι και Προκαθήμενοι». Παρόμοια άναφορά δεν υπάρχει στον Τόμο του Αύτοκεφάλου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας.
Όσες περιπτώσεις αναφέρονται στην εν λόγω μεταπτυχιακή εργασία ως ανάλογες (Βουλγαρίας, Σερβίας κ.λπ) αποτελούν παράθεση ανομοίων γεγονότων ως προς το εκκλησιαστικό ζήτημα της Ουκρανίας. Στο πέρασμα των αιώνων συνέβησαν διάφορα σχίσματα σε πολλές τοπικές Εκκλησίες εξ αφορμής ποικίλων παραγόντων και συνθηκών. Κατά τον συντάκτη της εργασίας, οι ποικίλες περιπτώσεις θεωρούνται συλλήβδην ως ενιαία ασθένεια, η οποία αποκαλείται «σχίσμα» και επιδέχεται όμοια θεραπεία. Όμως, όπως οι διάφορες ασθένειες, η φυματίωση, η ελονοσία, ο καρκίνος, κ.ο.κ. αντιμετωπίζονται η κάθε μία με διαφορετική θεραπευτική αγωγή, παρόμοια ισχύουν και για τα σχίσματα.
Η περίπτωση της Ουκρανίας ομοιάζει κυρίως με το Μελιτιανό Σχίσμα, όπως αναλύεται στη μελέτη του από Αγχιάλου Μητροπολίτου Σμύρνης Βασιλείου, την οποία μας απέστειλε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την απαντητική επιστολή του στις 20 Φεβρουαρίου 2019. Η διόρθωση του Σχίσματος των Μελιτιανών και η κατ’ οικονομία ένταξη στην Εκκλησία των ακύρως υπό του Μελιτίου χειροτονηθέντων περιελάμβανεν τις εξής φάσεις: α) μετάνοια, β) επίθεση χειρός υπό κανονικού Έπισκόπου και ευχή, κατά τη φράση του Μ. Αθανασίου «έδοξεν…τους υπ’ αυτού κατασταθέντας μυστικοτέρα χειροτονία βεβαιωθέντας κοινωνηθήναι επί τούτοις» (δι’ απλής χειροθεσίας μετ’ ευχής βεβαιωθέντων εκάστων εν τοις οικείοις ιερατικοίς βαθμοίς) και γ) την ειρήνευση με απόφαση Πανορθοδόξου Συνόδου. Πρόκειται περί αρχής που ισχύει για την επανένταξη όλων των παρομοίων σχισματικών περιπτώσεων στην Ορθοδοξο Εκκλησία και καθορίζει ενδιαφέρουσα διέξοδο στο υφιστάμενο πρόβλημα.
Γενικά είναι αποδεκτό ότι ο χειροτονών Επίσκοπος ενεργεί εξ ονόματος της Εκκλησίας, όταν ευρίσκεται εντός αυτής «ως οικονόμος μυστηρίων Θεού». Εκτός αυτής είναι απογυμνωμένος πάσης ιερατικής χάριτος και κάθε ιεροπραξία του είναι άκυρος και μη γενομένη.
Η θεωρία περί του ανεξαλείπτου της ιερωσύνης, που έχει υιοθετηθή στον Ρωμαιοκαθολικό κόσμο, (και αν ακόμη γίνη προσωρινά δεκτή ως υπόθεση εργασίας), δεν αποτελεί επιχείρημα για τη μετάδοση της χάριτος και την εγκυρότητα αποστολικής διαδοχής. Έστω και εάν υποτεθή ότι έμειναν από την χειροτονία αποτυπώματα, όταν ο χειροτονών είναι αποκομμένος από την Εκκλησία, καθηρημένος, αναθεματισμένος και αφορισμένος, καθίσταται ανενεργός, δεν μεταδίδει καμία χάρη, (όπως μία ηλεκτρική συσκευή δεν μεταδίδει καμία ενέργεια, όταν είναι αποκομμένη από την πηγή του ρεύματος). Ούτε βεβαίως το μηδέποτε γενόμενον καθίσταται γεγενημένον, υπαρκτόν και έγκυρον διά απλής διοικητικής αποφάσεως. Εδώ ακριβώς έγκειται η ανησυχία για την εγκυρότητα της χειροτονίας του Επιφανίου από τον Φιλάρετο.
Ασφαλώς η Εκκλησία ως ταμειούχος της θείας χάριτος ενεργεί άλλοτε κατ’ ακρίβειαν και άλλοτε κατ’ οικονομίαν, με σκοπό, όμως, πάντοτε την ομόνοια, «τηρείν την ενότητα του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της είρήνης» (Εφ. 4:3-4). Και σε σημαντικές περιπτώσεις εν Πανορθοδόξω Συνόδω, ώστε να μην υφίστανται αμφιβολίες.
Η Εκκλησία της Αλβανίας δεν υιοθέτησε ρωσική άποψη, αντιθέτως υπήρξε η πρώτη που επεσήμανε και κατεδίκασε τη χρήση του Ιερού Μυστήριου της Θείας Ευχαριστίας για την επιβολή των θέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας. Ουδόλως αμφισβήτησε το δικαίωμα εκκλήτου ούτε την ανάγκη παροχής Αυτοκεφάλου στην Ουκρανία. Στην απαντητική επιστολή της προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Αλβανίας στις 19 Μαρτίου 2019 πρότεινε να ισχύση η ίδια διαδικασία που οδήγησε στη λύση του Μελιτιανού Σχίσματος από την Α΄Οικουμενική Σύνοδο. Διετύπωσε, ως όφειλε, εν αληθευούση αγάπη, την εύλογη δογματική επιφύλαξη ως προς τη διαδιακασία της παροχής του Αυτοκεφάλου, πρότεινε, όπως και άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, και εξακολουθεί να παρακαλή όπως συγκληθή Πανορθόδόξος Σύναξις, η οποία εν Αγίω Πνεύματι θα ρυθμίση ένα εκκλησιαστικό ζήτημα που ταλαιπωρεί τους ανά τον κόσμο Ορθοδόξους.
Βασική πεποίθηση παραμένει ότι η Θεία Ευχαριστία, η Αποστολική Διαδοχή και η Συνοδικότητα είναι τα αρραγή θεμέλια της Ορθοδόξου ενότητος και το ζητούμενο παραμένει η ειρήνη και η ενότητα της ανά την οικουμένην Ορθοδοξίας.
Τίρανα 15 Νοεμβρίου 2022
(Εκ της Αρχιγραμματείας της Ιεράς Συνόδου
της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας).