Εκκλησιαστικός εθνικισμός στα Βαλκάνια
Ο εθνικισμός, ως ιδεολογία που προωθεί τα συμφέροντα ενός συγκεκριμένου έθνους μέσω διακριτής ομάδας ανθρώπων, με σκοπό την απόκτηση της κυριαρχίας σε μια περιοχή και διατήρηση της αυτοδιοίκησής της, δεν είναι νέο φαινόμενο, αλλά ταλανίζει την Εκκλησία και τα Βαλκάνια εδώ και αρκετούς αιώνες.
Του Αναστασίου Μαρίνη, Ιστορικού
Η αναγνώριση της λεγόμενης «Μακεδονικής Εκκλησίας» από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η έκδοση Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως, με την οποία το Φανάρι δέχεται σε «ευχαριστιακή κοινωνία» τους σχισματικούς των Σκοπίων, αν και έχει απώτερο στόχο να επουλώσει το σχίσμα του 1967, έπειτα από 55 ολόκληρα χρόνια, στην ουσία επέφερε όξυνση του θρησκευτικού εθνικισμού και φυλετισμού που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
Την αρχή έκανε η Ρωσία με τον Γραμματέα του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, Πρωθιερέα Ιγκορ Γιακιμτσούκ, ο οποίος τόνισε ότι «η θέση της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας θα λάβει πρώτα απ’ όλα υπόψη τις προσεγγίσεις αυτού του προβλήματος της Σερβικής Εκκλησίας, στην οποία εξακολουθούμε να αναγνωρίζουμε αποκλειστικά κανονικά δικαιώματα στη Βόρεια Μακεδονία». Λίγο μετά, αυτή τη φορά μέσω του Αναπληρωτή Προέδρου του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων, Πρωθιερέως Νικολάι Μπαλασόφ, το ρωσικό Πατριαρχεἰο ανέφερε: «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως και στην περίπτωση της Ουκρανίας, διακρίθηκε για άλλη μια φορά ως ο μόνος και αυτοαποκαλούμενος διαιτητής σε ολόκληρο τον Ορθόδοξο κόσμο, ο μοναδικός και αδιαμφισβήτητος διαιτητής για όλα τα εκκλησιαστικά ζητήματα, έκανε μια ωμή αντικανονική και πολιτικά υποκινούμενη παρέμβαση».
Την ίδια ώρα, εθνικιστικές φωνές στη Σερβία, μαζί με μερίδα ΜΜΕ της χώρας, επιτίθενται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στον ίδιο τον Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, με φράσεις όπως «Σχίσμα στην Ορθοδοξία», ή «ο Βαρθολομαίος διχάζει την Ορθοδοξία» κ.ά. Μάλιστα, μερίδα εθνικιστών τονίζει ότι ήδη χρησιμοποιείται ο όρος «Μακεδονική Εκκλησία» από τους σχισματικούς των Σκοπίων, κάτι που περιπλέκει τα πράγματα και στην ουσία αδικεί και τον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος κ. Ιωάννη ΣΤ’, ο οποίος τόσο έχει πολεμηθεί και αδικηθεί το περασμένο διάστημα. Παρά ταύτα, η απόφαση του Φαναρίου ήταν σαφής και ξεκαθαρη: «Το Οικουμενικό Πατριαρχειο Αναγνωρίζει ως όνομα της Εκκλησίας ταύτης το “Αχρίδος” (νοουμένης της περιοχής της δικαιοδοσίας αυτής μόνον εντός των ορίων της επικρατείας του κράτους της Βορείου Μακεδονίας), ως υπεσχέθη εγγράφως προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και ο Προκαθήμενος αυτής, αποκλείουσα τον όρον “Μακεδονική”και οιοδήτι άλλο παράγωγον της λέξεως “Μακεδονία”».
Την ίδια ώρα, οι πολιτικές διενέξεις που επικρατούν στο Κόσοβο θεωρείται βέβαιο ότι θα περιπλέξουν ακόμα περισσότερο τις σχέσεις μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου και των εθνοτήτων που ζουν στην περιοχή.
Ο πόλεμος του Κοσόβου, η ένοπλη σύγκρουση στο Κοσσυφοπέδιο που διήρκεσε από τις 28 Φεβρουαρίου 1998 μέχρι τις 11 Ιουνίου 1999, έχει αφήσει ανοιχτές πληγές ακόμη και σήμερα. Τα αντίπαλα στρατόπεδα ήταν οι δυνάμεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιογκοσλαβίας (τότε περιλάμβανε το Μαυροβούνιο και τη Σερβία), που ήλεγχε το Κοσσυφοπέδιο πριν από τον πόλεμο, και της αλβανικής οργάνωσης γνωστής ως «Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου» (UCK).
Σήμερα, η κατάσταση είναι και πάλι δύσκολη, με τη σέρβικη μειοψηφία να αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να ενταχθεί και να ανελιχθεί στην κοινωνική και οικονομική ζωή του Κοσόβου. Όπως τονίζει ο ορθόδοξος ιερέας Sava Janjic, ηγούμενος σε σέρβικο μοναστήρι και επικεφαλής της ορθόδοξης εκκλησίας στο Κόσοβο, «η ζωή των Σέρβων στο Κόσοβο δεν είναι εύκολη. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι πάνω από τα δύο τρία του σέρβικου πληθυσμού έχει αποχωρήσει μετά το τέλος του πολέμου. Είναι πολύ δύσκολο γι’ αυτούς να γυρίσουν, γιατί αν και τώρα δεν διώκονται ευθέως, δεν δολοφονούνται και δεν βιάζονται όπως συνέβαινε τον καιρό μετά τον πόλεμο, υπάρχουν πολλές διοικητικές δυσκολίες από τις τοπικές αρχές που καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την επιστροφή και την αξιοπρεπή διαβίωσή τους. Υπάρχουν μεγάλες δυσκολίες στην πρόσβαση στο εκπαιδευτικό σύστημα, στην υγειονομική περίθαλψη και στους κρατικούς θεσμούς. Θα θέλαμε οι Σέρβοι να έχουν περισσότερα δικαιώματα, να προστατεύεται η ιδιοκτησία και να απολαμβάνουν πλήρους ελευθερία κίνησης στη χώρα. Δυστυχώς, υπάρχουν περιπτώσεις που οι Σέρβοι δεν μπορούν ούτε να γυρίσουν στα σπίτια τους».
Ταυτόχρονα, ο εθνικισμός καλλιεργείται και στο Μαυροβούνιο. Οι δημοκρατίες της Σερβίας και του Μαυροβουνίου ίδρυσαν μαζί μια Ομοσπονδία το 1992 ως Ο.Δ.Γ. Γιουγκοσλαβίας ή Ο.Δ.Γ. Με το μετασχηματισμό της ομοσπονδίας σε Ένωση Κρατών το 2003, τα δύο μέρη της ακολουθούσαν διαφορετική πολιτική και οι διάφοροι οργανισμοί του κράτους ήταν χωρισμένοι, έτσι ώστε άλλοι βρίσκονταν στο Βελιγράδι και άλλοι στην Πόντγκόριτσα, οι οποίες ήταν η πρωτεύουσα της Σερβίας και του Μαυροβουνίου αντίστοιχα.
Από την πλευρά της Βουλγαρίας, αν και το Πατριαρχείο δεν έχει πάρει ακόμη επίσημα θέση, ο μητροπολίτης Λοβχανίου Γαβριήλ, επικαλούμενος την εκκλησιαστική ιστορία, διευκρίνησε στο εθνικό ραδιόφωνο της χώρας: «Αν δοθεί η ονομασία Αρχιεπισκοπή Αχρίδας στη MOC, θα είναι πολύ κακό για εμάς. Θα μας στερούσε ένα μεγάλο μέρος της εκκλησιαστικής μας ιστορίας και της νομικής μας προσωπικότητας, επιστρέφοντας στον δέκατο αιώνα, όταν η Εκκλησία ονομαζόταν Βουλγαρική Αρχιεπισκοπή Οχρίδος».
Και συμπλήρωσε: «Η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου πρέπει να μεταφραστεί με μεγάλη ακρίβεια για να ξέρουμε τι έχει ειπωθεί, αλλά είναι σαφές ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης αποκαθιστά την ευχαριστιακή κοινωνία με τον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδας, τον κλήρο και τον λαό, δηλαδή αναγνωρίζει την κανονική ιδιότητα της σχισματικής “Μακεδονικής Εκκλησίας”. Η ίδια η απόφαση δεν προσδιορίζει το όνομά της, αλλά αναφέρεται ως Εκκλησία της Αχρίδας».
Όταν ρωτήθηκετι θα σήμαινε για τη Βουλγαρία αν το όνομα της MOC ήταν Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας, ο κ. Γαβριήλ απάντησε ότι «αυτό θα στερούσε από τη Βουλγαρία την εκκλησιαστική της ιστορία, γιατί αν υποτίθεται πως ο διάδοχος της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας δεν είναι η Βουλγαρική Εκκλησία, αλλά η «Μακεδονική Εκκλησία», που στερείται οποιουδήποτε κανονικού νόμου και ιστορικής βάσης, καθώς διάδοχος της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας ήταν η Βουλγαρική Εκκλησία μέχρι τώρα, η ιστορία της Βουλγαρικής Εκκλησίας θα ακυρωνόταν» και κάλεσε την Σύνοδο της χώρας του να αντιδράεσει μαζί και τη βουλγαρική κοινωνία.
Αυτός, βέβαια, ο εθνικισμός, ως ιδεολογία που προωθεί τα συμφέροντα ενός συγκεκριμένου έθνους μέσω διακριτής ομάδας ανθρώπων, με σκοπό την απόκτηση της κυριαρχίας σε μια περιοχή και διατήρηση της αυτοδιοίκησής της, δεν είναι νέο φαινόμενο, αλλά ταλανίζει την Εκκλησία και τα Βαλκάνια εδώ και αρκετούς αιώνες.
Με αφορμή το λεγόμενο Βουλγαρικό Σχίσμα και τη δημιουργία της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1872, κάτι που ταλαιπώρησε πολύ το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκείνη την εποχή και εν γένει τον 19ο αι., συγκλήθηκε τοπική Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, στα 1872, Και στην ουσία, από τότε, με απόφαση της Συνόδου, όλες αυτές οι φυλετικές-εθνικιστικές τάσεις και συμπεριφορές κρίθηκαν ξένες και αλλότριες του Σώματος της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας.
Το επόμενο χρονικό διάστημα θα είναι κρίσιμο με τη Σερβία να καλείται να διαχειριστεί τις περαιτέρω ενέργειες με τα Σκόπια, μετά την αναγνώριση από το Φανάρι της λεγόμενης «Μακεδονικής Εκκλησίας» και τη Ρωσία, «ευλογώντας» τον πόλεμο στην Ουκρανία να αναζητά ερείσματα και θρησκευτικές «ευκαιρίες» να ξετυλίξει περισσότερο τον επεκτατισμό της, μέσα από το πρίσμα του πανσλαβισμού και της οικουμενικής θρησκευτικότητας.