Η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την σύγκληση της ενωτικής συνόδου των δυο εκ των τριών ορθοδόξων εκκλησιών της Ουκρανίας τον προσεχή Δεκέμβριο, αναμφισβήτητα αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση για τις αντοχές της ορθοδόξου ενότητος, εφόσον είναι σαφές ότι η χορήγηση του αυτοκεφάλου δεν αφορά κάποια μικρή κοινότητα, όπως π.χ. στην περίπτωση της Εσθονίας που θέλησε να αποσπασθεί από μια ξένη προς την ιδιοσυγκρασία της εκκλησιαστική οργάνωση, αλλά ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, το οποίο διακονούν τα τελευταία τριάντα χρόνια δυο απολύτως αυτόνομες αλλά μη αναγνωρισμένες σε πανορθόδοξο επίπεδο ορθόδοξες Εκκλησίες.
Με άλλα λόγια, οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι, το να οχυρώνεσαι είτε πίσω από το γεγονός της μη αναγνωρίσεως του λεγομένου Πατριαρχείου Κιέβου και της λεγομένης Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας Ουκρανίας, είτε πίσω από απροκάλυπτες πολιτικές σκοπιμότητες, προσπαθώντας να δικαιολογήσεις την περιφρόνησή σου για ό,τι δεν εμπίπτει στην μισαλλόδοξη μεγάλη ιδέα του «ρωσικού κόσμου», υπονομεύοντας παράλληλα συνειδητά και αυτήν την ίδια την ενότητα, ουδεμία σχέση έχει με την πανορθόδοξη αλληλεγγύη.
Αν και η απουσία της Εκκλησίας του Πατριαρχείου Μόσχας στην Ουκρανία από αυτό το σημαντικό για την χώρα γεγονός ήταν αναμενόμενη, εν τούτοις οι τελευταίες αποφάσεις της αρχιερατικής συνόδου αυτής της «ανεξάρτητης» Εκκλησίας, υποχρεώνουν τον γράφοντα να αναρωτηθεί αν πράγματι η ιεραρχία της έχει συνειδητοποιήσει την ιστορική ευθύνη ενώπιον του λαού της Ουκρανίας, τον οποίο, υποτίθεται, ότι και αυτοί διακονούν.
Φυσικά η απόφαση δεν περιλαμβάνει κάτι το πρωτότυπο ως προς το ζήτημα της παραχωρήσεως του αυτοκεφάλου, εντούτοις αυτό που ομολογουμένως αποτελεί ένα… mysterium tremendum, τουλάχιστον για τον γράφοντα, είναι η επιλογή της ανοικτής συγκρούσεως με τον νυν Ουκρανό πρόεδρο Ποροσένκο.
Ο τελευταίος είχε καλέσει την ιεραρχία της Εκκλησίας Ουκρανίας του Πατριαρχείου Μόσχας σε μια συνάντηση στην αίθουσα της «Ουκρανικής Εστίας» για να συζητήσουν τα ζητήματα που προφανώς θα προκύψουν από την ίδρυση μιας ενιαίας Εκκλησίας Ουκρανίας.
Αντ’ αυτού οι αρχιερείς προτίμησαν να συνέλθουν σε σύνοδο και να απαιτήσουν από τον πρόεδρο της χώρας να προσέλθει αυτός στον τόπο που αυτοί θα όριζαν με την δικαιολογία ότι συναντήσεις που αφορούν ζητήματα της Εκκλησίας πρέπει να γίνονται επί εκκλησιαστικού εδάφους.
(Βέβαια όταν το 2004 (Βλ. εδώ) και το 2013 (Βλ. εδώ) ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλ. Πούτιν καλούσε τα μέλη της Αρχιερατικής Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας στο Κρεμλίνο (συμπεριλαμβανομένου και του προκαθημένου της Εκκλησίας της Ρωσίας στην Ουκρανία) ουδείς τόλμησε να φέρει αντίρρηση!).
Σε αυτό το σημείο ο συντάκτης του παρόντος πονήματος θα ήθελε να σημειώσει την προσωπική του άποψη σχετικά με τον νυν πρόεδρο της Ουκρανίας.
Για τον γράφοντα ο πρόεδρος Ποροσένκο αποτελεί τον εκφραστή ενός άλλου «κόσμου» του «ουκρανικού», ο οποίος, όπως και ο «ρωσικός κόσμος», εκφράζει την ίδια μισαλλόδοξη και εφνοφυλετική αντίληψη της αποκλειστικότητας του ουκρανικού λαού, με την διαφορά ότι, ενώ ο εθνικισμός του «ρωσικού κόσμου» είναι υποβόσκων και δεν γίνεται εύκολα αντιληπτός, ο ουκρανικός εθνικισμός, ως άλλος δόκτωρ Φρανκεστάιν, όχι μόνο ανέσυρε από το νεκροταφείο της ιστορίας αλλά και μετέτρεψε σε ήρωες κοινούς εγκληματίες πολέμου (Σουχέβιτς, Μπαντέρα κ.α.).
Όμως αυτό που επιτρέπεται σε κάποιον ιδιώτη, δηλαδή η έκφραση προσωπικής απόψεως, θα έπρεπε να αποτελεί για την Εκκλησία του Πατριαρχείου Μόσχας στην Ουκρανία μια απλησίαστη «πολυτέλεια», εφόσον αυτή επιμένει ότι εκφράζει το σύνολο του ουκρανικού έθνους.
Έτσι οι φτηνοί παληκαρισμοί σχετικά με την επιλογή του τόπου συναντήσεως και οι απειλές ότι θα φτάσουν μέχρι και την ειρηνική πολιτική ανυπακοή αποδεικνύουν, για μια εισέτι φορά, όχι μόνο το χάσμα που χωρίζει την κανονική Εκκλησία από την σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, αλλά και την πλήρη εξάρτηση αυτής από τις πολιτικές επιλογές της μητρός Εκκλησίας.
Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του μουσικολογιώτατου προέδρου του Τμήματος Εξωτερικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, ο οποίος, με τις μαντικές ικανότητες που από καιρού εις καιρόν εμφανίζει, προέβλεψε το τέλος της πολιτικής καριέρας του προέδρου, διότι μετέτρεψε το ζήτημα της αυτοκεφαλίας σε μια από τις βασικές –αν όχι την βασικότερη– κατεύθυνση της προεκλογικής του εκστρατείας:
«Για αυτό και πιστεύω, σημειώνει ο μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνας, ότι αυτό θα αποτελέσει το τέλος της πολιτικής του καριέρας. Στην θέση του θα έλθουν άλλοι πολιτικοί, οι οποίοι, ελπίζω, θα βγάλουν κάποια συμπεράσματα από την αποτυχία της, ούτως ειπείν, ενωτικής διαδικασίας της, ούτως ειπείν, αυτοκεφάλου Εκκλησίας, ακόμα και αν δοθεί από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κάποιο χαρτάκι (sic) σε κάποια σχισματική ομάδα» (Βλ. εδώ την «προφητεία» του Σεβασμιωτάτου προέδρου).
Όμως αν λάβουμε υπόψη ότι στην πρώτη θέση των δημοσκοπήσεων για τις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου του 2019 ευρίσκεται η Ιουλία Τιμοσένκο, η οποία δήλωσε ευθέως ότι όχι μόνο θα στηρίξει μια αυτοκέφαλη Εκκλησία στην Ουκρανία, αλλά θα προτείνει και την ποινική δίωξη εκείνων που την αμφισβητούν (Βλ. εδώ), αναρωτιέται ο αφελής συντάκτης αυτών των σκέψεων: σε ποια νέα πρόσωπα αναφέρεται ο «προφητικός» λόγος του προέδρου του Τμήματος Εξωτερικών Σχέσεων, εφόσον οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, υποψήφιοι για τις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου κάθε άλλο παρά μπορούν να θεωρηθούν αμιγώς φιλορώσοι;
Και κάτι άλλο: άραγε με ποιο δικαίωμα ο πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας αναμειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις μιας ανεξάρτητης χώρας, εκφράζοντας ανοικτά τις πολιτικές του προτιμήσεις;
Ίσως θα πρέπει κάποιος να του εξηγήσει ότι έτσι μάλλον ζημιώνει παρά βοηθάει την κανονική Εκκλησία στην Ουκρανία.
Από την άλλη πλευρά, ο (φιλορώσος) μητροπολίτης (Κιέβου και πάσης Ουκρανίας) Ονούφριος, δέσμιος της τακτικής που χάραξε η Εκκλησία της Ρωσίας, επέλεξε την ανοικτή σύγκρουση με την πολιτική ηγεσία της Ουκρανίας, έχοντας πιθανώς ως απώτερο στόχο την συσπείρωση εκείνου του κομματιού του εκλογικού σώματος που, λίγο ως πολύ, μπορεί ακόμα να επηρεάσει, έχοντας κατά νου τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές.
Αυτό το συμπέρασμα δεν απορρέει μόνο από τις αποφάσεις της πρόσφατης Αρχιερατικής Συνόδου της Εκκλησίας του Πατριαρχείου Μόσχας στην Ουκρανία (Βλ. εδώ), αλλά και από την… «ερμαφρόδιτη» στάση που τηρεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια αυτή η Εκκλησία απέναντι στην σημερινή κυβέρνηση της χώρας.
Η στάση αυτή, σε συνδυασμό με τις «προφητείες» του μητροπολίτου Βολοκολάμσκ, έχει έναν και μοναδικό σκοπό – να πείσει τους μελλοντικούς ψηφοφόρους, που πιστεύουν στον «αποκαλυπτικό» χαρακτήρα της χορηγήσεως του αυτοκεφάλου, δηλαδή κάτι σαν την… «Δευτέρα Παρουσία», ότι η ψήφος στον φιλορώσο υποψήφιο είναι ικανή να ανατρέψει την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και να μετατρέψει τον διαφαινόμενο κόλαφο του «ρωσικού κόσμου» σε μια θριαμβευτική νίκη.
Ευσεβείς πόθοι; Πράγματι, όπως ευσεβείς είναι και οι πόθοι εκείνων που πιστεύουν ότι με την ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας, θα υπάρξει μια μεγάλη διαρροή στελεχών και πιστών της Εκκλησίας του Πατριαρχείου Μόσχας στην Ουκρανία προς την νέα Ορθόδοξη Εκκλησία.
Αν και τρεις εκ των αρχιερέων αυτής της Εκκλησίας, συγκεκριμένα ο μητροπολίτης Περεγιασλάβ-Χμελνίτσκ και Βισνιέφσκ Αλέξανδρος, ο αρχιεπίσκοπος Νοβοκαχόφσκ και Γενιτσέσκ Φιλάρετος και ο μητροπολίτης Βινίτσης και Μπαρσκ Συμεών τελικά συναντήθηκαν με τον πρόεδρο της Ουκρανίας την προγραμματισμένη ημέρα, αυτό κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι στο μέλλον θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι. Όχι επειδή δεν το θέλουν, αλλά επειδή «θέλει ἀρετήν καὶ τόλμην ἡ ἐλευθερία» (Α. Κάλβος).
ΥΓ. Ερώτηση αφελούς: Τελικά τι απέγιναν εκείνες οι περιβόητες 900 σελίδες ιστορικών εγγράφων που θα έριχναν στα τάρταρα τις απόψεις των ιστορικών αναλυτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου;
Πηγή:tribune.gr