Ιερά Σύνοδος Πατριαρχείου Σερβίας: Φρένο στην «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος» – Αντικείμενο διαλόγου η ονομασία
Αγκάθι αποτελει το όνομα της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, μετά την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να αποκαταστήσει τη σχέση με την μέχρι προσφάτως σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων και να την αποδεχτεί σε ευχαριστιακή κοινωνία, μετά από 55 ολόκληρα χρόνια αποκοπής. Ύστερα από την απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Βουλγαρίας να χαιρετίσει την άρση του σχίσματος, τονίζοντας ωστόσο ότι μένει να εξεταστεί το όνομα, τη σκυτάλη πήρα η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Σερβίας. Η σερβρική εκκλησία βάζει φρένο ως προς την ονομασία, τονίζοντας, μάλιστα, ότι το όνομα «Αρχιεπισκοπής Αχρίδος», «αποδοκιμάζεται και αμφιλέγεται από εκκλησιαστικούς κύκλους εντός και εκτός Ελλάδος» και υπογραμμίζοντας ότι αποτελεί θέμα διαλόγου.
«Το θέμα του ονόματος, εναπόκειται εις τον διάλογον και την συνεννόησιν μεταξύ των ελληνοφώνων Εκκλησιών, εν πρώτοις μάλιστα της Εκκλησίας της Ελλάδος, και της, Εκκλησίας της Αχρίδος”, δεδομένου επί πλέον, ότι και το όνομα, Αρχιεπισκοπή Αχρίδος” αμφιλέγεται η και αποδοκιμάζεται υπό ουκ ολίγων εκκλησιαστικών κύκλων εντός και εκτός Ελλάδος», τονίζεται χαρακτηριστικά στο σχόλιο που έδωσε στη δημοσιότητα ο Επίσκοπος Μπάτσκας Ειρηναίος, μέλος της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Σερβίας και Υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων αυτού.
«Υπό τη διπλή ταύτην επωνυμίαν ζη και δρα αυτή μέχρι σήμερον. Δεν αποκηρύσσει αυτή ευκόλως την από δεκαετιών υιοθετηθείσαν ονομασίαν της χάριν της προσδοκωμένης αναγνωρίσεώς της ως κανονικής Εκκλησίας», υπογραμμίζεται σε άλλο σημείο του σχολίου του Επισκόπου Μπάτσκας Ειρηναίου.
Θεωρεί, μάλιστα, αναμενόμενο το γεγονός ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο «δεν έθεσεν εις αυτήν όρον να απαρνηθή και αποποιηθή προκαταρκτικώς το υπ’ αυτής χρησιμοποιούμενον όνομα, αλλά ταυτοχρόνως, οιονεί απροϋποθέτως, και εδέχθη αυτήν εις κοινωνίαν και απήτησεν, όπως του λοιπού, άρα από τούδε και εις το εξής, χρησιμοποιή μόνον και αποκλειστικώς την προσωνυμίαν „Αρχιεπισκοπή Αχριδών” (ή, κατ’ άλλην εκδοχήν, „Αρχιεπισκοπή Αχρίδος”), απέχουσα εις το παντελές της χρήσεως του ουσιαστικού Μακεδονία και του επιθέτου μακεδονικός ως συστατικού στοιχείου της σχετικής ονοματοθεσίας».
Η Ιερά Σύνδος του Πατριαρχείου της Σερβίας στο σχόλιο το οποίο προσυπογράφει, αποκηρύσσει, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει τα «αυτόκλητα και ετερόκλητα „φιλοπατριαρχικά” η „πατριαρχικά”, δήθεν, δημοσιεύματα» , αλλά και την «εθνοφυλετική, και ρατσιστική» φρασεολογία τους και προτάσσει τη λύση του διαλόγου σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Όσον αφορά εις το συγκεκριμένον ονομαστικόν θέμα, ούτ’ εισηγείται ούτ’ επιβάλλει την χρήσιν του ονόματος „Μακεδονική Ορθόδοξος Εκκλησία”, η του ονόματος „Αρχιεπισκοπή Αχριδών και Βορείου Μακεδονίας”, η άλλου τινός παρεμφερούς ονόματος, αλλ’ ούτε είναι εις θέσιν να άπαγορεύση την χρήσίν του εις τους έως άρτι εχομένους αυτού», ενώ τόνίζει ότι θεωρεί το θέμα » ανοικτόν, λυτέον δε υπευθύνως δι’ αμέσου και καλοπροαιρέτου αδελφικού διαλόγου μεταξύ των ελληνογλώσσων αδελφών Εκκλησιών και της Εκκλησίας».
Δεν υπολογίζομεν, ασφαλώς, τα αυτόκλητα και ετερόκλητα „φιλοπατριαρχικά” η „πατριαρχικά”, δήθεν, δημοσιεύματα και την ου μόνον εθνοφυλετικήν, αλλά και ρατσιστικήν εν πολλοίς φρασεολογίαν των.
Διαβάστε αναλυτικά το σχόλιο του Επισκόπου Μπάτσκας Ειρηναίου
Τὸ παρὸν ὀφειλόμενον σχόλιον, τῇ σεπτῇ ἐντολῇ καὶ εὐλογίᾳ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας συνταχθέν, σκοπὸν ἔχει νὰ διασαφηνίσῃ ὡρισμένας ἀπορίας καὶ νὰ διαλύσῃ σύγχυσιν, ἡ ὁποία, δυστυχῶς, ἐπικρατεῖ ἐπ’ ἐσχάτων εἰς μερικοὺς κύκλους τοῦ ὁμοδόξου, φίλου καὶ ἀδελφοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Περιττὸν ἴσως νὰ εἶναι, πνευματικῶς ὅμως εἶναι ἐπωφελές, νὰ τονισθῇ διὰ πολλοστὴν φορὰν τὸ ποῖοι καὶ πόσοι ἐκκλησιαστικοί, ἱστορικοί, πολιτιστικοὶ καὶ ἐν γένει πνευματικοὶ λόγοι συνδέουν ἀρρήκτως τοὺς δύο λαούς μας ἢ τὸ πόση ὑπῆρξεν ἡ εἰλικρινὴς ἠθικὴ συμπαράστασις καὶ ἀνιδιοτελὴς ὑλικὴ βοήθεια τῶν Ἐκκλησιῶν Ἑλλάδος καὶ Κύπρου – καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ συλλήβδην καὶ ἀθρόως – πρὸς τὸν ἐμπερίστατον σερβικὸν λαὸν κατὰ τὴν ἀπαισίας μνήμης ἐναέριον ἐπιδρομὴν τῶν δυνάμεων τοῦ NATO ἐν ἔτει 1999, ἐπὶ πλέον δὲ καὶ τὸ πόσην σημασίαν ἔχει διὰ τὴν Σερβικὴν Ἐκκλησίαν καὶ διὰ τὴν Σερβίαν ὡς χώραν ἡ ἑλληνικὴ συνεπὴς θέσις ἐπὶ τοῦ θέματος τοῦ κατεχομένου Κοσσυφοπεδίου (Κοσόβου) καὶ τῶν ἐκεῖ κινδυνευόντων ὁσίων καὶ ἱερῶν τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
Ἂς μᾶς ἐπιτραπῇ καὶ ἡ ὑπόμνησις τῆς ἀντιστοίχου στάσεως τῶν Σέρβων κατὰ τὰς κρισίμους καὶ καθοριστικὰς στιγμὰς τῆς νεωτέρας ἑλληνικῆς ἱστορίας.
Παραλείποντες τὴν ἐνεργὸν ὑποστήριξιν τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 ὑπὸ τῶν τότε Σέρβων καὶ τὴν ἄρνησιν προσχωρήσεως τῆς Γιουγκοσλαβίας πρὸς τὸν γερμανικὸν Ἄξωνα μὲ ἀντάλλαγμα τὴν Θεσσαλονίκην (ὡς ἀκριβῶς καὶ ὁ Βενιζέλος ἐν ἀναλόγῳ περιπτώσει, μὲ ἀντάλλαγμα ποιά τινα ἐδάφη τῆς τότε Νοτίου Σερβίας, ἀπήντησεν, ὅτι ἡ Ἑλλὰς δὲν εἶναι ἀρκούντως μεγάλη χώρα διὰ νὰ διαπράξῃ τόσον μεγάλην ἀδικίαν), ἂς σταθῶμεν εἰς ἓν μόνον λησμονημένον γεγονός: κατὰ τὴν Διάσκεψιν τῆς Λωζάννης (1923) κυρίως ἡ καρτερία, ἡ ἐμμονὴ καὶ τὸ κῦρος τοῦ Σέρβου βασιλέως Ἀλεξάνδρου Α΄ Καραγεωργίεβιτς εἰς τὸν Κεμὰλ κατέστησαν δυνατὴν τὴν παραμονὴν τοῦ Πατριαρχείου εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἀφοῦ μετὰ τὴν μικρασιατικὴν καταστροφὴν εἶχεν ἐγκαταλειφθῆ ὑπὸ τῶν δυτικῶν κατ’ ἐπίφασιν φίλων καὶ συμμάχων καὶ ἀφεθῆ εἰς τὸ ἔλεος τοῦ «Ἀτατούρκ”.
Εἰς τί συνίστανται ἆράγε αἱ περὶ ὧν ὁ λόγος ἀπορία καὶ σύγχυσις, ἄλλοτε μερικὴ καὶ ἄλλοτε ὁλική; Πρόκειται περὶ τοῦ ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Σκοπίων, ὡς συνήθως προσδιορίζεται αὐτὴ εἰς τὸν ἑλληνόγλωσσον χῶρον, μετὰ τὴν εἰσδοχὴν αὐτῆς εἰς εὐχαριστιακὴν κοινωνίαν καὶ κανονικὴν ἑνότητα ὑπὸ τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ συγχρόνως ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
Εἶναι γνωστόν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία αὐτή, μετὰ τὴν μονομερῆ αὐτανακήρυξίν της ὡς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας καὶ τὴν ὡς ἐκ τούτου διακοπὴν κοινωνίας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλων τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μετ’ αὐτῆς (1967), ὠνόμαζεν ἑαυτὴν ἐπισήμως „Μακεδονικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία” καὶ ὅτι, μετὰ τὴν σύστασιν τῆς αὐτονόμου Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχριδῶν εἰς τοὺς κόλπους τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (2002), προσέθεσεν εἰς τὸ ὄνομά της καὶ τὴν προσθήκην „Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος”.
Ὑπὸ τὴν διπλῆν ταύτην ἐπωνυμίαν ζῇ καὶ δρᾷ αὐτὴ μέχρι σήμερον. Δὲν ἀποκηρύσσει αὐτὴ εὐκόλως τὴν ἀπὸ δεκαετιῶν υἱοθετηθεῖσαν ὀνομασίαν της χάριν τῆς προσδοκωμένης ἀναγνωρίσεώς της ὡς κανονικῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἔθεσεν εἰς αὐτὴν ὅρον νὰ ἀπαρνηθῇ καὶ ἀποποιηθῇ προκαταρκτικῶς τὸ ὑπ’ αὐτῆς χρησιμοποιούμενον ὄνομα, ἀλλὰ ταὐτοχρόνως, οἱονεὶ ἀπροϋποθέτως, καὶ ἐδέχθη αὐτὴν εἰς κοινωνίαν καὶ ἀπῄτησεν, ὅπως τοῦ λοιποῦ, ἄρα ἀπὸ τοῦδε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς, χρησιμοποιῇ μόνον καὶ ἀποκλειστικῶς τὴν προσωνυμίαν „Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχριδῶν” (ἤ, κατ’ ἄλλην ἐκδοχήν, „Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος”), ἀπέχουσα εἰς τὸ παντελὲς τῆς χρήσεως τοῦ οὐσιαστικοῦ Μακεδονία καὶ τοῦ ἐπιθέτου μακεδονικὸς ὡς συστατικοῦ στοιχείου τῆς σχετικῆς ὀνοματοθεσίας.
Ἡ οὕτω διατυπωμένη στάσις τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἦτο, φυσικῶς, ἀναμενομένη καὶ εὐλόγως ἐγένετο αἰτία ἱκανοποιήσεως εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, εἰς ὅλα τὰ ἐπίπεδα, ἀπὸ τοῦ ἐνοριακοῦ ἕως τοῦ συνοδικοῦ.
Παραλλήλως ὅμως ἤρχισε μία δημοσιογραφία, ἐνωρχηστρωμένη ὀλίγον ἢ πολύ, ὁτὲ μὲν καλόπιστος, πλὴν ἀφελής, ὁτὲ δὲ ἐσκεμμένως κακόβουλος, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν ἡ Σερβικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διενοήθη προσφάτως – καὶ ἐξακολουθεῖ – νὰ στέργῃ, προωθῇ καὶ διαφημίζῃ, ἔτι δὲ καὶ νὰ ἐπιβάλλῃ (!), ἀμέσως ἢ ἐμμέσως, τὸ ὄνομα τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς ἀκριβῶς ὡς „Μακεδονικῆς”.
Δὲν ὑπολογίζομεν, ἀσφαλῶς, τὰ αὐτόκλητα καὶ ἑτερόκλητα „φιλοπατριαρχικὰ” ἢ „πατριαρχικά”, δῆθεν, δημοσιεύματα καὶ τὴν οὐ μόνον ἐθνοφυλετικήν, ἀλλὰ καὶ ρατσιστικὴν ἐν πολλοῖς φρασεολογίαν των. Ὑπολογίζομεν πρωτίστως τὰ ὑπολογίσιμα ἐπίσημα ἢ ἡμιεπίσημα κείμενα ἢ δηλώσεις, ὅπως εἶναι ἡ δήλωσις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, διὰ τῆς ὁποίας ἐκφράζει „τὶς σοβαρὲς ἐνστάσεις καὶ ἐπιφυλάξεις αὐτῆς γιὰ τὴν χρήση τοῦ ὅρου ,Μακεδονικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία’, ἀποδιδομένου ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀχρίδος”.
Εἰς τοῦτο ἀκριβῶς τὸ σημεῖον ἑστιάζεται ἡ παραπλανητική, θὰ ἐλέγομεν, ἐναλλαγὴ θέσεων, καθ’ ὅτι Ἐκκλησία καλουμένη „Ἐκκλησία τῆς Ἀχρίδος” ἁπλούστατα δὲν ὑφίσταται οὐδὲ ἀποδίδεται εἰς αὐτὴν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας οἱοσδήποτε ὅρος, πολλοῦ γε δεῖ ὁ ὅρος „Μακεδονικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία”.
Εἰρήσθω παρεμπιπτόντως, ὅτι τὸ ὁμιλεῖν περὶ „τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀντότητος τῆς γείτονος χώρας” δὲν βοηθεῖ καὶ πολύ, δεδομένης τῆς διακρατικῆς καὶ διεθνοῦς ἰσχύος „Συμφωνίας τῶν Πρεσπῶν” καὶ δεδομένου τοῦ γεγονότος, ὅτι ἤδη ἀπὸ ἐτῶν τὰ μέλη τῆς ἐν λόγῳ „ὀντότητος” ἐγίνοντο δεκτὰ ἐμπράκτως εἰς τὰ θεῖα μυστήρια εἰς ὡρισμένας μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ πρὸς ἐξομολόγησιν καὶ πνευματικὴν καθοδήγησιν εἴς τινας Ἱερὰς Μονὰς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οἱ δὲ κληρικοί της εἰς συλλείτουργα.
Τοῦτο δὲν μνημονεύομεν ἐπικριτικῶς καὶ ἐλεγκτικῶς, οὐδέ, πολλῷ μᾶλλον, χαιρεκάκως καὶ σαρκαστικῶς, ἀλλ’ ἀποδίδομεν εἰς τὴν πρακτικὴν αὐτὴν κίνητρα ποιμαντικὰ καὶ φιλάνθρωπα.
Ἁπλούστατα, ἐν ὅσῳ ἐφηρμόσθη – ἤ, ἔστω, ἐγένετο ἀνεκτή – ἡ τοιαύτη ἄκρα οἰκονομία καὶ συγκατάβασις, θλιβόμεθα, ὡς ὀρθόδοξοι Σέρβοι, ὅταν ἐφ’ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἐκφράζωνται ἐπισήμως „σοβαρὲς ἐνστάσεις καὶ ἐπιφυλάξεις” ὡς πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν μας, εἰς τοὺς κόλπους τῆς ὁποίας δὲν ἐλάμβανον χώραν τὰ ὡς ἄνω περιγραφέντα ἕως τῆς ἡμέρας, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ Ἐκκλησία τῶν Σκοπίων, μετονομασθεῖσα ἐν τῷ μεταξὺ ἀτύπως εἰς „Ἐκκλησίαν Ἀχρίδος”, ἀπεδέχθη τὸ καθεστὼς τῆς εὐρείας αὐτονομίας ἐντὸς τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἐπανῆλθε τοιουτοτρόπως εἰς τὴν κανονικὴν τάξιν, διὸ καὶ ἠξιώθη πλήρους ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καὶ ἠδυνήθη νὰ διεκδικήσῃ, νομίμως πλέον, τὴν κανονικὴν ἀνεξαρτησίαν της.
Ἐπὶ πλέον – καὶ ἔτι πλέον – θλιβόμεθα, ὁσάκις κατηγορούμεθα, ὅτι οὐ μόνον ποιούμεθα χρῆσιν τῆς ἐπωνυμίας „Μακεδονικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία”, ἀλλὰ μᾶλλον προωθοῦμεν, προβάλλομεν καὶ σχεδὸν ἐπιβάλλομεν αὐτὴν. Οἱ ἰσχυρισμοὶ καὶ χαρακτηρισμοὶ αὐτοὶ οὐδόλως ἀληθεύουν. Καὶ ἐξηγούμεθα.
Ἡ ἱεραρχία μας δὲν εἶχεν ἀντιρρήσεις καὶ ἐνστάσεις θεολογικῆς φύσεως πρὸς τὴν ἀξίωσιν αὐτοκεφαλίας ὑπὸ τῶν νοτίων ἐπισκοπῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, αἱ ὁποῖαι παρεχωρήθησαν εἰς αὐτὴν διὰ τοῦ Πατριαρχικοῦ καὶ Συνοδικοῦ Τόμου, ἐκδοθέντος τῷ 1922 ἐν Κωνσταντινουπόλει. Νέαι αὐτοκέφαλοι Ἐκκλησίαι δι’ ἀποσπάσεως ἐκ μειζόνων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι καὶ δυνατὸν καὶ θεμιτὸν νὰ σχηματίζωνται.
Τοῦτο μαρτυρεῖ ἄλλωστε ἡ ἱστορικὴ γένεσις ὅλων τῶν νεωτέρων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, τῶν ὁποίων ἡ ἱστορικὴ καὶ θεσμικὴ ὑπόστασις ὀφείλεται ἀκριβῶς εἰς τὴν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας – Μητρός των, τῆς Ἐκκλησίας δηλαδὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, χορήγησιν καὶ ἀναγνώρισιν τοῦ αὐτοκεφάλου των καὶ εἰς τὴν ἐπακολουθήσασαν ἀποδοχήν του ἐκ μέρους τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἀρκεῖ, ἀσφαλῶς, νὰ συντρέχουν ἐλατήρια σωτηριολογικὰ καὶ ποιμαντικά, κριτήρια ἐκκλησιολογικῶς καὶ ἱεροκανονικῶς ὀρθὰ καὶ μεθοδολογία ἠθικῶς ἀποδεκτή, μακρὰν ἀμιγῶς ἐθνικῶν, πολλοῦ γε δεῖ ἐθνοφυλετικῶν συμφερόντων ἢ διαφόρων χθαμαλῶν καὶ χαμαιζήλων σκοπιμοτήτων.
Καθ’ ὅλας ὅμως τὰς φάσεις τοῦ μακροχρονίου καὶ ἥκιστα εὐχεροῦς διαλόγου τῆς Ἐκκλησίας μας μετὰ τῶν ἀδελφῶν μας συνεπισκόπων, – ἰδίᾳ μετὰ τὸ ἔτος 1967, ὅτε ἀνεκηρύχθη ὑπὸ τῶν προκατόχων των, αὐθαιρέτως, ὡς μὴ ὤφελε, νέα αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία, παρ’ οὐδεμιᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀναγνωρισθεῖσα καὶ προξενήσασα τὸ γνωστὸν λυπηρὸν σχίσμα διαρκείας πεντήκοντα πέντε ὅλων ἐτῶν (1967 – 2022), – ἐθέτομεν ἀείποτε δύο ἀπαραβάτους ὅρους: πρῶτον μέν, ὅτι ἡ περὶ αὐτοκεφαλίας συζήτησις δὲν γίνεται ἄνευ καὶ πρὸ τῆς ἐπιστροφῆς εἰς τοὺς κόλπους τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκ τῆς ὁποίας εἶχον ἀνευλογήτως ἀποσπασθῆ, δεύτερον δέ, ὅτι ἐντὸς τῶν πλαισίων τῶν διορθοδόξων καὶ πανορθοδόξων σχέσεων οὐδαμῶς δικαιοῦνται νὰ μεταχειρίζωνται τὴν ὀνομασίαν „Μακεδονικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία” λόγῳ, ἀφ’ ἑνός, τῆς εὐαισθησίας τῶν ἑκασταχοῦ τῆς γῆς Ἑλλήνων ἀδελφῶν μας καὶ λόγῳ, ἀφ’ ἑτέρου, τῆς ἀπολύτου ἀπροθυμίας μας νὰ τιτρώσκωμεν (πληγῶμεν, τραυματίζωμεν, πλήττωμεν…) τὰς συνειδήσεις καὶ ψυχὰς ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐν πάσῃ ὥρᾳ καὶ ἐν παντὶ καιρῷ καταδεικνύουν καὶ ἀποδεικνύουν, ὅτι εἶναι γνήσιοι φίλοι μας καὶ, πλέον τούτου, πραγματικοὶ ἀδελφοί μας.
Τὴν στάσιν μας αὐτὴν ἐτηρήσαμεν συνεπῶς. Πρὸ τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος οὔτε εἰς τὰ ἐσωτερικά μας ἐκκλησιαστικὰ ἔγγραφα οὔτε εἰς τὴν πρὸς τὰ ἔξω ὑπηρεσιακήν μας ἀλληλογραφίαν μετεχειρίσθημεν τὴν ὀνομασίαν „Μακεδονικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία”, ὁσάκις δὲ ἐχρησιμοποιήσαμεν αὐτήν, τὸ ἐπράξαμεν εἴτε προτάσσοντες τὴν ἔκφρασιν λεγομένη ἢ οὕτω καλουμένη εἴτε θέτοντες τὸ ὅλον ὄνομα ὑπὸ εἰσαγωγικά.
Μάλιστα δὲ εἰς τὸ ἀπὸ τῆς 16ης Μαΐου ἐ. ἔ. ἐπίσημον ἀνακοινωθὲν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας, διὰ τοῦ ὁποίου ἐξαγγέλλεται ἡ ἐπιστροφὴ τῆς ἐν θέματι Ἐκκλησίας εἰς τὴν κανονικὴν τάξιν καὶ ἡ ἀποκατάστασις τῆς μετ’ αὐτῆς ἑνότητος, ὅπου, ἐν αὐτῇ ταύτῃ τῇ ἀρχῇ τοῦ κειμένου, γίνεται μνεία τῆς σχετικῆς αἰτήσεώς της, ἀναφέρεται τὸ ὄνομά της ὑπὸ εἰσαγωγικά, ἐπειδὴ ἡ αἴτησις, καίτοι ὅλως πρόσφατος, ἐν κυριολεξίᾳ „χθεσινή”, ἐγράφη καὶ ἀπεστάλη καθ’ ὃν χρόνον ὑπῆρχεν ἔτι ἡ διάστασις, ὁ χωρισμός, τὸ σχίσμα.
Σημειωτέον ἐπιπροσθέτως, ὅτι καὶ ἐν τῇ συνεχείᾳ τοῦ ἀνακοινωθέντος παραλείπεται μὲν οἱοσδήποτε προσδιορισμὸς ἢ ὀνοματισμός της, γίνεται δὲ λόγος „περὶ τοῦ μελλοντικοῦ καὶ ὁριστικοῦ τυχὸν καθεστῶτος τῶν ἐν Βορείῳ Μακεδονίᾳ μητροπόλεων καὶ ἐπισκοπῶν” καὶ περὶ „νέας Ἐκκλησίας ἀδελφῆς”.
Πρέπει ἆράγε νὰ ἐξαρθῇ, ὅτι αἱ διατυπώσεις αὐταὶ ἐγένοντο λόγῳ άκριβῶς τῆς πανελληνίου εὐαισθησίας καὶ εὐθιξίας ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὴν ὀνοματοθέτησιν τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κοινωνεῖ ἤδη λειτουργικῶς καὶ κανονικῶς μετὰ τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας ὡς Ἐκκλησίας Μητρὸς κατὰ τὸν Τόμον τοῦ 1922, μετὰ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοῦτ’ αὐτὸ μετὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος;
Τονιστέον εἰσέτι, ὅτι ἡ „νέα ἀδελφὴ Ἐκκλησία” δὲν διεμαρτυρήθη, πρὸς τιμήν της, ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ἡμετέρου τρόπου τοῦ ἐκφράζεσθαι εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο, αἰσθανομένη μᾶλλον καὶ αὐτὴ τὴν λεπτότητα τοῦ ἑλληνοσλαβικοῦ ἀδελφικοῦ διαλόγου. Ἐξ οὗ καὶ ἀναμένομεν – φυσικῶς καὶ δικαίως, θὰ ἐλέγομεν – τόσον ἐκ μέρους τῶν Ἑλλήνων ἀδελφῶν μας ὅσον καὶ ἐκ μέρους ἡμῶν αὐτῶν τὸ νὰ μὴ παρουσιαζώμεθα ὡς „οἱ διϋλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες” (Ματθ. 23, 24), νὰ μὴ γινώμεθα δηλαδὴ ὀνοματολάτραι, ἀλλά, σωφρόνως καὶ νηφαλίως, νὰ ἀρκεσθῶμεν εἰς τὴν οὐσίαν, μηδέποτε λησμονοῦντες, ὅτι ἡ σωτηρία δύο περίπου ἑκατομμυρίων ψυχῶν ὑπέρκειται πάσης ἡμῶν περὶ ὀνομάτων συζητήσεως.
„Οὐ γὰρ ἐν ῥήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ εὐσέβεια” (οἱ ἅγιοι Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς). „Οὐ περὶ φωνῶν ἡμῖν ὁ λόγος…, ἀλλὰ περὶ πραγμάτων καὶ δόξης ὀρθῆς” (ὁ ἅγιος Μᾶρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός).
Πέραν τούτου, κατὰ τὸν διμερῆ μας διάλογον καὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἐπιτεύξεως τῆς κανονικῆς καὶ δι’ ὅλους τελεσφόρου ἐπιλύσεως τοῦ προβλήματος δὲν ἦτο ἐνδεδειγμένον καὶ λυσιτελὲς νὰ εἴπωμεν εἰς τοὺς συνομιλοῦντας μεθ’ ἡμῶν ἀδελφούς: „Δὲν σᾶς δίνομε τὸ δικαίωμα νὰ λέγεσθε, ὅπως διατείνεσθε, ὅτι λέγεσθε. Ἐλᾶτε νὰ συζητήσωμε πρῶτα πῶς λέγεσθε…” Ποία θὰ ἦτο ἡ ἔκβασις; Ἁπλούστατα, ὁ μὲν διάλογος θὰ εἶχε τελειώσει πρὶν ἢ ἀρχίσῃ, ἀντὶ δὲ διεξόδου θὰ ἐπηκολούθει διαιωνιζόμενον ἀδιέξοδον.
Ἐξ ἄλλου, ἔτι καὶ εἰς διάλογον μετὰ τῶν πλέον ἀφισταμένων ἑτεροδόξων – ἢ καὶ ἀλλοθρήσκων – ὁμιλοῦμεν τὴν γλῶσσαν τοῦ σεβασμοῦ, τῆς ἀξιοπρεπείας καί, πρωτίστως, τῆς ἀγάπης, ἢ τοὐλάχιστον τὴν γλῶσσαν τῆς εὐπρεπείας, εὐγενείας καὶ ἁβροφροσύνης. Δὲν λέγομεν δηλαδή: „Ἀναξιότιμε κύριε δεῖνα, κατὰ τἆλλα ἀπαράδεκτε αἱρετικέ”, ἀλλὰ προσαγορεύομεν τὸν συνομιλητήν μας καθὼς ἐκεῖνος ἐξονομάζει καὶ τιτλοφορεῖ ἑαυτόν.
Ἓν μόνον παράδειγμα! Ὁ Χριστός μας ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Ἰούδαν, ἐρχόμενον ἐπὶ κεφαλῆς ἐνόπλου σπείρας, ὡς ἑξῆς: „Ἑταῖρε, ἐφ’ ᾧ πάρει;” (Ματθ. 26, 50). Προκειμένου λοιπὸν οἱ διϊστάμενοι ἀδελφοί μας νὰ καταστοῦν οἱ ἐν Χριστῷ αὐτάδελφοί μας, δὲν ἔπρεπε ποσῶς νὰ ἀνακινηθῇ κατὰ τὸν διάλογον τὸ θέμα τὸ ὀνοματολογικόν. Τοῦτο ὅμως ἐπ’ οὐδενὶ σημαίνει, ὅτι ἡ Σερβικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία αἴφνης, „στὰ καλὰ καθούμενα”, ἤλλαξε τὴν ἐπὶ δεκαετίας τηρηθεῖσαν στάσιν της καὶ μετετράπη εἰς θιασώτην καὶ συνήγορον τοῦ ὑπὸ τῶν ἀνακτηθέντων ἀδελφῶν ποθουμένου καὶ ἐπιδιωκομένου ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας των.
Ἐν προκειμένῳ, ἡ Ἐκκλησια μας οὐδένα κρίνει, οὐδένα προκρίνει, οὐδένα ἀποβάλλει καὶ εὶς οὐδένα ἐπιβάλλεται, οὐδενὸς ὑπερμάχεται καὶ πρὸς οὐδένα ἀντιμάχεται, ἀλλ’ ἀγωνίζεται, ὅση ἡ ἐκ Θεοῦ δύναμις, νὰ κρίνῃ κρίσιν δικαίαν καὶ νὰ ἐνεργῇ ἀγαπητικῶς πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν.
Ἑπομένως, καὶ ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὸ συγκεκριμένον ὀνομαστικὸν θέμα, οὔτ’ εἰσηγεῖται οὔτ’ ἐπιβάλλει τὴν χρῆσιν τοῦ ὀνόματος „Μακεδονικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία”, ἢ τοῦ ὀνόματος „Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχριδῶν καὶ Βορείου Μακεδονίας”, ἢ ἄλλου τινὸς παρεμφεροῦς ὀνόματος, ἀλλ’ οὔτε εἶναι εἰς θέσιν νὰ άπαγορεύσῃ τὴν χρῆσίν του εἰς τοὺς ἕως ἄρτι ἐχομένους αὐτοῦ.
Διὰ τοὺς λόγους τούτους θεωρεῖ τὸ θέμα ἀνοικτόν, λυτέον δὲ ὑπευθύνως δι’ ἀμέσου καὶ καλοπροαιρέτου ἀδελφικοῦ διαλόγου μεταξὺ τῶν ἑλληνογλώσσων ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς γείτονος χώρας, ἄνευ ἀναμίξεως ἢ παρεμβάσεων τῶν ἄλλων κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν. Τοῦτο ἀκριβῶς τὸ μήνυμα ἀπηυθύναμεν προφορικῶς καὶ γραπτῶς πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ἱεράρχας κατὰ τὸν διάλογόν μας, ἐνῷ ἦσαν εἰσέτι διϊστάμενοι καὶ ἀκοινώνητοι, ἔχον οὕτως: „Ἐν ταῖς κατὰ τὰς διαρρευσάσας δεκαετίας συνομιλίαις ἡμῶν ἡμεῖς ἐπεμένομεν, ὅτι ἐν τῷ πλαισίῳ τῶν διορθοδόξων καὶ πανορθοδόξων σχέσεων ὑμεῖς θὰ ἀπέχητε τῆς χρήσεως τοῦ οὐσιαστικοῦ Μακεδονία καὶ τοῦ ἐπιθέτου μακεδονικός, χάριν σεβασμοῦ πρὸς τὰ αἰσθήματα καὶ τὰς θέσεις τῶν ἑλληνοφώνων Ἐκκλησιῶν καὶ πρὸς ἀποφυγὴν ἀνεπιθυμήτων, ἀχρείων καὶ ἐπιζημίων ἀντιπαρατάξεων, λαμβανομένης μάλιστα ὑπ’ ὄψιν τῆς μακραίωνος ἱστορικῆς ἀδελφικῆς ἡμῶν σχέσεως πρὸς τὸν ἑλληνικὸν λαόν, ἰδιαίτατα δὲ τῆς ὑπ’ αὐτοῦ ἀνιδιοτελοῦς, εἰλικρινοῦς καὶ ἐνεργοῦ ὑποστηρίξεως τοῦ σερβικοῦ λαοῦ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἀπηνοῦς ἐπιθέσεως τοῦ NATO.
Δεδομένου, ὅτι ἐν τῷ μεταξὺ ἔλαβε χώραν ἡ διακρατικὴ συμφωνία περὶ τῆς ἐπισήμου ἐπωνυμίας τῆς χώρας ὑμῶν (ἡ σύμβασις τῶν Πρεσπῶν), δεκτῆς γενομένης καὶ διεθνῶς, ἡγούμεθα, ὅτι τὸ ζήτημα τῆς ἐπισήμου προσωνυμίας τῆς ὑμετέρας Ἐκκλησίας δὲν ἀνήκει πλέον εἰς τὸ φάσμα τῆς ἡμετέρας μερίμνης καὶ εὐθύνης· ἄρα, τὸ ἐκκλησιαστικὸν ὑμῶν ὄνομα δέον, ὅπως ἀναφανῇ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς συζητήσεως καὶ συνεννοήσεως ὑμῶν μετὰ τῶν ἑλληνογλώσσων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Πᾶν ἀποτέλεσμα τῆς ἀμοιβαίας συμφωνίας θὰ εἶναι δι’ ἡμᾶς εὐπρόσδεκτον καὶ εὐχῆς ἔργον. Εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι οὕτω θέλουσιν ἀντιδράσει καὶ πᾶσαι αἱ ἄλλαι αὐτοκέφαλοι ὁμόδοξοι Ἐκκλησίαι.”
Προλαβόντως ἐπίσης, διὰ τοῦ συνοδικοῦ γράμματος τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπὸ τῆς 24ης Ἰανουαρίου 2022 (ἀρ. πρωτ. 46) πρὸς τὸν ἐν Σκοπίοις ἑδρεύοντα ἀρχιεπίσκοπον Στέφανον, διὰ τοῦ ὁποίου γράμματος προετάθη ἡ συνέχισις καὶ σὺν Θεῷ ὁλοκλήρωσις τοῦ διαλόγου, ἀναγινώσκει τις τἀκόλουθα: „…Προσκαλοῦμεν Ὑμᾶς ἀδελφικῶς, ὅπως συνεχίσωμεν τὸν διάλογον, ἔχοντες τὴν συνείδησιν τῆς εὐθύνης ἡμῶν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἱστορίας. Αἱ ἐν γένει τραγικαὶ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ ἡμῶν Ἐκκλησίᾳ διαδικασίαι ὑποχρεοῦν ἡμᾶς ἰδιαίτατα, ὅπως παράσχωμεν παράδειγμα κόπου καὶ θυσίας ὑπὲρ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης, καθ’ ἣν γνώσεται ὁ κόσμος, ὅτι ὡς ἀληθῶς εἴμεθα μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ.”
Ἀλλὰ καὶ εἰς τούτου τοῦ περιεχομένου ἐπιστολὴν ἀπεφεύχθη – πάλιν, ἐννοεῖται, πρὸς χάριν τῶν ἐν Ἑλλάδι ἀδελφῶν μας – ἡ χρῆσις τοῦ ἰσχύοντος αὐτοπροσδιορισμοῦ τῶν ὡς εἴρηται ἀδελφῶν καὶ ἐγένετο λόγος ἀορίστως περὶ „τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς κανονικῆς τάξεως ἐν τῇ ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς σημερινῆς Βορείου Μακεδονίας Ἐκκλησίᾳ καὶ τῆς ἐμπεδώσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰρήνης καὶ κοινωνίας μεταξὺ ἀδελφῶν” (ὑπογράμμισις ἡμετέρα).
Ὁ εὐλογημένος καρπὸς τοῦ διαλόγου ὑπῆρξεν, ὡς γνωστόν, ἡ ἐπάνοδος τῶν ἐπὶ μακρὸν χρόνον κεχωρισμένων ἀδελφῶν εἰς τὴν κανονικὴν τάξιν καὶ ἡ συνακόλουθος ἀποκατάστασις τῆς κοινωνίας.
Εἰς τὴν ἐπὶ τούτου ἀπόφασιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ληφθεῖσαν τῇ 16ῃ τοῦ παρελθόντος μηνός, ἀναγράφεται, σὺν τοῖς ἄλλοις, ἀπαραλλάκτως τὸ „συστῆσαι…, ὅπως τὸ ζήτημα τῆς ἐπισήμου ὀνομασίας αὐτῆς” λυθῇ „ἐν ἀμέσῳ ἀδελφικῷ διαλόγῳ μετὰ τῶν ἑλληνοφώνων καὶ ὑπολοίπων κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν”. Ἠκολούθησε μετὰ ταῦτα, τῇ 5ῇ Ἰουνίου, ἡ ἀπονομὴ τοῦ αὐτοκεφάλου, ὁπότε, εἰς τὸν σχετικὸν Τόμον, ἐκ νέου, διὰ πολλοστὴν φοράν, ἐπανελήφθη ἡ αὐτὴ σύστασις καὶ προτροπή, ὅπως „ἡ νέα ἀδελφὴ Ἐκκλησία ἐπιλύῃ καὶ ἐπιλύσῃ τὸ ζήτημα τῆς ἐπισήμου ὀνομασίας αὐτῆς δι’ ἀμέσου ἀδελφικοῦ διαλόγου μετὰ τῶν ἑλληνοφώνων καὶ λοιπῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν”.
Καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς… Δὲν ὑπάρχει ἔγγραφον ἢ ἐπίσημον κείμενον τῆς Ἐκκλησίας μας, εἰς τὸ ὁποῖον δὲν ἀντιμετωπίζεται ὑπευθύνως καὶ μετὰ τῆς δεούσης προσοχῆς τὸ παρὸν θέμα. Ὁ λόγος εἶναι δεδομένος καὶ πάντοτε ὁ αὐτός: ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἑκασταχοῦ τῆς γῆς ὁμόδοξον Ἑλληνισμὸν καὶ ὁ σεβασμὸς πρὸς τὰς πεποιθήσεις καὶ τὰ αἰσθήματά του, μὴ αἰρομένης τῆς ἀγάπης μας πρὸς τοὺς ὁμοδόξους ἀδελφούς μας τοὺς διαβιοῦντας εἰς τὴν καὶ ἐκ τῆς σκοπιᾶς τοῦ νότου (Ἑλλὰς) καὶ ἐκ τῆς σκοπιᾶς τοῦ βορᾶ (Σερβία) φίλην γείτονα χώραν.
Εἰρήσθω δὲ ἐν παρόδῳ, ὅτι πολλοὶ εἶναι σήμερον δυσηρεστημένοι ἐξ αἰτίας τοῦ περιβοήτου ὀνόματος οὐ μόνον εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν Σερβίαν, ὅπου ζῇ εἰσέτι ἡ μνήμη τῆς παλαιᾶς Νοτίου Σερβίας, καὶ εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν Βόρειον Μακεδονίαν, ὅπου οὐκ ὀλίγοι ἐνοχλοῦνται ὡς ἐκ τοῦ συστατικοῦ ἐπιθέτου βόρειος.
Ἡ συναισθηματικὴ χαλάρωσις δύναται ἴσως νὰ ἐντοπισθῇ εἰς τὴν ἐποπτείαν τῆς „βυζαντινῆς”, „ἑλληνιστικῆς”, „κλασσικῆς” καὶ „προκλασσικῆς” ἑλληνικῆς περιόδου τῆς ἱστορίας τῆς Χερσονήσου τοῦ Αἵμου, πέραν δὲ τούτου εἰς τὴν ἐποπτείαν τῆς οὐ μόνον προσλαβικῆς, ἀλλὰ καὶ προελληνικῆς (πελασγικῆς) περιόδου τῆς ἱστορίας της, πρὸ πάντων ὅμως εἰς τὸ ὅραμα μιᾶς μελλοντικῆς Χερσονήσου τοῦ Αἵμου, ἀδιαιρέτως μὲν διαιρουμένης γλωσσικῶς, ἐθνικῶς καὶ κρατικῶς, ἡνωμένης δὲ πνευματικῶς, ἱστορικῶς καὶ πολιτιστικῶς. Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας, οὕτως ἢ ἄλλως, „οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην”, „οὐκ ἔνι βάρβαρος, Σκύθης” (Σλᾶβος), ἀλλ’ εἴμεθα οἱ πάντες „εἷς… ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ” (Γαλ. 3, 28 καὶ Κολ. 3, 11).
Ἐν αὐτῇ, ἐπίσης, προέχει καὶ ὑπερέχει „ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα” (Φιλ. 2, 9), τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (ὅρα Α΄ Κορ. 1, 2).
Ἀδίκως, λοιπόν, ἐνοχοποιεῖται ἡ Σερβικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία „γιὰ τὴν χρήση τοῦ ὅρου Μακεδονικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀποδιδομένου ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀχρίδος”. Ἡ Ἐκκλησία μας δέν ποιεῖται ἐπισήμως χρῆσιν τοῦ ὅρου.
Διευκρινήσαμεν, μετὰ τεκμηρίων, πότε, πῶς καὶ διατί ἐχρησιμοποιήθη οὗτος εὐκαιριακῶς καὶ συμβατικῶς ὡς ὁ ἐπισήμως μόνος ὑπαρκτός.
Τὸ θέμα τοῦ ὀνόματος, ὑπὸ τὴν σερβικὴν ἐκκλησιαστικὴν ἔποψιν, ἐναπόκειται εἰς τὸν διάλογον καὶ τὴν συνεννόησιν μεταξὺ τῶν ἑλληνοφώνων Ἐκκλησιῶν, ἐν πρώτοις μάλιστα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καὶ τῆς „Ἐκκλησίας τῆς Ἀχρίδος”, δεδομένου ἐπὶ πλέον, ὅτι καὶ τὸ ὄνομα „Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος” ἀμφιλέγεται ἢ καὶ ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ οὐκ ὀλίγων ἐκκλησιαστικῶν κύκλων ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδος.
Ὡς Σερβικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστεύομεν, ὅτι ἡ ἐν προκειμένῳ τοποθέτησίς μας τυγχάνει ἔντιμος, φιλάδελφος καὶ συνεπής.
Οἱ ταλαίπωροι Σέρβοι δὲν εἶναι, βεβαίως, ἄμοιροι ὀλισθημάτων καὶ πταισμάτων κατὰ τὴν ἱστορίαν των καὶ κατὰ τὰς χαλεπάς, οὐ μενετὰς ἡμέρας μας πλὴν ὅμως, δὲν γίνεται νὰ καταλογισθῇ εἰς αὐτοὺς ὀνοματοληψία βαρυτέρας ἢ ἐλαφροτέρας μορφῆς.
Θεωροῦμεν, ἐν κατακλείδει, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον θὰ ὁδηγήσῃ πάντας ἡμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν καὶ ὅτι ἡ ἀλήθεια τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως, ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστὸς ὡς ἡ Ἀλήθεια, ἐλευθερώσει ἡμᾶς (πρβλ. Ἰω. 8, 32). Γένοιτο!