Σύμφωνα με την μελέτη, σχεδόν οι μισοί ασθενείς νιώθουν ότι δεν έχουν αναρρώσει πλήρως μετά από ενάμισι έτος από την νόσηση με κορονοϊό, ενώ τουλάχιστον ο ένας στους 20 νιώθει ότι δεν έχει αναρρώσει καθόλου. Μεταξύ όσων είχαν αρχικά νοσηλευθεί, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι ακόμη μεγαλύτερα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Τζιλ Πελ του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Nature Communications», σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερς και τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», ανέλυσαν στοιχεία για 33.281 ανθρώπους διαγνωσμένους με κορονοϊό, καθώς και για σχεδόν 63.000 που δεν είχαν μολυνθεί από τον ιό. Η κατάσταση όλων αξιολογήθηκε ανά εξάμηνο μετά την αρχική λοίμωξη (στους 6, 12 και 18 μήνες).
Στους έξι μήνες από την αρχική οξεία λοίμωξη, το 8% των ασθενών είχαν αναφέρει μη ανάρρωση, το 47% μερική και το 45% πλήρη ανάρρωση, στους 12 μήνες τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 8%, 46% και 46%, ενώ στους 18 μήνες ήσαν παρόμοια. Διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό μη ανάρρωσης, ειδικότερα μεταξύ των αρχικά συμπτωματικών ασθενών, μετά από 12 μήνες ήταν 11%, ενώ μερικής ανάρρωσης 51% και πλήρους ανάρρωσης 39%. Παρόμοια ήταν τα ποσοστά και μετά από 18 μήνες.
Τα περιστατικά μακρόχρονης Covid-19 ήταν πιθανότερα σε όσους είχαν αρχικά χρειαστεί νοσηλεία, στις γυναίκες, στους ανθρώπους με κοινωνικο – οικονομικά προβλήματα και στους έχοντες προϋπάρχοντα προβλήματα υγείας. Τα συχνότερα επίμονα συμπτώματα ήταν δύσπνοια, πόνος στο στήθος, ταχυπαλμία, σύγχυση και εγκεφαλική «ομίχλη». Ο εμβολιασμός πριν την αρχική λοίμωξη Covid-19 φάνηκε να παρέχει κάποια προστασία έναντι του κινδύνου κατοπινής μακράς νόσου.
Πηγή: newsit.gr