Κύπρος- Αρχιεπισκοπικές εκλογές: Οι εξόριστοι μητροπολίτες, η εμπλοκή των Άγγλων και ο Αρχιεπίσκοπος λίγων ημερών
Στις Αρχιεπισκοπικές Εκλογές της Κυριακής όλα πάνε βάσει προγράμματος. Μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β’ συνήλθε η Ιερά Σύνοδος, προκήρυξε εκλογές εντός μερικών εβδομάδων και η διαδικασία αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Έξι μητροπολίτες διεκδικούν τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο, βρίσκονται όλοι σε κυπριακό έδαφος και πέραν από την αντιπαλότητα που αναπτύχθηκε σε προεκλογικό επίπεδο, όλα κυλούν ομαλά.
Δεν ήταν, όμως, πάντοτε έτσι οι Αρχιεπισκοπικές Εκλογές στην Κύπρο. Αν και συζητούμε σήμερα την εμπλοκή των υψηλόβαθμων ιεραρχών στην πολιτική, στο παρελθόν οι εκκλησιαστικές εκλογές αποτελούσαν πολιτικές πράξεις και ήταν άμεσα επηρεασμένες και συνυφασμένες με τα γεγονότα της πολιτικής, ενώ από ένα σημείο και μετά, οι δύο έννοιες κατέστησαν ταυτόσημες, με τον Μακάριο Γ’ να είναι ταυτόχρονα Αρχιεπίσκοπος και Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του εικοστού αιώνα, η Αγώνας για την Ένωση με την Ελλάδα αποτελούσε το σημαντικότερο σημείο αναφοράς για τον κυπριακό Ελληνισμό και, ως εκ τούτου, γεγονότα που συνδέονταν με αυτόν διαδραμάτιζαν κεντρικό ρόλο και στα γεγονότα των Αρχιεπισκοπικών.
Εξορίες και μυστικές συναντήσεις
Ένα ιστορικό γεγονός που επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό την Εκκλησία της Κύπρου ήταν τα Οκτωβριανά, η αυθόρμητη εξέγερση των Κυπρίων κατά του αποικιοκρατικού ζυγού, τον Οκτώβριο του 1931, που υπήρξε στην ουσία προπομπός του μεγάλου Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ. Ως αφορμή για αυτή τη μικρή επανάσταση ήταν η επιβολή φορολογίας από τους Άγγλους, η οποία δεν εγκρίθηκε από το Νομοθετικό Συμβούλιο, η θέση του οποίου παρακάμφθηκε. Τότε παραιτήθηκε ο Μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς, ζητώντας από τον λαό να αγωνιστεί για την Ένωση με την μητέρα πατρίδα. Ακολούθησε η παραίτηση όλων των Ελλήνων από το Συμβούλιο και ογκώδεις εθνικές πορείες σε διάφορα σημεία της Κύπρου με αποκορύφωμα την πυρπόληση του κυβερνείου.
Τα γεγονότα αυτά συνδέονται άμεσα με τις Αρχιεπισκοπικές Εκλογές. Οι αποικιοκράτες θεώρησαν συγκεκριμένα πρόσωπα υποκινητές της πιο μεγάλης εξέγερσης που αντιμετώπισαν μέχρι εκείνη τη στιγμής την Κύπρο και τα εξόρισαν, με αποτέλεσμα να βρεθεί εκτός Κύπρου, πέραν του Μητροπολίτη Κιτίου και ο Κυρηνείας Μακάριος (αργότερα Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β’). Όπως εξηγεί στο βιβλίο του «Αρχιεπισκοπικές Εκλογές στην Κύπρο-Μια ιστορική ανάδρομή στον 20ο αιώνα» ο δικηγόρος Μαρίνος Κλεάνθους, ο μόνος Μητροπολίτης που παρέμενε στην Κύπρο ήταν Πάφου Λεόντιος.
«Ο Λεόντιος, όταν ξέσπασε η εξέγερση του 1931, βρισκόταν εκτός Κύπρου, εκπροσωπώντας την Κυπριακή Εκκλησία σε δύο διεθνή Συνέδρια, στο Λονδίνο και στη Βόννη, αντίστοιχα. Έτσι, το αγγλικό καθεστώς δεν τον θεώρησε ως έναν από τους άμεσα υπεύθυνους για τα Οκτωβριανά. Γι’ αυτό και δεν υπήρξε οποιαδήποτε απόφαση για εξορία του». Οι Βρετανοί προσπάθησαν να αποτρέψουν την επιστροφή του στην Κύπρο, θέτοντας ως προϋπόθεση να υπογράψει ότι δεν θα αναμειχθεί στα πολιτικά πράγματα του τόπου. Τελικά το έπραξε το 1932, έπειτα από υπόδειξη του Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Γ’. Έτσι, όταν το 1933 απεβίωσε ο Αρχιεπίσκοπος, ο Λεόντιος ήταν ο μοναδικός Μητροπολίτης σε κυπριακό έδαφος και ανέλαβε Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου. Δεν μπορούσε όμως να συγκαλέσει Ιερά Σύνοδο και ούτε κατάφερε να προκηρύξει εκλογές.
Οι αποικιοκράτες αρνούνταν να επιτρέψουν στους άλλους δύο μητροπολίτες να επιστρέψουν στην Κύπρο και οι ίδιοι ήθελαν να καθυστερήσουν οι εκλογές μέχρι να τα καταφέρουν. Ο Λεόντιος κατηγορείτο ότι προέβαινε σε ενέργειες ευνοϊκές για τη δική του υποψηφιότητα όταν προσπαθούσε να προκηρύξει εκλογές και ότι προσπαθούσε να παρατείνει την κατάσταση πραγμάτων για να παραμείνει Τοποτηρητής όταν δεν το έκανε.
Το 1935 ο Νικόδημος και ο Μακάριος συναντήθηκαν στην Ιερουσαλήμ και τάχθηκαν από κοινού υπέρ της συνέχισης της αναβολής ων εκλογών, γνωστοποιώντας την απόφαση με επιστολή τους στον Λεόντιο, ο οποίος με ανακοίνωση υιοθέτησε το περιεχόμενό της. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσπαθούσε να πιέσει τις εξελίξεις με διάφορες ιδέες για αντικατάσταση των εξόριστων μητροπολιτών, οι οποίες όμως δεν γίνονταν αποδεκτές.
Το 1937 πραγματοποιήθηκε μια μυστική συνάντηση μεταξύ των Μητροπολιτών Πάφου και Κερυνείας, πάνω σε ένα πλοίο που έφτασε από τον Πειραιά, κατά την οποία συμφώνησαν να διοριστεί από τον Μακάριο αντιπρόσωπός του για διεξαγωγή των εκλογών, υπό τον όρο ότι και οι τρεις θα παραιτούνταν από τις βλέψεις για τον θρόνο. Μάλιστα υπάρχουν πληροφορίες πως συμφώνησαν και ως προς το πρόσωπο που θα εκλεγόταν Αρχιεπίσκοπος, που ήταν ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος. Ακολούθως συμφώνησε και ο Νικόδημος να διορίσει αντιπρόσωπο και τα πράγματα φαινόταν ότι έπαιρναν τον δρόμο τους. Όμως λίγες μέρες αργότερα ο Μητροπολίτης Κιτίου πέθανε στην εξορία, με αποτέλεσμα να μείνει κενή η δική του θέση.
Η αγγλική ανάμειξη
Γνωρίζοντας, όμως, τον ρόλο της Εκκλησίας στο ενωτικό κίνημα, οι Άγγλοι προσπάθησαν να ελέγξουν οι ίδιοι τις εξελίξεις στην εκλογή του Αρχιεπισκόπου. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο, «το βρετανικό καθεστώς προωθούσε νομοσχέδιο, σύμφωνα με το οποίο απαγορευόταν η εκλογή ‘ανεπιθύμητων προσώπων’ στη θέση του Αρχιεπίσκοπο Κύπρου». Στόχος τους ήταν να αποκλείσουν οποιονδήποτε θεωρούσαν ότι θα τους δημιουργούσε προβλήματα.
Ο Λεόντιος μετέβη ξανά στην Αθήνα και μαζί με τον Μακάριο αποφάσισαν να έρθουν στην Κύπρο ο Τραπεζούντος Χρύσανθος και ο Σιναίου Πορφύριος, για να μπορεί να συνέλθει η Ιερά Σύνοδος και να αποφασιστεί η διενέργεια εκλογών. Στα σχέδια αυτά ανακατεύτηκαν και πάλι οι Βρετανοί, καθώς ο κυβερνήτης Πάλμερ, με δύο νόμους αφενός απέκλεισε την εκλογή μη Κυπρίων στη θέση του Αρχιεπισκόπου και αφετέρου ο ίδιος θα είχε την εξουσία για έγκριση του προσώπου. Έτσι παρατάθηκε για άλλη μια φορά η πραγματοποίηση εκλογών.
Με την πάροδο του χρόνου και τη διόγκωση του ενωτικού κινήματος, ο Λεόντιος έκανε πιο έντονο τον εθνικό του λόγο και τασσόταν συνεχώς υπέρ της ελληνικότητας της Κύπρου, γεγονός που ενοχλούσε πολύ τους αποικιοκράτες, που άρχισαν να δείχνουν τα δόντια τους στον Μητροπολίτη. Τον Απρίλιο του 1938 βρέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου Λεμεσού (για δεύτερη φορά, καθώς είχε κατηγορηθεί και κάποια χρόνια προηγουμένως) με την κατηγορία ότι σε ομιλίες του χρησιμοποιούσε γλώσσα που θα μπορούσε να διαταράξει τη δημόσια ειρήνη. Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε έξω από τη δίκη του προσφέροντας στήριξη στον Λεόντιο, ωστόσο του επιβλήθηκε περιορισμός να παραμένει στην επαρχία Πάφου υπό συνεχή αστυνομική επιτήρηση για ένα χρόνο.
Η ποινή αυτή του επιβλήθηκε εκ νέου και το 1939, καθώς κρίθηκε ότι οι ενέργειες και οι ομιλίες του στρέφονταν εναντίον της αποικιοκρατίας. Αυτές οι δύο διαδοχικές ποινές εξύψωσαν πολύ τον Λεόντιο στα μάτια του λαού, που του έδειχνε όλο και περισσότερο την αγάπη του.
Ο Αρχιεπίσκοπος Λεόντιος.
Εκλογή για 37 μέρες
Τελικά, στα τέλη του 1946, οι Άγγλοι επέτρεψαν στον εξόριστο Μητροπολίτη Κυρηνείας να επιστρέψει στην Κύπρο και επιτέλους θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν Αρχιεπισκοπικές Εκλογές. Υπήρχε όμως το πρόβλημα της κενής θέσης στη Μητρόπολη Κιτίου και χρειάζονταν τρεις μητροπολίτες για να γίνουν εκλογές. Έτσι ζητήθηκε από το Φανάρι να αποστείλει έναν Μητροπολίτη και έφτασε στην Κύπρο ο Μητροπολίτης Δέρκων Ιωακείμ για να μπορέσουν να γίνουν εκλογές το 1947, 14 χρόνια μετά από τον χρόνο που έπρεπε να πραγματοποιηθούν.
Όταν, όμως, ορίστηκαν οι εκλογές, ξεκίνησε μια νέα σύγκρουση με πολιτικό υπόβαθρο. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Μαρίνου Κλεάνθους, «ο Μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος εξέφραζε την αδιάλλακτη ενωτική παράταξη της Κύπρου, ενώ ο Μητροπολίτης Πάφου Λεόντιος χαρακτηριζόταν ως περισσότερο μετριοπαθής. Έτσι, ο αντικομουνιστικός λόγος των υποστηρικτών του Μακαρίου οδήγησε την Αριστερά στην υποστήριξη της υποψηφιότητας του Λεοντίου».
Προκειμένου να αποφευχθεί μια νέα κρίση, Λεόντιος και Μακάριος βεβαίωσαν, ύστερα από εισήγηση του Ιωακείμ, ότι δεν θα αποδέχονταν την εκλογή τους στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ως εκ τούτου, η Δεξιά υποστήριξε τον Σιναίου Πορφύριο και η Αριστερά συνέχιζε να υποστηρίζει τον Λεόντιο, παρά τη δήλωσή του ότι δεν θα είναι υποψήφιος, καθώς ήταν Κύπριος και Τοποτηρητής για πάνω από μία δεκαετία. Τελικά 59 εκλέκτορες υποστήριξαν τον Λεόντιο και 17 τον Πορφύριο.
Απόκομμα από εφημερίδα της εποχής.
Ο Λεόντιος υπενθύμισε ότι είχε δεσμευθεί πως δεν θα ήταν υποψήφιος, ιδιαίτερα μετά την επιμονή του Μακαρίου, όμως μεταπείσθηκε μετά και από σχετική παρέμβαση του Δέρκων Ιωακείμ. Η κατάσταση εκτονώθηκε μετά από παρασκηνιακές διαβουλεύσεις και ο Λεόντιος ενθρονίστηκε.
Ωστόσο η θητεία του Αρχιεπισκόπου Λεοντίου διήρκησε μόνο για 37 μέρες, αφού, αν και 51 ετών, πέθανε αιφνιδίως. Πυροδοτήθηκαν φήμες ότι ο θάνατός του ήταν αποτέλεσμα δηλητηρίασης, ωστόσο δεν επιβεβαιώθηκαν. Το επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν ανέφερε ως αιτία θανάτου τις επιπλοκές από χρόνιο πρόβλημα που αντιμετώπιζε με τις αμυγδαλές του. Έτσι η Κύπρος μπήκε σε μια νέα διαδικασία διαδοχής, με υποψηφίους τον Κερηνείας Μακάριο και τον Δέρκων Ιωακείμ. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο υποστήριζε τον Μακάριο και ζήτησε από τον Ιωακείμ να φύγει από την Κύπρο και διά βοής έγινε Αρχιεπίσκοπος ο Μακάριος Β’, οδηγώντας την Κύπρο στο Ενωτικό Δημοψήφισμα.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β’.
Ο Αρχιεπίσκοπος… Παπαφλέσσας
Κι αν όλη αυτή η ιστορία φαίνεται ήδη περίεργη στον σύγχρονο αναγνώστη, εξαιρετικά παράξενη σε σχέση με το σήμερα είναι και μία αφίσα, που έχει στο αρχείο του ο κ. Κλεάνθους, η οποία παρουσιάζει τον Μακάριο Β’ ως… Παπαφλέσσα με τίτλο «ο Μακάριος το εθνικό μας σύμβολο» (όπως έδειξε η ιστορία, το έχει το όνομα). Στην αφίσα του Παγκύπριου Μακαριακού Μετώπου υπάρχει μία φωτογραφία του Αρχιεπισκόπου πάνω σε άλογο και αναφέρει πως είναι από την εποποιΐα του 1912-1913.
«Πάνω στ’ απάτητα βουνά της θρυλικής Ηπείρου ο σεπτός μας ιεράρχης Μακάριος, το 1912-1913 που εδημιουργείτο η Ελλάδα των πέντε θαλασσών, έγραψε με το αίμα του τις πιο ένδοξες, τις πιο ηρωικές σελίδες της ιστορίας του νησιού μας.
Ο Μακάριος ξαναζωντάνεψε με τις πράξεις του, τον Παπαφλέσσα, τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και τόσους άλλους τιτάνες της εθνικής μας αντίστασης, και πρόσφερε σαν άξιος συνεχιστής του έργου των, την ύπαρξή του, στον βωμό της θρησκείας και της πατρίδας για να φουντώσει το δέντρο της αγίας λευτεριάς και να καλύψει με την σκιά του όλα τα σκλαβωμένα παιδιά της Ελλάδας», αναφέρεται στο κείμενο.
Προστίθεται ότι «ο κυπριακός λαός δεν ξέχασε τις θυσίες του παιδιού του, τα μαρτύριά του, την εξορία του, και έρχεται τώρα αυθόρμητα και ανεπιφύλακτα να αποτίσει ελάχιστο φόρο τιμής στο άξιο τούτο κυπριακό βλαστάρι, τον εθνομάρτυρα Μακάριον, ανεβάζοντας τον στον περίλαμπρο θρόνο του Αποστόλου Βαρνάβα».
Η αφίσα καταλήγει πανηγυρικά: «Αυτή τη στιγμή, μια φωνή επιτακτική, σαν θεία επίκληση βγαίνει από όλων των Κυπρίων τα στήθη και δονεί την κυπριακή ατμόσφαιρα. Η φωνή Μακάριος και μόνο Μακάριος. Ζήτω ο ντόπιος Μακάριος. Ζήτω ο Μακάριος ο πολεμιστής!».
Η αφίσα του Παγκύπριου Μακαριακού Μετώπου.
Πηγή: reporter.com.cy