Dogma

Μόσχα κατά Περιστερίου: Συκοφαντικές κατηγορίες ότι η Ρωσική Εκκλησία ετοίμαζε τη «στρατηγική» της εισπήδησης 30 χρόνια

Σε μια ακόμα προσπάθεια να "νομιμοποιήσει" την αντικανονική εισπήδηση της Ρωσίας στα εδάφη του Παλαίφατου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, το Τμήμα Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων, βάζει στο στόχαστρό του τον Μητροπολίτη Περιστερίου Γρηγόριο και όσα διεξοδικά ανέλυσε για το ρωσικό εκκλησιαστικό επεκτατισμό και για το πώς η Μόσχα ακυρώνει το Αυτοκέφαλό της.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο  Μητροπολίτη Περιστερίου Γρηγόριος σε δύο άκρως διαφωτιστικές διαδοχικές συνεντεύξεις είχε αναλύσει διεξοδικά την κίνηση της Εκκλησίας της Ρωσίας να ιδρύσει εξαρχία στην Αφρική, εξηγώντας μάλιστα, γιατί οι πράξεις αυτές της Μόσχας είναι Σχίσμα και όχι εισπήδηση.

Διαβάστε αναλυτικά τα όσα καταμαρτυρεί η Υπηρεσία Επικοινωνίας του ΤΕΕΣ στον Μητροπολίτη Περιστερίου Γρηγόριο:

Το (ΤΕΕΣ) θεωρεί απαραίτητο να αναιρέσει τις ανυπόστατες από κανονική και θεολογική άποψη κατηγορίες σε βάρος της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, τις οποίες εξαπέλυσε ο μητροπολίτης Περιστερίου Γρηγόριος σε συνεντεύξεις του στις ιστοσελίδες «Orthodox TV» (5 Φεβρουαρίου 2022) και «Aparchi» (6 Φεβρουαρίου 2022).

Υπό τη μορφή της εκκλησιαστικής κανονικής αναλύσεως ο Σεβασμιώτατος Περιστερίου διαδίδει ψευδείς, συκοφαντικές κατηγορίες ότι δήθεν η Ρωσική Εκκλησία επί 30 χρόνια ετοίμαζε τη «στρατηγική» εισπήδησης στο κανονικό έδαφος άλλων κατά τόπους Εκκλησιών, και ότι δήθεν διεκδικεί παγκόσμια δικαιοδοσία στον ορθόδοξο κόσμο και ότι δήθεν παρόμοιες αξιώσεις έχουν τάχα καταγραφεί στον Καταστατικό Χάρτη της. Το Τμήμα Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων με πλήρη ευθύνη δηλώνει: ούτε οι προηγούμενες, αλλά ούτε και η ισχύουσα εκδοχή του Καταστατικού Χάρτη της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, το κείμενο του οποίου είναι προσβάσιμο δημοσίως, δεν επιβουλεύονται τα κανονικά όρια των άλλων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Στον ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας απαριθμούνται τα κράτη, τα οποία συγκροτούν το κανονικό έδαφός της: «Η δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας περιλαμβάνει τα πρόσωπα του ορθόδοξου δόγματος, τα οποία διαβιούν στο κανονικό έδαφος της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, στη Ρωσική Ομοσπονδία, την Ουκρανία, τη Δημοκρατία της Λευκορωσίας, τη Δημοκρατία της Μολδαβίας, τη Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν, τη Δημοκρατία του Καζακστάν, τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, τη Δημοκρατία της Κιργιζίας, τη Δημοκρατία της Λετονίας, τη Δημοκρατία της Λιθουανίας, τη Μογγολία, τη Δημοκρατία του Τατζικιστάν, το Τουρκμενιστάν, τη Δημοκρατία του Ουζμπεκιστάν, τη Δημοκρατία της Εσθονίας, την Ιαπωνία, καθώς επίσης και τους ορθοδόξους χριστιανούς, οι οποίοι διαβιούν σε άλλες χώρες και υπάγονται εθελουσίως στη δικαιοδοσία της» (I. 3).

Απολύτως αβάσιμες είναι και οι απερίσκεπτες επαναλήψεις από τον μητροπολίτη Γρηγόριο των τετριμμένων κατηγοριών σε βάρος της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας περί εθνοφυλετισμού. Εάν ο μητροπολίτης Γρηγόριος έκανε τον κόπο να μελετήσει τον Καταστατικό της Χάρτη, ουδέποτε δεν θα έβρισκε τη διατύπωση ότι στη δικαιοδοσία της υπάγονται «τα όπου γης πρόσωπα ρωσικής καταγωγής». Μάλιστα, στις πρώτες ήδη γραμμές αυτού του εγγράφου θα ανακάλυπτε τη φράση ότι «Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι πολυεθνική Τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, η οποία τελεί σε δογματική και σε λατρευτική και κανονική κοινωνία με τις άλλες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες». Αυτή η διατύπωση αναιρεί πλήρως τα παράλογα κατασκευάσματα του Έλληνα θεολόγου ότι η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία δήθεν μόνη της ακύρωσε τις αιτίες του αυτοκεφάλου της, επειδή τάχα δεν σέβεται τα όρια των άλλων κατά τόπους Εκκλησιών και διέκοψε την κοινωνία με ορισμένες εξ αυτών.

Η Ρωσική Εκκλησία παραμένει σε κοινωνία με το πλήρωμα της Ορθοδοξίας, σέβεται τα όρια των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίες δεν μολύνθηκαν από την κοινωνία και το συλλείτουργο με τους σχισματικούς και διατηρεί κοινωνία με αυτές τις Εκκλησίες. Η αναστολή της κοινωνίας με εκείνες τις κατά τόπους Εκκλησίες και εκείνους τους ιεράρχες, οι οποίοι δέχθηκαν σε κοινωνία τους αφορισμένους και μη διαθέτοντες κανονική χειροτονία «ιεράρχες» του σχίσματος, δικαιολογείται από τον ιερό κανόνα: «Εἰ δὲ φανείῃ τις τῶν ἐπισκόπων, ἢ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, ἤ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν κανόνα τῆς ἐκκλησίας» (Β΄ Αντιοχ. Ι΄ και ΙΑ΄ Αποστολ.).

Εγγράφως θεμελιωμένα προηγούμενα κοινών ορθοδόξων αποφάσεων περί προσωρινής ή οριστικής άρσης του αυτοκεφάλου δεν υπάρχουν. Η κατάργηση του καθεστώτος των μεν ή των δε κατά τόπους αυτοκεφάλων Εκκλησιών, λ.χ. στο έδαφος της Βυζαντινής ή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πραγματοποιούνταν από τις κοσμικές Αρχές και βάσει κοσμικών εγγράφων.

Πολύ περισσότερο που παρόμοιες αποφάσεις δεν μπορούν να ληφθούν από τη λεγόμενη «Σύνοδο της Πενταρχίας», για την οποία κάνει λόγο ο μητροπολίτης Περιστερίου Γρηγόριος. Είμαστε αναγκασμένοι να υπενθυμίσουμε ότι η θεωρία της «Πενταρχίας» διαμορφώθηκε στην ορθόδοξη Ανατολή τον 6ο-8ο αι., αλλά ουδέποτε δεν έτυχε καθολικής αποδοχής στον χριστιανικό κόσμο. Πρώτον, δεν την αποδέχθηκε η Εκκλησία της Ρώμης. Δεύτερον, αυτή η θεωρία αγνοούσε άλλες υφιστάμενες εκείνη τη στιγμή αυτοκέφαλες Εκκλησίες, ειδικότερα δε της Γεωργίας και της Κύπρου.

Αφότου στα τέλη του 16ου αι. οι τέσσερις Πατριάρχες της Ανατολής – Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων – αναγνώρισαν την πατριαρχική αξία του Προκαθημένου της αυτοκεφάλου Ρωσικής Εκκλησίας, ο τελευταίος κατέλαβε την πέμπτη θέση στα ιερά δίπτυχα των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Την εποχή της η ιδέα της «Πενταρχίας» χρησιμοποιήθηκε από ορισμένους θεολόγους ως σύμβολο και μορφή της ισοτιμίας των Προκαθημένων των κατά τόπους Εκκλησιών ως αντιστάθμιση στις αξιώσεις των εικονομάχων Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως και της απολυταρχίας της παπικής εξουσίας στην Εκκλησία της Ρώμης. Είναι θλιβερό σήμερα να παρατηρεί κανείς πώς ο Σεβασμιώτατος Περιστερίου χρησιμοποιεί το δόγμα της «ομοφρόνου συμφωνίας των πέντε πατριαρχών» (Οσίου Θεοδώρου Στουδίτη, Επιστολή 478), προκειμένου να απορρίψει την ισοτιμία των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών υπέρ των καινοτόμων παπικού τύπου αξιώσεων της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.

Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία πάντοτε με σεβασμό αντιμετώπιζε τα Πατριαρχεία της Ανατολής, επί αιώνες τους παρείχε κάθε υποστήριξη και σήμερα αγωνίζεται ακάματα ώστε στις συνθήκες των κλιμακούμενων διωγμών κατά των χριστιανών της Μέσης Ανατολής τα Πατριαρχεία αυτά να παραμείνουν στο ιστορικό τους έδαφος.

Όσον δεν αφορά στην Πατριαρχική Εξαρχία στην Αφρική, οι εξαιρετικές αιτίες και περιστάσεις της συστάσεώς της περιγράφονται στην από 28ης Ιανουαρίου 2022 Δήλωση της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ειδικότερα, τονίσθηκε ότι η ίδρυση της Εξαρχίας «δεν αποτελεί έκφραση διεκδικήσεων επί του κανονικού εδάφους της παλαιφάτου Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, αλλά επιδιώκει έναν και μοναδικό σκοπό: να παρασχεθεί κανονική προστασία σε εκείνους τους ορθοδόξους κληρικούς της Αφρικής, οι οποίοι δεν επιθυμούν να συμμετάσχουν στην παράνομη νομιμοποίηση του σχίσματος στην Ουκρανία».

Ο μητροπολίτης Περιστερίου Γρηγόριος ερμηνεύει εσφαλμένως τον διαχωρισμό της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως τον 15ο αι., χαρακτηρίζοντας αυτό «σχίσμα». Σημειωτέον είναι ότι η διάσπαση μεταξύ της Δυτικής και της Ανατολικής Εκκλησίας το 1054 ο μητροπολίτης Περιστερίου δεν τη θεωρεί σχίσμα, υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται περί απλής «διακοπής κοινωνίας δυο Πατριαρχείων για κάποια διαφωνία». Θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε ότι ο διαχωρισμός της Ρωσικής Εκκλησίας από εκείνη της Κωνσταντινουπόλεως έγινε καταναγκαστικά εξαιτίας της προσχωρήσεως του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην ουνία το 1439 και αφότου ο απεσταλμένος του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στον θρόνο της Μόσχας μητροπολίτης Ισίδωρος μνημόνευσε τον Πάπα της Ρώμης στη Θεία Λειτουργία και ανακοίνωσε την επανένωση με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.

Μετά την επιστροφή από την ουνία η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως η οποία και παλαιότερα εξέπεσε επανειλημμένως της Ορθοδοξίας, ουδέποτε δεν χαρακτήρισε ως σχίσμα την απόκτηση αυτοτέλειας της Ρωσικής Εκκλησίας. Έτσι, π.χ. το 1561 ο Παναγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάσαφ Β΄ και 36 ιεράρχες της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως ενέκριναν συνοδικώς τη στέψη ως βασιλιά του Ρώσου τσάρου Ιωάννου του Τρομερού, που είχε τελέσει ο μητροπολίτης Μόσχας Μακάριος, χωρίς να φέρουν τον παραμικρό αντίλογο κατά της κανονικότητας της τελέσεώς της και των αρμοδιοτήτων του μητροπολίτη Μακαρίου. Επιπλέον, ο Πατριάρχης απέστειλε στον μητροπολίτη Μακάριο αδελφική «Επιστολή Διδακτική εκ των Θείων Γραφών», εκφράζοντας ανησυχία για τη διάδοση «στα εδάφη σας της Μικράς Ρωσίας» του λουθηρανισμού και καλώντας να διαφυλάξει ακραδάντως την Ορθοδοξία, πράγμα, που θα ήταν εντελώς άτοπο, εάν απευθυνόταν σε έναν σχισματικό.

Ο Σεβασμιώτατος Περιστερίου σκανδαλωδώς αντιπαραβάλλει την απονομή της πατριαρχικής αξίας και περιωπής στη Ρωσική Εκκλησία το 1593 με τη χορήγηση της αυτοκεφαλίας στο ουκρανικό σχίσμα το 2018, θεωρώντας και τις δύο διαδικασίες σχεδόν ταυτόσημες. Παρόμοια αντιπαραβολή δεν είναι ορθή. Στην πρώτη περίπτωση λόγος γίνεται για συνοδική απόφαση, επειδή η προσπάθεια του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Β΄ να ενεργήσει μονομερώς στο ζήτημα δεν έτυχε έγκρισης από τους άλλους Πατριάρχες της Ανατολής. Με επιμονή του Αγίου Μελετίου Πηγά, Πατριάρχη Αλεξανδρείας, το καθεστώς του Πατριαρχείου εγκρίθηκε για τη Ρωσική Εκκλησία συνοδικώς, με την Πράξη της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου του 1593 στην Κωνσταντινούπολη και υπογράφηκε από όλους τους Πατριάρχες της Ανατολής. Στο κείμενό της δεν υπάρχει ουδεμία λέξη περί δήθεν εγκρίσεως του αυτοκεφάλου της Ρωσικής Εκκλησίας, το οποίο εκείνη τη στιγμή de facto ήδη ήταν αναγνωρισμένο από το πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Τουναντίον, στην περίπτωση της αναγνωρίσεως του ουκρανικού σχίσματος το 2018 πρόκειται περί μονομερούς από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως νομιμοποίησης της κανονικής θέσεως προσώπων, τα οποία δεν διαθέτουν κανονική χειροτονία, ούτε καν την αποστολική διαδοχή.

Ο μητροπολίτης Περιστερίου Γρηγόριος επιμένει στα δήθεν ειδικά προνόμια των Εκκλησιών, οι οποίες μνημονεύονται στις Πράξεις των Οικουμενικών Συνόδων έναντι των νεοπαγών Εκκλησιών. Επίσης επινοεί τη φανταστική διαίρεση των Πατριαρχείων σε κάποια «πατριαρχεία των πόλεων» και «πατριαρχεία των περιφερειών», που δεν θεμελιώνονται στο κανονικό δίκαιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο Σεβασμιώτατος Περιστερίου δηλώνει κυριολεκτικά το εξής: «Πατριαρχείο Μόσχας – δεν υπάρχει τέτοιος τίτλος». Να του θυμίσουμε το κείμενο της Πράξεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου του 1593:

«…τῷ Πατριαρχικῷ θρόνῳ Μοσκόβου καὶ πάσης Ῥωσίας, καὶ τῶν Ὑπερβορείων μερῶν, ἔχειν τὸν τόπον αὐτοῦ μετὰ τὸν παναγιώτατον Ἱεροσολύμων ἐν τε τοῖς ἱεροῖς διπτύχοις καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησιαστικαῖς συνελεύσεσιν…τῆς δὲ παροικίας ἐκείνης Μοσκόβου καὶ πάσης Ῥωσσίας καὶ τῶν Ὑπερβορείων μερῶν κεφαλὴν εἶναι…ἀδελφὸν τε εἶναι καὶ λέγεσθαι τῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν μετὰ ταύτης τῆς ἐπωνυμίας, ὁμοταγῆ καὶ σύνθρονον, ἴσον τε τῇ τάξει καὶ τῇ ἀξίᾳ ἐπιγράφεσθαί τε καὶ ὑπογράφεσθαι κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν Πατριάρχης Μοσκόβου καὶ πάσης Ῥωσσίας καὶ τῶν Ὑπερβορείων μερῶν».

Στο κείμενο της προαναφερθείσης συνοδικής Πράξεως τονίζεται ιδιαιτέρως η ισοτιμία του Πατριάρχη Μόσχας έναντι των λοιπών Προκαθημένων των παλαιφάτων Εκκλησιών. Όπως προκύπτει από το κείμενο, η Σύνοδος επίσης παραχωρεί στον Πατριάρχη Μόσχας την πέμπτη θέση στα ιερά δίπτυχα μετά το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Η γνώμη του μητροπολίτη Περιστερίου ότι η πέμπτη θέση της Ρωσικής Εκκλησίας στα ιερά δίπτυχα «είναι σφάλμα το οποίο θέλει διόρθωση» και η πρότασή του να τοποθετηθεί στη θέση της η Εκκλησία της Κύπρου, προσκρούει απευθείας στα εκκλησιαστικά έθιμα και την κοινώς αναγνωρισμένη συνοδική απόφαση της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μπορεί να εξηγηθεί μόνον από την οξεία ανάγκη ανεύρεσης πολιτικών συμμάχων.

Μεγάλη απορία προκαλούν οι δηλώσεις του Σεβασμιωτάτου Περιστερίου ότι δήθεν το δικαίωμα χορήγησης αυτοκεφαλίας κατέχουν αποκλειστικά οι «πρεσβυγενείς» κατά τόπους Εκκλησίες, μάλιστα η καθεμία εξ αυτών χωριστά. Η τάξη χορήγησης αυτοκεφαλίας δεν περιγράφεται στους ιερούς κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας και συμφωνήθηκε εσχάτως από όλες τις κοινώς αναγνωρισμένες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Κωνσταντινουπόλεως και της Ελλάδας, στις συνεδριάσεις της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής στο Σαμπεζύ τον Νοέμβριο του 1993 και τον Δεκέμβριο του 2009. Αυτή η τάξη προέβλεπε τον συνδυασμό της αρμοδιότητας της κυρίαρχης Εκκλησίας, η οποία εξετάζει τις εκκλησιολογικές, κανονικές και ποιμαντικές προϋποθέσεις χορήγησης αυτοκεφαλίας, την πανορθόδοξη συναίνεση και τον συντονιστικό ρόλο του Οικουμενικού Πατριάρχη. Αργότερα, η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως απέρριψε δημοσίως αυτό το έγγραφο και διακήρυξε το αποκλειστικό δικαίωμά της να χορηγεί αυτοκέφαλα μονομερώς. Η θέση δε του μητροπολίτη Περιστερίου προτείνει ένα νέο υπόδειγμα χορήγησης αυτοκεφάλου, πρωτοφανές για τις κατά τόπους Εκκλησίες.

Αυθαίρετοι και ατεκμηρίωτοι είναι και οι ισχυρισμοί του Σεβασμιωτάτου Περιστερίου ότι δήθεν το αυτοκέφαλο χορηγήθηκε στη Ρωσική Εκκλησία υπό περιοριστικούς όρους να παραμείνει εντός των ορίων της Ρωσίας και να διατηρεί την ευχαριστιακή κοινωνία με τις άλλες Εκκλησίες. Η Ρωσική Εκκλησία δήθεν αθέτησε αυτούς τους όρους και δήθεν συνεπεία τούτων το αυτοκέφαλό της δύναται να αρθεί από τη Σύνοδο επιλεγμένων Προκαθημένων, στους οποίους αποδίδεται κάποιο ιδιαίτερο καθεστώς και προνόμια εντός της Εκκλησίας.

Η απονομή του αυτοκεφάλου ή της πατριαρχικής αξίας σε μια Τοπική Εκκλησία συνιστά πράξη άνευ προϋποθέσεων και δεν μπορεί να περιορισθεί ή να ανακληθεί. Το κανονικό έδαφος καθενός εκ των υφισταμένων σήμερα Πατριαρχείων, μεταξύ άλλων και το περιγραφέν από τις Οικουμενικές Συνόδους, επεκτάθηκε κατ’ επανάληψιν και αναθεωρήθηκε εξαιτίας αντικειμενικών ιστορικών διαδικασιών και δεν περιορίζεται στο έδαφος ενός οποιουδήποτε κράτους. Μεταξύ άλλων και το κείμενο της Πράξεως της Συνόδου των Πατριαρχών της Ανατολής του 1593 σχετικά με τα όρια της δικαιοδοσίας του Πατριάρχη Μόσχας αναφέρει μόνον «πάσης Ῥωσίας, καὶ τῶν Ὑπερβορείων μερῶν» χωρίς διευκρινίσεις.

Η σημερινή ηγεσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατέβαλε μια άνευ προηγουμένου προσπάθεια να αναθεωρήσει αυθαιρέτως τα μακραίωνα όρια των κατά τόπους Εκκλησιών, να ανακαλέσει οικείες αυτού και επικυρωθείσες συνοδικά Πράξεις με ιστορία τριών αιώνων, ερμηνεύοντας στρεβλωτικά το προφανές μέχρι πρότινος περιεχόμενό τους και παρουσιάζοντας την οικεία αυτών θέση ως αγιοπατερική και κοινή εκκλησιαστική.

Οι μονομερείς ενέργειες του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Ουκρανία: η αντικανονική αναγνώριση του ουκρανικού εκκλησιαστικού σχίσματος, μεταξύ άλλων και προσώπων, τα οποία δεν διαθέτουν κανονική χειροτονία, και η απονομή σε αυτά του «αυτοκεφάλου» καθεστώτος παρά τη θέληση της ιεραρχίας, του ευαγούς κλήρου και των πιστών της κανονικής Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, είχαν δεινές συνέπειες όχι μόνον για την ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά και για την ενότητα της κοινής θεολογικής ερμηνείας των βασικών κανονικών και εκκλησιολογικών αρχών. Οδήγησαν στην ακραία πολιτικοποίηση της ορθόδοξης θεολογίας και την υποβάθμιση της στο επίπεδο κενής σοφιστικής, που θυμίζει την εποχή του αρειανισμού, όπως έγραψε περί τούτου ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Ἐπεὶ δὲ πᾶσαν εὐσεβείας ὁδὸν καταλύσαντες πρὸς ἓν τοῦτο βλέπουσι μόνον, ὅ τι δήσουσιν ἢ λύσουσι τῶν προβαλλομένων, – καθάπερ ἐν τοῖς θεάτροις οἱ τὰ παλαίσματα δημοσιεύοντες, καὶ τῶν παλαισμάτων οὐχ ὅσα πρὸς νίκην φέρει κατὰ νόμους ἀθλήσεως, ἀλλ’ ὅσα τὴν ὄψιν κλέπτει τῶν ἀμαθῶν τὰ τοιαῦτα καὶ συναρπάζει τὸν ἐπαινέτην». Το θράσος και η φαντασιοπληξία των σημερινών πειραματιστών στο πεδίο της θεολογίας και της εκκλησιολογίας δεν θεμελιώνεται επί της διδασκαλίας της Εκκλησίας και της ιστορικά διαμορφωθείσης πρακτικής της ζωής της, αλλά επί της πολιτικής συγκυρίας.

Οι κατά φαντασίαν ιδέες του μητροπολίτη Περιστερίου προβλέπουν την ταξινόμηση όλων των υφισταμένων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών σε Εκκλησίες πρώτης και δευτέρας κατηγορίας. Οι της πρώτης κατηγορίας είναι εκείνες, που αναφέρονται στις Πράξεις των Οικουμενικών Συνόδων: τα πρώτα τέσσερα Πατριαρχεία (χωρίς εκείνο της Ρώμης) και η Εκκλησία της Κύπρου. Οι δε λοιπές Εκκλησίες είναι δευτέρας κατηγορίας. Οι πρώτες οφείλουν να κυριαρχούν επί των δευτέρων, λαμβάνοντας αποφάσεις αντ’ αυτών. Όλα αυτά ομοιάζουν με άθλια και κανονικά ανυπόστατη δημαγωγία, που αποβλέπει στη δικαιολόγηση των ενεργειών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως για τη νομιμοποίηση του ουκρανικού σχίσματος, το εσφαλμένο των οποίων χρόνο με το χρόνο καθίσταται ολοένα και πιο εμφανές.

Φωτογραφία: Πατριαρχείο Μόσχας