Μύδροι Βαρθολομαίου προς Θεόφιλο για την «οικογενειακή συνάντηση» στο Αμμάν
Στο στόχαστρο του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου βρέθηκε για μια ακόμη φορά ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεόφιλος και η «οικογενειακή συνάντηση» στο Αμάν. Ο Οικ. Πατριάρχης εκφράζει για μια ακόμα φορά την κάθετη αντίδρασή του, ενώ προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα σημειώνει το «μέγεθος των αρνητικών απορροιών της εν λόγω πρωτοβουλίας».
Στην επιστολή του ο κ. Βαρθολομαίος σημειώνει μεταξύ άλλων: » Αδυνατούμεν να κατανοήσωμεν ότι η Υμετέρα Μακαριότης παραθεωρεί, ή και αγνοεί, το μέγεθος των αρνητικών απορροιών της εν λόγω πρωτοβουλίας, εμμένουσα εις την αρχικήν σκέψιν περί πραγματοποιήσεως «μιάς οικογενειακής συναντήσεως», ήτις μοναδικόν στόχον έχει την ανατροπήν των καλώς εχόντων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και την αλλοτρίωσιν των Εκκλησιολογικών θεμελίων αυτής. Εάν ο αληθής προβληματισμός της Υμετέρας Μακαριότητος ήτο γενικώς «περί των προκλήσεων, τας οποίας αντιμετωπίζει η Ορθόδοξος ημών κοινωνία εις τους κρισίμους καιρούς», τότε έδει Αύτη, κατ᾿ ακολουθίαν των ομοφώνως αποφασισθέντων εν τη προσφάτως συνελθούση Αγία και Μεγάλη Συνόδω, όπως απευθύνη συγκεκριμένως προς ημάς τα επί πλέον και μη συμπεριληφθέντα κατ᾿ αυτήν νέα και επείγοντα θέματα, προς κοινήν κατ᾿ αρχήν άτυπον διαβούλευσιν και επεξεργασίαν αυτών, και πιστεύομεν ακραδάντως ότι, εν τω πλαισίω της, ως και πάντοτε, αλληλοπεριχωρήσεως των ημετέρων ιερών θεσμών, θα υπήρχε κοινή και λυσιτελής έκβασις»
Αναλυτικά η επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου:
Μακαριώτατε και Αγιώτατε Πατριάρχα Ιεροσολύμων και πάσης Παλαιστίνης, εν Χριστώ τω Θεώ λίαν αγαπητέ και περιπόθητε αδελφέ και συλλειτουργέ της ημών Μετριότητος κύριε Θεόφιλε, την Υμετέραν γερασμίαν Μακαριότητα αδελφικώς εν Κυρίω κατασπαζόμενοι, υπερήδιστα προσαγορεύομεν.
Δεχθέντες έναγχος και μετά χαράς την Υμετέραν εξ Αρχιερέων αντιπροσωπείαν εις τας αυλάς της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας έσχομεν την ευκαιρίαν της διεξοδικής μετ᾿ αυτής συνεργασίας, παρουσία των μελών της περί ημάς Αγίας και Ιεράς Συνόδου, καθ᾿ ην, συν τοις άλλοις, ανεγνώσθησαν και επεξηγήθησαν υπό των εκπροσώπων Υμών τα υπ᾿ αριθμ. Πρωτ. 93 και από 31ης Ιανουαρίου ε.ε. αδελφικά προς ημάς Γράμματα της Υμετέρας Θειοτάτης Μακαριότητος.
Διά των μετά χείρας Γραμμάτων ημών, επί πλέον των μετ᾿ αδελφικής ευθύτητος κατατεθέντων εις τα υπ᾿ αριθμ. Πρωτ. 900 και από 26ης Δεκεμβρίου παρελθόντος έτους όμοια, σπεύδομεν εν αφελότητι καρδίας, ίνα εκθέσωμεν Υμίν τα ως κάτωθι:
Τυγχάνει εμφανής, καίτοι ανομολόγητος και εν τοις δυσίν Υμετέροις Γράμμασι, τόσον η ουχί αυτοπροαίρετος διάθεσις Υμών διά την σύγκλησιν μιάς, κατά το δυνατόν, πανορθοδόξου συσκέψεως εν Αμμάν της Ιορδανίας, όσον και ο σκοπός αυτής, παρ᾿ όλην την προσπάθειαν εμφανίσεώς της μετ᾿ ευρυτέρου δήθεν θεματολογίου. Πέραν του ανιστορήτου και ιεροκανονικώς αμαρτύρου πλαισίου της, μακράν της ευχαριστιακής, αφετηρίας μιάς τοιαύτης προσπαθείας, τυγχάνει, ως και προεσημειώσαμεν, όλως προβληματική η εκκίνησις τηλικαύτης διαδικασίας άνευ της στοιχειώδους εξετάσεως του κόστους και του οφέλους του εγχειρήματος εις το Σώμα της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Αδυνατούμεν να κατανοήσωμεν ότι η Υμετέρα Μακαριότης παραθεωρεί, ή και αγνοεί, το μέγεθος των αρνητικών απορροιών της εν λόγω πρωτοβουλίας, εμμένουσα εις την αρχικήν σκέψιν περί πραγματοποιήσεως «μιάς οικογενειακής συναντήσεως», ήτις μοναδικόν στόχον έχει την ανατροπήν των καλώς εχόντων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και την αλλοτρίωσιν των Εκκλησιολογικών θεμελίων αυτής. Εάν ο αληθής προβληματισμός της Υμετέρας Μακαριότητος ήτο γενικώς «περί των προκλήσεων, τας οποίας αντιμετωπίζει η Ορθόδοξος ημών κοινωνία εις τους κρισίμους καιρούς», τότε έδει Αύτη, κατ᾿ ακολουθίαν των ομοφώνως αποφασισθέντων εν τη προσφάτως συνελθούση Αγία και Μεγάλη Συνόδω, όπως απευθύνη συγκεκριμένως προς ημάς τα επί πλέον και μη συμπεριληφθέντα κατ᾿ αυτήν νέα και επείγοντα θέματα, προς κοινήν κατ᾿ αρχήν άτυπον διαβούλευσιν και επεξεργασίαν αυτών, και πιστεύομεν ακραδάντως ότι, εν τω πλαισίω της, ως και πάντοτε, αλληλοπεριχωρήσεως των ημετέρων ιερών θεσμών, θα υπήρχε κοινή και λυσιτελής έκβασις.
Όμως, εν τη προκειμένη ιστορική συγκυρία το επιδιωκόμενον, εάν θέλωμεν να είμεθα αληθείς καθ᾿ εαυτούς και συνεπείς προς την από Θεού δεδομένην Υμίν τε και ημίν διακονίαν, τυγχάνει η εξυπηρέτησις της πείσμονος αρνήσεως τοπικής τινος Εκκλησίας να συνταυτισθή και να εναρμονισθή προς τα απ᾿ αιώνος εν τη Ορθοδοξία αποδεκτά, συνεπικουρουμένη, αν μη και ωθουμένη, εις τούτο υπό της πολιτείας της Ρωσσικής Ομοσπονδίας. Όσον και εάν φαινώμεθα εκ της προχείρου θεωρήσεως του θέματος αυστηροί, ή μετ᾿ εμμονών, είμεθα απολύτως βέβαιοι ότι κατανοείτε τι το επιδιωκόμενον και ποίαι αι αρνητικαί συνέπειαι διά την καθόλου Εκκλησίαν. Εάν η κατ᾿ Ανατολάς Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία ενδώση εις τας πιέσεις, τας απειλάς, αλλά και την πραγματιστικήν θεώρησιν των εκκλησιαστικών πραγμάτων, μακράν του ασφαλούς υποβάθρου αυτής, ήτοι της ιεράς και αγίας παραδόσεώς της, τότε η Ορθόδοξος Εκκλησία θα έχη απολέσει την αλήθειαν, καθώς θα έχη εκτραπή εις περιφερειακήν συνιστώσαν του Χριστιανισμού, ήτις θα προσαρμόζηται εις τας καιρικάς απαιτήσεις, άνευ εσχατολογικής προοπτικής.
Μετ᾿ άλγους, όθεν, ου σμικρού διεξερχόμεθα το ζήτημα τούτο, και το άλγος ημών μεγενθύνει, έτι πλέον, η διαφαινομένη σύμπραξις της Υμετέρας Μακαριότητος μετά σκοπών και στόχων βλαπτικών, ουχί μόνον διά την εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν, αλλά και δι᾿ αυτήν ταύτην την Σιωνίτιδα Εκκλησίαν και συλλήβδην διά την καθόλου Ορθοδοξίαν. Ημείς επιταγήν ηγούμεθα από Κυρίου το «κράτει ο έχεις» (Αποκ. 3, 11) και ου δυνάμεθα, ίνα απομειώσωμεν τας από των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων ανατεθείσας ημίν σταυροσχήμους ευθύνας.
Κατανοούμεν εν μέτρω τινί την δυσκολίαν ωρισμένων εκ των νεωτέρων τοπικών Εκκλησιών, όπως αποδεχθούν την πρωτεύθυνον θέσιν του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, αλλά το τοιούτον ου βαρύνει ημάς, καθώς αποτελεί αγιοπνευματικόν προιόν των παρελθουσών Αγίων Συνόδων εκπεφρασμένον, και διά της αδιασαλεύτου πράξεως της Εκκλησίας επιμεμαρτυρημένον. Ενίας, εκ των κατά τόπους αγίων του Θεού Εκκλησιών, απασχολεί επ᾿ εσχάτων ζωηρώς η «έκκλητος» θυσιαστική ευθύνη ημών, η οποία εκδηλούται πληθωρικώς και ποικιλομόρφως εν τω ορθοδόξω σώματι. Ελάχιστον δείγμα και έκφανσις αυτής της πτυχής των διακονικών ευθυνών του κατά καιρόν Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τυγχάνουν και αι Αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία. Εάν τίθηται, λοιπόν, εν αμφιβόλω η υπεύθυνος θέσις ημών, κατανοείτε, Μακαριώτατε αδελφέ, τας σχετικάς συνεπείας.
Φρονούμεν και στεντορείως ομολογούμεν ότι κωλυόμεθα εκ της θέσεως ημών να αποδεχθώμεν έκπτωσίν τινα εκ των ιερών ημών ευθυνών, αλλά και την κατηγορίαν εναντίον της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, ότι δήθεν παραθεωρεί το συνοδικόν πολίτευμα της κατά Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας, και μάλιστα εκτοξευομένην υπό των κατ’ εξοχήν καταλυόντων το τοιούτον ιερόν σύστημα. Όμως, ουδένα εξ ημών διαφεύγει ότι η Συνοδικότης εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία δεν τυγχάνει παραπλήσιόν τι των πολιτειακών δομών, και πάσα μετ᾿ αυτών εξομοίωσις ή παρομοίωσις ή και παραλληλισμός προς αυτάς αποτελεί εκτροπήν, η οποία οφείλει να προβληματίση πάντας ημάς. Τω όντι, η εν Συνόδω έκφρασις της Εκκλησίας απετέλεσε το ασφαλές θεμέλιον και διά την διαμόρφωσιν των θεσμών και των επί μέρους δομών αυτής, αλλ᾿ επ᾿ ουδενί λόγω η Συνοδικότης επιτρέπεται, όπως συγκρίνηται προς τον κοινοβουλευτισμόν, πολλώ δε μάλλον, ίνα εκτρέπηται εις άκρατον λαικισμόν προς ανάδειξιν -φεύ!- εν τη καθ᾿ ημάς Εκκλησία ακραίων φαινομένων, τα οποία διαχρονικώς απετέλουν απευκταίας εκφράσεις της αγίας ημών πίστεως.
Μη εντρεπώμεθα να ομολογήσωμεν ότι αι αριθμητικαί υπεροχαί δεν απετέλεσαν ποτέ την πεμπτουσίαν του ορθοδόξου ήθους και ότι το τοιούτον υπάρχει ποιοτικόν, και ουχί ποσοτικόν μέγεθος. Βεβαίως και απασχολεί ημάς πλέον παντός ετέρου το ζήτημα της πανορθοδόξου ενότητος, αλλ᾿ η Εκκλησία δεν είναι αδόμητον και αθεσμοθέτητον σύνολον. Ενότης άνευ υγιούς βιώσεως του Μυστηρίου της Εκκλησίας καταλήγει εις βαθείαν διαίρεσιν εν τοις πράγμασι. Χρέος πάντων ημών και μάλιστα των ελέω Θεού Πατριαρχών της ιεράς τετρακτύος των Πρεσβυγενών Εκκλησιών, ων η παρακαταθήκη εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία τυγχάνει έντονός τε και έγκοπος, ασφαλώς και υπάρχει η έγκαιρος και αποτελεσματική αντιμετώπισις των απασχολούντων την διορθόδοξον κοινωνίαν θεμάτων, αλλά τα μείζονα τοιαύτα τα και υπερβαίνοντα την εμβέλειαν των κατά τόπους Εκκλησιών και χρήζοντα, ως εκ τούτου, καιρίας αντιμετωπίσεως δεν δύνανται να επιλύωνται άνευ της ουσιαστικής βουλήσεως και συμμετοχής ημών.
Δεν δυνάμεθα να συμμερισθώμεν την καινοφανή αποδοχήν εκ μέρους Υμών ευθυνών, ας ουδέποτε η Εκκλησία ανέθεσε τω Υμετέρω Πατριαρχικώ Θρόνω, ως εκείνην της «Μητρός Εκκλησίας» και της, ως εν τω πρώτω προς ημάς Γράμματι λέγετε, «γεφύρα[ς] διά τας αδελφάς ορθοδόξους Εκκλησίας, όπως βαδίσουν και σταθούν από κοινού εις τους πειρασμικούς τούτους καιρούς». Πάσα παρέκκλισις εκ των παραδεδομένων και αναλογουσών εκάστω των Πρεσβυγενών Πατριαρχών ευθυνών γεννά μόνον κινδύνους διά την Εκκλησίαν.
Επισημειωθήτω δ᾿ ενταύθα μετ᾿ εμφάσεως ότι η πολυπόθητος εκκλησιαστική ενότης και εν Αγίω Πνεύματι κοινωνία των εκασταχού Ορθοδόξων Εκκλησιών απαιτεί θυσίας και μετά διακρίσεως ενάσκησιν της οικονομίας χάριν της των πολλών σωτηρίας. Ουδέποτε η Εκκλησία εθεράπευσε πληγάς και προβλήματα εν τω αγίω Σώματι αυτής μετ᾿ αυστηρότητος και αισθήματος υπεροχής έναντι των πεπλανημένων τέκνων αυτής, αλλ᾿ αντιθέτως εν βαθεία συναισθήσει της αποστολής της, ήτις ταυτίζεται εν παντί μεθ᾿ όλης της Δεσποτικής Θείας Οικονομίας έως Σταυρού και Ταφής επί τη βεβαιότητι της Αναστάσεως.
Ιδιαιτέρως δε, απευθυνόμενοι προς Υμάς, Μακαριώτατε άγιε αδελφέ, επί τη μη ευφροσύνω αφορμή ταύτη, αναγκαζόμεθα, ίνα υπενθυμίσωμεν Υμίν, ουχί εν ματαία εγκαυχήσει, αλλά μετά ταπεινώσεως και πραείας διαθέσεως, τας όσας θυσίας και τας εγκόπους εξαντλητικάς προσπαθείας της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας διά την περιφύλαξιν και διατήρησιν και επαύξησιν και ανάδειξιν του καθ᾿ Υμάς ιερού θεσμού επί αιώνας πολλούς και την αδιατάρακτον συνύπαρξιν, έως συνταυτίσεως, των αοιδίμων Προκατόχων Υμών τε, ων κορωνίδες υπήρξαν Θεοφάνης, Δοσίθεος και Χρύσανθος, και ημών.
Ουδείς εκ των μακαρίων Πατριαρχών Ιεροσολύμων ησθάνετο ότι απομειούται, όταν εξεζήτει από τους κατά καιρούς Οικουμενικούς Πατριάρχας την επιβεβαίωσιν των προνομίων και των κεκτημένων δικαιωμάτων επί των Παναγίων Προσκυνημάτων και των ανά την Οικουμένην ιερών Ιεροσολυμιτικών σεβασμάτων. Και, τανάπαλιν, οι Οικουμενικοί Πατριάρχαι ηγούντο χρέος, ευθύνην και τιμήν την περικράτησιν των αγίων του Θεού Εκκλησιών, και ουχί έκφρασιν υπεροχής και καθυποτάξεώς των. Η προ ημών Ιστορία γέμει τοιούτων αγίων πράξεων. Είμεθα, όμως, απολύτως βέβαιοι ότι και σήμερον τα δάκρυα, αι αγωνίαι, οι στεναγμοί και αι αδιάλειπτοι προσευχαί αυτών ενώπιον του Αρνίου θέλουσιν οδηγήσει τα βήματα αμφοτέρων των Ιερών και τιμαλφών ημών Πατριαρχικών Θεσμών εις οδούς σωτηρίους.
Ταύτα τα ακροθιγώς επισημανθέντα αποτελούσι μόνον νύξεις προς προβληματισμόν της Υμετέρας Θειοτάτης Μακαριότητος και είμεθα ακλινώς βέβαιοι ότι Αύτη θέλει αρθή εις το ύψος των περιστάσεων προς αποφυγήν πάσης δυσαρέστου και αρνητικής συνεπείας, επί ζημία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και χαρά των νοερών και αισθητών εχθρών αυτής.
Επί δε τούτοις, πρόθυμοι διά πάσαν μεθ᾿ Υμών περαιτέρω συνεργασίαν και αποσαφήνισιν πλευρών του προκύψαντος εκ της Υμετέρας πρωτοβουλίας θέματος αποδίδομεν Αυτή τον εγκάρδιον εν Χριστώ αδελφικόν ασπασμόν και διατελούμεν μετά της εν Αυτώ αγάπης και εξιδιασμένης τιμής.
‚βκ’ Φεβρουαρίου κε’
Της Υμετέρας γερασμίας Μακαριότητος
αγαπητός εν Χριστώ αδελφός