Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου στο Γ’ Συνέδριο Κυπριακής Αγιολογίας
Στο Γ’ Συνέδριο Κυπριακής Αγιολογίας, το οποίο φέτος είναι αφιερωμένο στης μακρά περίοδο Φραγκοκρατίας, Ενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας, παρευρέθηκε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος, όπου και απηύθυνε χαιρετισμό.
Στο χαιρετισμό του ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος σημείωσε μεταξύ άλλων: «Το ιστορικό και πολιτιστικό μας γίγνεσθαι συνεχίζεται μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες και ορατούς κινδύνους. Ως εκ τούτου το χρέος μας καθίσταται ολοένα και μεγαλύτερο για τη «γλυκεία χώρα Κύπρο».
Διαβάστε ολόκληρο το χαιρετισμό που απηύθυνε ο ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος.
ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΕΝ ΚΥΡΙΩι ΑΔΕΛΦΟΙ,
ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΟΙ ΕΙΣΗΓΗΤΕΣ, ΕΥΓΕΝΕΙΣ ΣΥΝΕΔΡΟΙ,
Με αισθήματα εσωτερικής εγκαύχησης αναλογίζομαι ότι η πορεία του ιστορικού γίγνεσθαι τής ιδιαίτερης μας πατρίδος Κύπρου, κατά τη μεσαιωνική περίοδο, είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τους αγώνες αυτού του λαού για τη διατήρηση τού πολυτιμότατου θησαυρού μας που λέγεται ορθοδοξία, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα ένα αγιολόγιο τόσο μακροσκελές, ώστε η Κύπρος μας – και πολύ δικαίως – να ονομαστεί «ΝΗΣΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ».
Ως εκ τούτου, πολύ ορθώς ο εν Κυρίω Αδελφός Μητροπολίτης Κωνσταντίας και Αμμοχώστου κύριος Βασίλειος έχει καθιερώσει σειρά Διεθνών Συνεδρίων με γενικό θέμα: «ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΑΓΙΟΛΟΓΙΑ» με στόχο να μελετηθεί σε βάθος το πολύ σημαντικό αυτό κεφάλαιο τής Εκκλησιαστικής μας Ιστορίας και οι αγώνες τής Εκκλησίας μας και του ποιμνίου της για την περιφρούρηση και τη διατήρηση τής Ορθοδοξίας μας στις κρυστάλλινες πηγές της.
Ως γνωστό το εφετινό αυτό συνέδριο είναι αφιερωμένο στη μακρά περίοδο τής Φραγκοκρατίας, τής Ενετοκρατίας και τής Τουρκοκρατίας, η οποία εκτείνεται από το 1191 μέχρι το 1878, ότε η Κύπρος περιήλθε στους Άγγλους.
Ασφαλέστατα ένα αίσθημα θαυμασμού πλημμυρίζει τις ψυχές μας όταν αναλογιστούμε τους μακρούς και ασέληνους αιώνες τής σκλαβιάς που πέρασαν οι πρόγονοί μας∙ και ασφαλέστατα το αίσθημα αυτό του θαυμασμού μας επαυξάνεται, όταν μελετούμε τους αγώνες και τις θυσίες τους για τα ιερά και τα όσιά μας, για την Ορθοδοξία μας.
Συνεπώς πολύ δικαίως στη συνείδηση τού λαού μας η Εκκλησία αναδείχτηκε ως η «Ἐθναρχοῦσα Ἐκκλησία» ως η «Κιβωτός τῆς Σωτηρίας» τού λαού μας και ως «τιθηνοῦσα Μήτηρ». Και τούτο διότι παραμύθισε τον λαό μας στις κακουχίες που τού επέβαλλαν οι κατακτητές, καλλιέργησε το πνεύμα τής υπομονής στις διώξεις, το πνεύμα τής αυτοθυσίας στους σφαγιασμούς και το πνεύμα τής ευψυχίας στα επαναστατικά κινήματα.
Ο θαυμασμός μας όμως δεν σταματά στις έννοιες των αγώνων και των θυσιών. Ούτε και στις έννοιες της πνευματικής καλλιέργειας και τής παραμυθίας. Επεκτείνεται και στον πολύ σημαντικό τομέα τής δημιουργίας πολιτιστικών δομών, ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική και στη αγιογραφία.
Τω όντι, είναι πολύ αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι ένας λαός, ο οποίος ζούσε κάτω από το πέλμα στυγνών κατακτητών, δημιουργεί ταυτόχρονα και πολιτισμό. Και μάλιστα πνευματικό πολιτισμό που τον θαυμάζουν οι αιώνες. Αρκεί μονάχα να αναφέρουμε τους δέκα ναούς μας, οι οποίοι οικοδομήθηκαν στην περιοχή τού Τροόδους και οι οποίοι κατόπιν τής δέουσας αυστηρής αξιολόγησης ανακηρύχτηκαν ως «ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ» και τέθηκαν υπό την προστασία τής UNESCO. Έχω την εντύπωση ότι πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει ανάλογο φαινόμενο∙ σ΄ ένα τόσο μικρό χώρο, να ανακηρυχθούν τόσοι πολλοί ναοί ως «μνημεία τής παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς».
Το πολιτιστικό αυτό γεγονός μαρτυρεί τη δυναμικότητα τού κυπριακού ελληνισμού να δημιουργεί πολιτισμό κάτω και υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες τής σκλαβιάς. Και το αξιοσημείωτο είναι ότι ο πολιτισμός αυτός είναι ταυτισμένος με την ψυχή τού λαού μας, η οποία εκφράζεται με την ορθόδοξη χριστιανική του θρησκεία, όπως αυτή εμφαίνεται με τους χριστοκεντρικούς και θεομητορικούς κύκλους των αγιογραφιών με τους οποίους στολίζουν τους περίφημους αυτούς ναούς.
Πέραν τούτων υπάρχει ακόμη ένας τομέας για τον οποίο η Βυζαντινή Κύπρος δικαιούται να σεμνύνεται. Είναι η σταθερή κυριαρχία τής ελληνικής γλώσσας σ΄ ολόκληρη τη κοινωνική διαστρωμάτωση τής μεσαιωνικής Κύπρου. Ο λαός μας με το αλάνθαστο αισθητήριο του κράτησε μαζί με την ορθόδοξη πίστη του και την πατροπαράδοτη γλώσσα του, γιατί θεώρησε τους δύο πολυτιμότατους αυτούς θησαυρούς του, ως τις μοναδικές και ζωογόνες φύτρες τής ύπαρξής του και του πολιτισμού του. Και πέραν τούτου. Η κατά πάντα αξιοθαύμαστη ελληνική γλώσσα, με τον ακένωτο πλούτο της, η οποία αυτή καθ΄ εαυτή αποτελεί ένα θαύμα πλούτου και λεπτότητας εκφραστικών μορφών, και η οποία είναι σε θέση να εξυπηρετεί όλες τις ενδότερες επιθυμίες τού ανθρώπου και όλες τις λεπτές εννοιολογικές ανάγκες και αποχρώσεις, και όλες τις κινήσεις τού πνεύματος, με πλαστικότητα και γραφικότητα μοναδική, χρησιμοποιήθηκε για τη σύνταξη διεθνών συνθηκών. Οι περίφημες ΑΣΣΙΖΕΣ, ένα συνθετικό έργο κωδικοποίησης των νόμων, με βάση το οποίο διοικήθηκε και η Κύπρος, μεταφράζονται στα κυπριακά-ελληνικά. Γαλλοκυπριακές οικογένειες συντάσσουν επίσης τις διαθήκες τους στα ελληνικά. Ακόμη και Λατίνοι κληρικοί προτιμούν την ελληνική γιατί σαγηνεύονται από τον λεξιλογικό της πλούτο, το κάλλος της και την ποικιλία των εκφραστικών της μορφών.
Στο πρώτο μισό τού 15ου αιώνα γράφεται στην ελληνοκυπριακή διάλεκτο η «Ἐξήγησις τῆς γλυκείας χώρας Κύπρου ἡ ὁποία λέγεται Κρόνακα τοὐτέστιν Χρονικόν» από τον Λεόντιο Μαχαιρά. Ένα βιβλίο με μέγιστη ιστορική σημασία.
Ορθοδοξία και ελληνική γλώσσα, ως αλληλένδετες έννοιες, ενισχύονται κατά πολύ από την Ελένη Παλαιολογίνα, κόρη τού Δεσπότη τού Μυστρά Θεοδώρου, η οποία παντρεύτηκε το 1441 τον Ιωάννη Β΄ Λουζινιάν και έγινε βασίλισσα τής Κύπρου.
Αυτός πιστεύω είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο, μετά την κατάκτηση τής βασιλίδος των πόλεων το 1453, πλήθος προσφύγων καταφεύγουν στην Κύπρο μας∙ «ἕνεκα τῆς ἑλληνίδος γλώττης τῶν ἐνοικούντων».
Περαίνων, μετά πεποιθήσεως εκφράζω την άποψη ότι η Κύπρος μας, ακόμη και σήμερα, αποπνέει την ευωδία και το κάλλος τού Βυζαντινού μας Πολιτισμού. Όπου και να κυκλοφορήσεις νιώθεις τον Βυζαντινό πολιτισμό να εισχωρεί μέσα στην ψυχοσύνθεσή σου, να σε ανεβάζει πνευματικά και να σε παρωθεί ν΄ αναπολείς πότε με πόνο και πότε και με εγκαύχηση τα μεγαλεία τού πολιτισμού μας.
Εμείς, σήμερα, με τις λαμπρές εισηγήσεις των εκλεκτών μας καθηγητών, ας βιώσουμε, μετ΄ ευφροσύνης, το μεγαλείο του Βυζαντινού μας πολιτισμού. Παράλληλα, ας εγκύψουμε μετά πόθου, σε κάθε ιστορική πηγή τής μεσαιωνικής μας Κύπρου, εκεί όπου η σοφία των εισηγητών θα μας καθοδηγήσει, και ας ενυδατώσουμε τις ψυχές μας με τα δέοντα ιστορικά διδάγματα και πορίσματα.
Αλλά, όποια και αν είναι η επιστημονική σας διαδρομή στο Γ΄ αυτό αγιολογικό συνέδριο, ως Προκαθήμενος τής Εκκλησίας τού Αποστόλου Βαρνάβα, επιθυμώ τούτο το μήνυμα να εμφυσήσω στις ψυχές όλων Σας: Το ιστορικό και πολιτιστικό μας γίγνεσθαι συνεχίζεται μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες και ορατούς κινδύνους. Ως εκ τούτου το χρέος μας καθίσταται ολοένα και μεγαλύτερο για τη «γλυκεία χώρα Κύπρο».
Με τη συνείδηση αυτού τού χρέους αλλά και με την πίστη μας προς τον Θεό τής Δικαιοσύνης και τις δυναμογόνες πηγές τού πολιτισμού μας για ένα ελπιδοφόρο μέλλον τής Πατρίδας μας, επιδαψιλεύω τις ευχές τής Εκλησίας μας προς το Γ΄ αγιολογικό Συνέδριο και εύχομαι από κέντρου καρδίας πάσα επιτυχία.
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου
25 Φεβρουαρίου 2016
Μετ΄ ευχών εγκαρδίων,
† ο Κύπρου Χρυσόστομος