Ο Αρχιεπίσκοπος πρώην Αμερικής Δημήτριος για τον Ιερώνυμο – 15 έτη στο πηδάλιο της Εκκλησίας της Ελλάδος

  • Dogma
αμερικής

Ο Αρχιεπίσκοπος πρώην Αμερικής Δημήτριος με άρθρο του στον Αφιερωματικό Τόμο για τη συμπλήρωση δεκαπέντε ετών Αρχιεπισκοπίας του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου αποκαλύπτει την πολύχρονη φιλία και γνωριμία τους και την μεγάλη του εκτίμηση για τον Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Το άρθρο του Αρχιεπισκόπου Δημητρίου, μερικές ενότητες του οποίου παραθέτουμε πιο κάτω, έχει τίτλο, «Η Ορθόδοξος Θεολογία εν όψει σύγχρονων προκλήσεων», ενώ στο προοίμιο του άρθρου γράφει τα εξής φιλόφρονα και ενδιαφέροντα για τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο:

«Με ιερά αισθήματα ιδιαιτέρας τιμής και ανυποκρίτου αγάπης εν χριστώ Ιησού συμμετέχω στον παρόντα τιμητικό τόμο, αφιερωμένο στον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμο, επ’ ευκαιρία του εορτασμού της συμπληρώσεως δεκαπέντε ετών της σεπτής Αρχιεπισκοπικής διακονίας του.

Με τον Μακαριότατο με συνδέει μακροχρόνια γνωριμία και φιλία. Ακόμη τον ενθυμούμαι ως πρωτοετή φοιτητή της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά ταύτα, τον ενθυμούμαι ως άριστο Φιλόλογο και Θεολόγο με ειδίκευση στην Αρχαιολογία, και ως Φιλόλογο καθηγητή σε Γυμνάσια των Αθηνών.

Μετά την χειροτονία του σε Διάκονο και πρεσβύτερο, ενθυμούμαι την εντυπωσιακή επί δεκατέσσερα συναπτά έτη διακονία του ως πρωτοσύγκελου της Ιεράς μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας, ως ηγουμένου των Ι. Μονών Σαγματά και Αγίου Λουκά και ως Γραμματέως και Αρχιγραμματέως της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Εν συνεχεία, η εκλογή του ως Μητροπολίτου Θηβών και Λεβαδείας του παρέσχε την δυνατότητα αναπτύξεως επί είκοσι επτά χρόνια εκτεταμένης, μεθοδικής και πολυπλεύρου ποιμαντικής, φιλανθρωπικής και ιεραποστολικής δράσεως.

Η δεκαπενταετής θητεία του στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο της εν χριστώ ηγεσίας της Αποστολικής Εκκλησίας της Ελλάδος ανέδειξε έτι πλέον τα πνευματικά και ποιμαντικά χαρίσματα του Μακαριωτάτου, περί των οποίων είμαι βέβαιος ότι άλλοι γράφουν στον παρόντα τόμο.

Από την δική μου πλευρά, στη διάρκεια της θητείας μου ως Αρχιεπισκόπου Αμερικής είχα την εποικοδομητική και λίαν ευχάριστη ευκαιρία επικοινωνίας μαζί του, τόσο ως Μητροπολίτου Θηβών και Λεβαδείας όσο και ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος.

Διατηρώ πολύ έντονη την ανάμνηση της επικοινωνίας και συνεργασίας μας κατά την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσεως της Ελλάδος. Τότε η Ομογένεια της Αμερικής εθαύμασε την πρωτοβουλία και το μεγάλο έργο του Μακαριωτάτου, έργο καθημερινής διατροφής και περιθάλψεως επί μακρό χρονικό διάστημα πολλών χιλιάδων ανθρώπων.

Μάλιστα, η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής, αναγνωρίζοντας το μέγεθος και την σπουδαιότητα της προσφοράς αυτής, προσπάθησε διά επιφανών στελεχών της και διά του Διορθοδόξου Οργανισμού Διεθνείς Ορθόδοξες Χριστιανικές Φιλανθρωπίες (International Orthodox Christian Charities) να βοηθήσει οικονομικά και οργανωτικά στο υπό την ηγεσία του Μακαριωτάτου επιτελούμενο υπέροχο φιλανθρωπικό έργο της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

Για τον ίδιο λόγο αναγνωρίσεως, από το Ελληνικό Κολλέγιο και την Ελληνική Ορθόδοξο Θεολογική σχολή Βοστώνης σε ειδική τελετή ο Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος κ.κ. Ιερώνυμος τιμήθηκε με τον τίτλο του Επιτίμου Διδάκτορος Θεολογίας.

Κατακλείων την πολύ συνοπτική αυτή προσωπική βιογραφική αναφορά, εκφράζω ευλαβώς την ολοκάρδια ευχή υπέρ μακροημερεύσεως του Μακαριωτάτου εν υγιεία ακλινή προς συνέχιση πολύκαρπο του δημιουργικού και ιερωτάτου έργου του, και προσφέρω προς τιμήν του το ακόλουθο σύντομο μελέτημα. Το μελέτημα αυτό αναφέρεται επιλεκτικά στο θέμα διαφόρων συγχρόνων προκλήσεων τις οποίες αντιμετωπίζει η Ορθόδοξος Θεολογία και Εκκλησία (*).

Διευκρινίζεται ότι στην προκειμένη περίπτωση οι προκλήσεις δεν σημαίνουν απαραιτήτως εχθρικές καταστάσεις αλλά καταστάσεις στη σχέση με τις οποίες η Θεολογία και η Εκκλησία πρέπει να έχουν λόγο και θέση, λόγο και θέση πίστεως και Ευαγγελίου.

Η πολιτιστική και η πολιτισμική πρόκληση

Η Εκκλησία και η θεολογία της υπήρξαν πάντοτε ιδιαίτερα ευαίσθητες στο πολιτιστικό και πολιτισμικό τους περιβάλλον, το οποίο περιλαμβάνει κοινωνικές, εθνικές, γεωγραφικές, επιστημονικές, καλλιτεχνικές και φυλετικές απόψεις.

Αποτέλεσμα της ευαισθησίας αυτής είναι η εμφάνιση της λεγομένης ‘συσχετιστικής θεολογίας’ (con- textualtheology), η οποία δίδει ιδιαίτερη προσοχή στην πολιτιστική συνάφεια, δηλαδή το πολιτιστικό περιβάλλον και την πολιτισμική πραγματικότητα μέσα στην οποία λειτουργεί.

Στην ουσία, η συσχετιστική θεολογία αρχίζει σαν μια έκφραση της ιεραποστολικής συνειδήσεως της Εκκλησίας. Αν η θεολογία πρόκειται να μεταδώσει το μήνυμα του Ευαγγελίου, αυτό το μήνυμα πρέπει να μεταδοθεί με ένα τρόπο συσχετιστικό, δηλαδή με την γλώσσα και την κατανόηση των βασικών πολιτισμικών στοιχείων που επικρατούν στη δεδομένη γεωγραφική περιοχή.

Έτσι, η συσχετιστική θεολογία παίρνει διαφορετικές μορφές σε ένα αστικό κέντρο μιας μεγαλουπόλεως της Ευρώπης ή της Αμερικής, σε μια αγροτική περιοχή της Αφρικής, σε μια πυκνοκατοικημένη πόλη της Ινδίας ή σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό της Πολυνησίας. Η Θεολογία, στη συνάντησή της με διαφορετικούς πολιτισμούς, φαίνεται να γίνεται κατά κάποιον τρόπο συσχετιστική ώστε να είναι αποτελεσματική.

Εδώ όμως αμέσως διαφαίνεται η πρόκληση, δηλαδή ο κίνδυνος να κυριευθεί η θεολογία από την φροντίδα, αν όχι αγωνία, για τον πολιτιστικό της περίγυρο και βαθμιαίως να γίνει μια θεολογία που κάνει σοβαρές παραχωρήσεις προσαρμογής στο πολιτιστικό της περιβάλλον.

Στην συνάντησή της με μια συγκεκριμένη πολιτιστική πραγματικότητα σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό περιβάλλον, και την συνακόλουθη πρόκληση, η Εκκλησία και η θεολογία της ενδέχεται να εστιάσουν την προσοχή τους σε υπερβολικό βαθμό στην πολιτιστική και πολιτισμική αυτή πραγματικότητα. Αυτό ενδέχεται να μειώσει την σημασία που πρέπει να δίδεται στο μήνυμα του ευαγγελίου και στο πραγματικό περιεχόμενο της θεολογίας.

Το πολιτιστικό συμφραζόμενο μπορεί τελικά να υποτάξει το θεολογικό κείμενο. Ετσι το γνήσιο μήνυμα του Ευαγγελίου στην πληρότητα και ακεραιότητά του, ενδέχεται να υποχωρήσει πολύ ή να κάνει ανεπίτρεπτους συμβιβασμούς προσαρμογής προς το πολιτιστικό περιβάλλον.

Εν τούτοις αυτός ο κίνδυνος, αυτή η πρόκληση, δεν εμποδίζει την συνάντηση, η οποία πρέπει να γίνει. Στην ουσία αυτή η συνάντηση γίνεται ήδη από την πρώτη στιγμή που η Εκκλησία παρουσιάστηκε επάνω στη Γη.

Η Καινή Διαθήκη, γραμμένη στην Ελληνική, είναι ένα ωραίο παράδειγμα μιας τέτοιας συναντήσεως. Οι Απολογητές του δεύτερου αιώνα είναι ένα άλλο. Στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας η πρόκληση υπερνικήθηκε και η συνάντηση θεολογίας και πολιτισμού παρήγαγε καταπληκτικά αποτελέσματα.

Στα έργα των μεγάλων πατέρων και Θεολόγων της Εκκλησίας, Μεγάλου Βασιλείου, Γρηγορίου του Θεολόγου, Ιωάννου Χρυσοστόμου και Γρηγορίου Νύσσης, λόγου χάριν, βλέπουμε το μήνυμα του Ευαγγελίου στην ακεραιότατη ακτινοβολία και αυθεντικότητά του, δοσμένο στην πιο εκλεπτυσμένη πολιτισμική του συνάφεια, με τα πιο λαμπρά, γλαφυρά και όντως ευφυέστατα μέσα επικοινωνίας που μπορεί να προσφέρει ένας πολιτισμός και η γλώσσα του.

Αυτή είναι η προοπτική της θεολογίας για κάθε δεδομένη πρόκληση προερχόμενη από οιονδήποτε πολιτισμό: Να μεταδώσει το μήνυμα του Ευαγγελίου άθικτο, ακέραιο, ανόθευτο και να το παρουσιάσει με τα πιο έξοχα μέσα επικοινωνίας που μπορεί να παράσχει ένα πολιτιστικό περιβάλλον. Πρόκειται για την προοπτική του τέλειου τρόπου επικοινωνίας και μεταδόσεως της τέλειας αλήθειας, όπως αυτή φανερώθηκε από τον Θεό εν Χριστώ και όπως παραδόθηκε απ’ αυτόν στην Εκκλησία».

Πηγή: Εθνικός Κήρυκας

Φωτογραφία αρχείου: Χρήστος Μπόνης

TOP NEWS