Στην επιστολή του, με ημερομηνία 20 Φεβρουαρίου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, καθ’ όλη την αρχιερατεία του, «και δη, σχεδόν επί δωδεκαετίαν όλην, ως Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου, ηγωνίσθη θεαρέστως διά την ευστάθειαν της εν Κύπρω Εκκλησίας, τοποθετών μετά παρρησίας τον λύχνον «επί την λυχνίαν» (Ματθ. ε’, 15), ανυποχώρητος όταν θίγωνται τα πρώτιστα και τα τιμαλφή της Ορθοδοξίας και του Γένους».
«Προσεφέρετε, Μακαριώτατε, πλείστα όσα εις την οργάνωσιν της Εκκλησίας της Κύπρου και εις την ιεράν υπόθεσιν της διασώσεως και αναδείξεως της πνευματικής και πολιτισμικής κληρονομίας του ορθοδόξου κυπριακού λαού. Υπήρξατε και συνεχίζετε να είσθε ευαίσθητος ποιμενάρχης, ο οποίος γνωρίζει τας ποιμαντικάς ανάγκας του συγχρόνου ανθρώπου και προσφέρει «βοήθειαν» και «αλήθειαν» προς αυτόν», αναφέρει, σε άλλο σημείο της επιστολής του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης ο οποίος επισημαίνει την καθοριστική συμβολή του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κατά το τελευταίο στάδιο προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. «Αναγνωρίζομεν την καθοριστικήν συμβολήν Υμών και την στήριξιν την οποίαν παρέσχετε εις την ημετέραν Μετριότητα κατά την τελευταίαν, κρίσιμον φάσιν, της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η αποτελεσματική μετοχή Υμών εις τας εργασίας της Συνόδου με παρρησίαν και ευγλωττίαν, αι θεολογικώς και εκκλησιολογικώς αρτιώταται παρεμβάσεις Υμών εις τας συζητήσεις, το ορθόδοξον Υμών φρόνημα, η προσπάθεια διά να προβληθή το σωστικόν μήνυμα της Ορθοδοξίας προς τον σύγχρονον κόσμον, συνέβαλον τα μέγιστα εις την επιτυχή διεξαγωγήν και την ολοκλήρωσιν του έργου της Συνόδου. Δι᾿ όλα αυτά, Σας ευχαριστούμεν, Μακαριώτατε. Εγράψετε, όντως, ιστορίαν και δικαίως τιμάσθε εν τω Ορθοδόξω κόσμω»
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κάνει ιδιαίτερη αναφορά στη σημερινή πραγματικότητα στην οποία η Εκκλησία δίδει τη μαρτυρία της. «Η ζωή του συγχρόνου ανθρώπου καθορίζεται από τας τεχνολογικάς εξελίξεις, από την ιδιόνομον λειτουργίαν της οικονομίας, την σύγκρουσιν των πολιτισμών και την απολυτοποίησιν των ατομικών δικαιωμάτων και επιθυμιών. Πρότυπον ζωής κατέστη το άτομον, το οποίον κατέχει και χρησιμοποιεί διά τον εαυτόν του ο,τι επιθυμεί, πλήρως αδιάφορον διά τον πλησίον. Ακούομεν περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, περί οικονομικής προόδου, περί ισότητος και δικαιοσύνης, περί παγκοσμίου ειρήνης, διαπιστούμεν όμως, ότι εις τους λόγους και τας διακηρύξεις δεν αντιστοιχούν τα έργα και η πραγματικότης. Τα δικαιώματα του ανθρώπου συχνότατα χρησιμοποιούνται διά πολιτικούς σκοπούς, ενώ ευρέως κυριαρχεί το “δίκαιον του ισχυροτέρου”», αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο Πατριάρχης και σημειώνει ότι, «η Εκκλησία αγωνίζεται να φωτίση και να μεταμορφώση την ζωήν των ανθρώπων, απευθυνομένη πρωτίστως εις την ανθρωπίνην καρδίαν, κηρύσσουσα και ασκούσα την αγάπην, την αλληλεγγύην και την απλότητα, εν αναφορά, πάντοτε, προς τον αιώνιον εν Χριστώ προορισμόν του ανθρώπου, αναδεικνύουσα, λόγω και έργω, την χριστιανικήν πίστιν ως δύναμιν ζωής και ενθέου ελευθερίας».
«Η κοινή προσπάθεια», σημειώνει, σε άλλο σημείο της επιστολής του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, «είναι επιβεβλημένη και λόγω του μεγέθους των συγχρόνων προβλημάτων, τα οποία μόνον από κοινού δύνανται να αντιμετωπισθούν. Διά να επιτύχωμεν εις τούτο, οφείλομεν να γνωρίζωμεν τας προκλήσεις, αλλά και τας θετικάς προοπτικάς της εποχής μας, τα κοινωνικά δεδομένα της σήμερον και τας υπαρξιακάς ανάγκας του συγχρόνου ανθρώπου. Αυτό απαιτεί εγρήγορσιν, σοβαρότητα, ποιμαντικήν φαντασίαν, πνεύμα συνεργασίας και διαλόγου. Υμείς, Μακαριώτατε είσθε άνθρωπος του διαλόγου και των ανοικτών οριζόντων. Δι᾿ Υμάς η Ορθοδοξία δεν εσήμαινε ποτέ και δεν σημαίνει κλειστότητα και εσωστρέφειαν, αλλά ανοικτοσύνην και φιλάνθρωπον μαρτυρίαν εν τω κόσμω».
Ακολουθεί ολόκληρη η επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου προς τον Αρχιεπίσκοπο Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου Χρυσόστομο:
Μακαριώτατε καί Ἁγιώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Νέας Ἰουστινιανῆς καί πάσης Κύπρου, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ λίαν ἀγαπητέ καί περιπόθητε ἀδελφέ καί συλλειτουργέ τῆς ἡμῶν Μετριότητος κύριε Χρυσόστομε, τήν Ὑμετέραν σεβασμίαν Μακαριότητα ἀδελφικῶς ἐν Κυρίῳ κατασπαζόμενοι, ὑπερήδιστα προσαγορεύομεν.
Ἐν αἰσθήμασιν ἀγάπης ἐν Κυρίῳ καί πολλῆς τιμῆς πρός τό πρόσωπον τῆς Ὑμετέρας περισπουδάστου ἡμῖν Μακαριότητος, ἐπικοινωνοῦμεν γηθοσύνως μεθ᾿ Ὑμῶν, διά νά ἀπευθύνωμεν ἐγκαρδίους εὐχάς ἐπί τῇ συμπληρώσει τεσσαρακοντα-ετοῦς θεοτηρήτου καί εὐκλεοῦς ἀρχιερωσύνης.
Αἱ ἐπέτειοι εἶναι καιρός δοξολογίας καί ἐνθυμήσεως. Δοξάζομεν τόν πάνδωρον Θεόν, τόν χαρισάμενον εἰς τόν λαόν Αὐτοῦ τόν πανάξιον ἐκκλησιαστι-κόν ἄνδρα καί πρωθιεράρχην, ὅστις, καθ᾿ ὅλην τήν ἀρχιερατείαν Αὐτοῦ, καί δή, σχεδόν ἐπί δωδεκαετίαν ὅλην, ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Νέας Ἰουστινιανῆς καί πάσης Κύπρου, ἠγωνίσθη θεαρέστως διά τήν εὐστάθειαν τῆς ἐν Κύπρῳ Ἐκκλησίας, τοποθετῶν μετά παρρησίας τόν λύχνον «ἐπί τήν λυχνίαν» (Ματθ. ε’, 15), ἀνυποχώ-ρητος ὅταν θίγωνται τά πρώτιστα καί τά τιμαλφῆ τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Γένους.
Προσεφέρετε, Μακαριώτατε, πλεῖστα ὅσα εἰς τήν ὀργάνωσιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καί εἰς τήν ἱεράν ὑπόθεσιν τῆς διασώσεως καί ἀναδείξεως τῆς πνευματικῆς καί πολιτισμικῆς κληρονομίας τοῦ ὀρθοδόξου κυπριακού λαοῦ. Ὑπήρξατε καί συνεχίζετε νά εἶσθε εὐαίσθητος ποιμενάρχης, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τάς ποιμαντικάς ἀνάγκας τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου καί προσφέρει «βοήθειαν» καί «ἀλήθειαν» πρός αὐτόν.
Ἀναγνωρίζομεν τήν καθοριστικήν συμβολήν Ὑμῶν καί τήν στήριξιν τήν ὁποίαν παρέσχετε εἰς τήν ἡμετέραν Μετριότητα κατά τήν τελευταίαν, κρίσιμον φάσιν, τῆς προετοιμασίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποτελεσματική μετοχή Ὑμῶν εἰς τάς ἐργασίας τῆς Συνόδου μέ παρρησίαν καί εὐγλωττίαν, αἱ θεολογικῶς καί ἐκκλησιολογικῶς ἀρτιώταται πα-ρεμβάσεις Ὑμῶν εἰς τάς συζητήσεις, τό ὀρθόδοξον Ὑμῶν φρόνημα, ἡ προσπάθεια διά νά προβληθῇ τό σωστικόν μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας πρός τόν σύγχρονον κόσμον, συνέβαλον τά μέγιστα εἰς τήν ἐπιτυχῆ διεξαγωγήν καί τήν ὁλοκλήρωσιν τοῦ ἔργου τῆς Συνόδου. Δι᾿ ὅλα αὐτά, Σᾶς εὐχαριστοῦμεν, Μακαριώτατε. Ἐγράψε-τε, ὄντως, ἱστορίαν καί δικαίως τιμᾶσθε ἐν τῷ Ὀρθοδόξῳ κόσμῳ.
Ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας δίδεται σήμερον, Τιμιώτατε ἐν Χριστῷ Ἀδελφέ, ἐνώπιον τῆς πολυδιαστάτου κρίσεως τοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ ζωή τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου καθορίζεται ἀπό τάς τεχνολογικάς ἐξελίξεις, ἀπό τήν ἰδιόνομον λειτουργίαν τῆς οἰκονομίας, τήν σύγκρουσιν τῶν πολιτισμῶν καί τήν ἀπολυτοποίησιν τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων καί ἐπιθυμιῶν. Πρότυπον ζωῆς κατέστη τό ἄτομον, τό ὁποῖον κατέχει καί χρησιμοποιεῖ διά τόν ἑαυτόν του ὅ,τι ἐπιθυμεῖ, πλήρως ἀδιάφορον διά τόν πλησίον. Ἀκούομεν περί προστασίας τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, περί οἰκονομικῆς προόδου, περί ἰσότητος καί δικαιοσύνης, περί παγκοσμίου εἰρήνης, διαπιστοῦμεν ὅμως, ὅτι εἰς τούς λόγους καί τάς διακηρύξεις δέν ἀντιστοιχοῦν τά ἔργα καί ἡ πραγματικότης. Τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου συχνότατα χρησιμοποιοῦνται διά πολιτικούς σκοπούς, ἐνῶ εὐρέως κυριαρχεῖ τό «δίκαιον τοῦ ἰσχυροτέρου». Ἡ οἰκονομική ἀνάπτυξις δέν ἀφορᾷ εἰς τήν πλειοψη-φίαν τῶν κατοίκων τῆς γῆς, ἐνῶ ἡ πρόοδος τῆς ἐπιστήμης ἐκτυλίσσεται ἐρήμην τῶν αὐθεντικῶν συμφερόντων τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐν τῷ περιβάλλοντι τούτῳ, ἡ Ἐκκλησία ἀγωνίζεται νά φωτίσῃ καί νά μεταμορφώσῃ τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων, ἀπευθυνομένη πρωτίστως εἰς τήν ἀνθρωπίνην καρδίαν, κηρύσσουσα καί ἀσκοῦσα τήν ἀγάπην, τήν ἀλληλεγγύην καί τήν ἁπλότητα, ἐν ἀναφορᾷ, πάντοτε, πρός τόν αἰώνιον ἐν Χριστῷ προορισμόν τοῦ ἀνθρώπου, ἀναδεικνύουσα, λόγῳ καί ἔργῳ, τήν χριστιανικήν πίστιν ὡς δύναμιν ζωῆς καί ἐνθέου ἐλευθερίας. Ἀνήκομεν εἰς τόν Χριστόν, τήν Αὐτοζωήν, τήν Αὐτοαλήθειαν, τήν Αὐτοφιλανθρωπίαν, καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν Του, τήν «κοινω-νίαν θεώσεως», τόν «κόσμον τοῦ κόσμου». Τό εὐαγγέλιον ἡμῶν εἶναι «ὁ Χριστός ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί ἡ Ἐκκλησία ἐν τῷ Χριστῷ». Ὅταν ὁμιλῶμεν, ὁμιλοῦμεν περί τοῦ «Ἐκκλησίας σάρκα ἀναλαβόντος» Λόγου τοῦ Θεοῦ, καί ὅταν σιγῶμεν, πάλιν διά τόν ἀγαπήσαντα καί ἀγαπῶντα ἡμᾶς Σωτῆρα τοῦ κόσμου τό πράττομεν.
Συνεχίζομεν, Μακαριώτατε, τόν κοινόν ἡμῶν ἀγῶνα καί τήν κοινήν χριστιανικήν μαρτυρίαν, ὡς ἐνετείλατο ἡμῖν ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς «Θεοῦ διάκονοι», ὁμοῦ καί ὁμοθυμαδόν. Ἡ κοινή προσπάθεια εἶναι ἐπιβεβλημένη καί λόγῳ τοῦ μεγέθους τῶν συγχρόνων προβλημάτων, τά ὁποῖα μόνον ἀπό κοινοῦ δύνανται νά ἀντιμετωπισθοῦν. Διά νά ἐπιτύχωμεν εἰς τοῦτο, ὀφείλομεν νά γνωρίζωμεν τάς προκλήσεις, ἀλλά καί τάς θετικάς προοπτικάς τῆς ἐποχῆς μας, τά κοινωνικά δεδομένα τῆς σήμερον καί τάς ὑπαρξιακάς ἀνάγκας τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Αὐτό ἀπαιτεῖ ἐγρήγορσιν, σοβαρότητα, ποιμαντικήν φαντασίαν, πνεῦμα συνεργα-σίας καί διαλόγου. Ὑμεῖς, Μακαριώτατε εἶσθε ἄνθρωπος τοῦ διαλόγου καί τῶν ἀνοικτῶν ὁριζόντων. Δι᾿ Ὑμᾶς ἡ Ὀρθοδοξία δέν ἐσήμαινε ποτέ καί δέν σημαίνει κλειστότητα καί ἐσωστρέφειαν, ἀλλά ἀνοικτοσύνην καί φιλάνθρωπον μαρτυρίαν ἐν τῷ κόσμῳ.
Ἐπί δέ τούτοις, ἀπευθύνοντες μυχόθεν συγχαρητηρίους προσρήσεις τῇ Ὑμετέρᾳ προσφιλεστάτῃ ἡμῖν Μακαριότητι, εὐχόμεθα ὅπως ὁ ἀγαθοδότης Κύριος χαρίζηται Ὑμῖν ὑγιείαν κατ᾿ ἄμφω καί κρατύνῃ Ὑμᾶς, ὥστε νά συνεχίσητε ἐπί πολύν ἔτι χρόνον, ὀρθοτομοῦντες τόν λόγον τῆς ἀληθείας, τό θεάρεστον Ὑμῶν ἔργον, ἐπ᾿ ἀγαθῷ τοῦ θεόθεν Ὑμῖν ἐμπεπιστευμένου πληρώματος τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας Κύπρου καί τοῦ ἀνά τήν οἰκουμένην ὀρθοδόξου λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Κατασπαζόμενοι τοίνυν Ὑμᾶς φιλήματι ἁγίῳ, ἐκ Φαναρίου, συναγαλλόμενοι δέ μεγάλως μεθ᾿ Ὑμῶν καί μετέχοντες νοερῶς εἰς τούς ἐπετειακούς ἑορτασμούς, διατελοῦμεν μετ᾿ ἐξιδιασμένης τιμῆς καί βαθείας ἀγάπης ἐν Κυρίῳ.
,βιη’ Φεβρουαρίου κ’
Τῆς Ὑμετέρας σεβασμίας Μακαριότητος
ἀγαπητός ἐν Χριστῷ ἀδελφός
Φωτο Αρχείου: Νίκος Μαγγίνας / Οικουμενικό Πατριαρχείο