Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας», που κυκλοφορεί πανελλαδικά κάθε Πέμπτη,
Σε ακόμη δυσκολότερη θέση από την ήδη υπάρχουσα, φαίνεται πως βρίσκεται το Πατριαρχείο Μόσχας, μετά την τελευταία απόφαση της Εκκλησίας της Βουλγαρίας να απέχει από κάθε Συλλείτουργο με τον Έξαρχο του Μόσχας στην Αφρική, Μητροπολίτη Κλιν Λεωνίδα.
Η Σύνοδος του Πατριαρχείου Βουλγαρίας συνεδρίασε στις 24 Φεβρουαρίου και εξέτασε την επιστολή που έστειλε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας κ. Θεόδωρος, με την οποία ενημέρωνε για τις μη κανονικές ενέργειες του Πατριάρχη Μόσχας στο κανονικό έδαφος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, την αναστολή μνημόνευσής του και την επιβολή εκκλησιαστικής ποινής στον Μητροπολίτη Κλιν.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Συνόδου, «αποφασίστηκε ότι οι κληρικοί του Πατριαρχείου Βουλγαρίας θα απέχουν από λατρευτικές εκδηλώσεις με τον Μητροπολίτη Κλιν έως ότου η Επιτροπή Κανονικού Δικαίου του Πατριαρχείου διερευνήσει την επιστολή του Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πάρει μια τελική απόφαση».
Υπενθυμίζεται ότι το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, ήδη από τον περασμένο Νοέμβριο, είχε διακόψει τη μνημόνευση του Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλου, με αφορμή σειρά «κανονικών παραπτωμάτων”, καταδικάζοντας ταυτόχρονα τις “καινοφανείς εκκλησιολογικοπολιτικές θεωρίες περί διαποιμάνσεως του ρωσικού κόσμου ανά την υφήλιο επί τη βάσει της εθνικότητας”. Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας είχε κάνει ακόμη και λόγο για προσπάθεια οικονομικής εξαγοράς κληρικών του από τη Μόσχα προκειμένου να ενταχθούν στη ρωσική δικαιοδοσία, ενέργεια αντικανονική και αντιεκκλησιαστική μεταξύ των ορθοδόξων Εκκλησιών.
Ο «αφορισμός» που επιβάλει για την ώρα η Σόφια στον Έξαρχο της Ρωσίας στην Αφρική αποτελεί μια κίνηση αποστασιοποίησης της Βουλγαρίας από τη ρωσική τακτική της εισπήδησης, κάτι που απομονώνει ακόμη περισσότερο τη Μόσχα και προσωπικά τον ίδιο τον Κύριλλο.
Την ίδια ώρα, η ρωσοσερβική σύμπραξη, που κατόρθωσε το τελευταίο διάστημα να παρασύρει στην αναγνώριση της Εκκλησίας των Σκοπίων ως «Ορθόδοξη Εκκλησία της Μακεδονίας» την Τσεχία και Σλοβακία, τη Γεωργία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία (η τελευταία αναφέρθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ως αρμόδιο να χορηγεί την Αυτοκεφαλία), αποδυναμώνεται από την απόφαση της Εκκλησίας της Αλβανίας να στηρίξει ανοιχτά το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αναφορικά με τη μη χρήση του όρου «Μακεδονία» εκτός των γεωγραφικών ορίων των Σκοπίων.
Η Σύνοδος της Εκκλησίας της Αλβανίας, με ανακοίνωσή της, τονίζει ότι χαιρετίζει την απόφαση του Φαναρίου, τον Μάιο του 2022, «ότι δέχεται εις ευχαριστιακήν κοινωνίαν την Ιεραρχίαν, τον κλήρον και τον λαόν της Εκκλησίας των Σκοπίων υπό τον Αρχιεπίσκοπον αυτής κ. Στέφανον και ότι αναγνωρίζει ως όνομα της Εκκλησίας ταύτης το “Αχρίδος” (νοουμένης της περιοχής της δικαιοδοσίας αυτής μόνον εντός των ορίων της επικρατείας του κράτους της Βορείου Μακεδονίας)».
Μάλιστα, στην ανακοίνωση τονίζεται ότι θεραπεύεται η πληγή του σχίσματος και εξασφαλίζεται η ειρήνη και η ενότητα της Εκκλησίας και «αναμένεται η οριστική ρύθμιση του καθεστώτος της αυτοκεφαλίας και το ακριβές όνομα της νέας τοπικής Εκκλησίας παρά του αρμοδίου Σεπτού Κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου».
Στην ουσία, τα Τίρανα ακυρώνουν την αυτοκεφαλία που προσέδωσε το Πατριαρχείο της Σερβίας στην Εκκλησία των Σκοπίων, καθώς, σύμφωνα με το Εκκλησιαστικό Νομοκανονικό Δίκαιο, μόνο το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι αρμόδιο να προσδώσει Αυτοκεφαλία σε μια Εκκλησία.
Η Αθήνα, όπως το Φανάρι και η Αντιόχεια, τελούν ήδη σε ευχαριστιακή κοινωνία και ενότητα με την Εκκλησία των Σκοπίων, χωρίς βέβαια να αναγνωρίζουν την Αυτοκεφαλία. Άλλωστε, η Εκκλησία της Ελλάδος συντάσσεται απόλυτα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και δεν επιθυμεί τη χρήση του όρου «Μακεδονία» εκτός των ορίων της τοπικής Εκκλησίας, κάτι που θα δημιουργούσε μεγαλύτερα προβλήματα στην ήδη εύθραυστη εκκλησιαστική και γεωπολιτική ισορροπία στα Βαλκάνια.
Μένει, πλέον, να φανεί και η στάση των Πατριαρχείων της Αλεξανδρείας και των Ιεροσολύμων σχετικά με την Αυτοκεφαλία, αλλά και της Εκκλησίας της Κύπρου, με τον Αρχιεπίσκοπο Γεώργιο, το αμέσως προηγούμενο διάστημα, να φαίνεται διαθέσιμος να αναλάβει ρόλο μεσολαβητή, συνεχίζοντας τις ενέργειες του προκατόχου του, ανάμεσα σε Φανάρι και Μόσχα, σχετικά με την Αυτοκεφαλία αυτή τη φορά της Ουκρανίας, τονίζοντας, παράλληλα, πως το δίκαιο είναι με την πλευρά του Οικουμενικού Πατριαρχείου.