«Εμείς, οι ιεράρχες της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, δεν μπορούμε να αποσιωπήσουμε τον θλιβερό διχασμό που βιώνει σήμερα ο ορθόδοξος κόσμος και προκλήθηκε από τις αντικανονικές ενέργειες του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και τις καινοφανείς διδασκαλίες, οι οποίες διαδίδονται από τον Προκαθήμενο και τους επισήμους εκπροσώπους του. Θεωρούμε καθήκον μας να υψώσουμε τη φωνή μας προς υπεράσπιση της ορθοδόξου περί Εκκλησίας διδασκαλίας, απευθυνόμενοι τόσο προς το θεοφιλές ποίμνιό μας, όσο και στους αδελφούς ιεράρχες του ορθοδόξου κόσμου», αναφέρεται στο έγγραφο «Για την αλλοίωση της ορθοδόξου περί Εκκλησίας διδασκαλίας στις ενέργειες της ιεραρχίας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και τις παρεμβάσεις των εκπροσώπων του», που ενεκρίθη από τα μέλη της Συνάξεως των Επισκόπων, η οποία συνήλθε στις 19 Ιουλίου 2023 στη Λαύρα της Αγίας Τριάδος και του Αγίου Σεργίου.
Οι μετέχοντες της Συνάξεως επεσήμαναν ότι πίσω από τις σχισματικές ενέργειες των ιεραρχών της Κωνσταντινουπόλεως στην Ουκρανία, που δίχασαν την οικουμενική ορθόδοξη οικογένεια, κρύβονται οι επίμονα επιβαλλόμενες από τους ίδιους ιεράρχες καινοτομίες στην περί Εκκλησίας διδασκαλία, οι οποίες στοχεύουν στη διάλυση των υφισταμένων κανονικών θεσπίων: «Το καινοφανές δόγμα του πρωτείου του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, που παρουσιάζεται ως επίγεια κεφαλή της Οικουμενικής Εκκλησίας, του αποδίδει δικαιώματα και προνόμια, που εξέρχονται πολύ πέρα των ορίων των δικαιωμάτων οιουδήποτε άλλου Προκαθημένου Τοπικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και παραβιάζουν τα ιεροκανονικά δικαιώματα των άλλων Εκκλησιών».
«Εφόσον οι παράνομες ενέργειες της Κωνσταντινουπόλεως συνεχίζονται, ενώ οι ιδέες, που αλλοιώνουν την ορθόδοξη περί Εκκλησίας διδασκαλία αναπτύσσονται περισσότερο, θεωρούμε καθήκον μας να υπενθυμίσουμε στο ποίμνιό μας τις βασικές αρχές, επί των οποίων αιώνες πλέον θεμελιωνόταν η ορθόδοξη εκκλησιολογία και να δείξουμε στο ορθόδοξο πλήρωμα την αφοσίωσή μας σε αυτές τις αμετάβλητες αρχές. Η παραβίασή τους ειδικά από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίο αποτέλεσε αιτία του σχίσματος στην οικουμενική Ορθοδοξία», αναφέρεται στο έγγραφο.
Σε αυτό εξετάζονται αναλυτικά τα ακόλουθα θέματα: «Αξιώσεις του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως επί του πρωτείου εξουσίας στην Οικουμενική Εκκλησία», «Αξιώσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επί του ρόλου ανωτάτου εφετείου στην Οικουμενική Εκκλησία», «Η «αποκατάσταση στον οικείο βαθμό» σχισματικών, οι οποίοι δεν διέθεταν κανονική χειροτονία ή έχασαν τον ιερατικό τους βαθμό εξαιτίας προσχωρήσεως σε σχίσμα», «Αξιώσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επί του δικαιώματος αποδοχής κληρικών άνευ απολυτηρίου», «Αξιώσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επί του αποκλειστικού δικαιώματος χορήγησης αυτοκεφάλου», «Η παραβίαση από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως της αρχής ισότητας των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών», «Η μονομερή αναθεώρηση από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως πράξεων νομικής ισχύος», «Αξιώσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επί του αποκλειστικού δικαιώματος στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία στη Διασπορά».
«Καταδικάζουμε και δεν αποδεχόμεθα τις θεωρητικές διατάξεις του καινοφανούς δόγματος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και πρακτικές παράνομες και άδικες ενέργειες, που επιχείρησε στο πλαίσιο επιβολής τού ως άνω δόγματος στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή. Αυτές οι διατάξεις και ενέργειες δεν συνάδουν με την ορθόδοξη Παράδοση, καταστρέφουν τα κανονικά θέσπια της Οικουμενικής Εκκλησίας και πλήττουν βαρύτατα την ενότητα των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών», υπογραμμίζεται στο κείμενο.
Οι ιεράρχες της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας κάλεσαν τους Προκαθημένους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, τους αδελφούς ιεράρχες, καθώς και τους πρεσβύτερους, διακόνους, μονάζοντες και λαϊκούς, οι οποίοι από κοινού συγκροτούν το Πλήρωμα της Οικουμενικής Εκκλησίας του Χριστού, να εντείνουν τις προσευχές τους προς τον Κύριο Ιησού, την μόνη γνήσια Κεφαλή της Εκκλησίας Αυτού, «για να συλλέξει τους διισταμένους επί το αυτό με το θέλημα του Ουρανίου Πατρός και με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος, να διώξει όλες τις αιρέσεις και τα σχίσματα από τη μάνδρα της Αγίας Ορθοδοξίας, να καταργήσει την έχθρα και να καταισχύνει κάθε αδικία, ώστε με ένα στόμα και μια καρδιά να δοξάζεται εντός της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας το πανάγιο Όνομα του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».