Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Δημητριάδος καί Ἀλμυροῦ κ. Ἰγνάτιε, ἐκπρόσωπε τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου,
Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Πολυανῆς καί Κιλκισίου κύριε Βαρθολομαῖε, Ποιμενάρχα τῆς θεοσώστου ταύτης Ἐπαρχίας,
Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς,
Ἐξοχώτατε Περιφερειάρχα Κεντρικῆς Μακεδονίας,
Ἐξοχώτατοι κύριοι πρώην Πρόεδρε καί πρώην Ἀντιπρόεδρε τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως,
Ἐντιμότατε κύριε Ἀντιπεριφερειάρχα Κιλκίς μετά τῶν μελῶν τοῦ Περιφερειακοῦ Συμβουλίου,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες Ὀφφικιάλιοι τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας,
Ἐλλογιμώτατοι Καθηγηταί,
Ἐκλεκτοί συμμετέχοντες εἰς τήν Ἡμερίδα,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ἀσμένως συμμετέχομεν εἰς τήν παροῦσαν Οἰκολογικήν Ἡμερίδα, μέ θέμα: «Τό ὅραμα μιᾶς οἰκολογικῆς Μητροπόλεως γιά τόν 21ο αἰῶνα: Ἐκκλησία, Πολιτεία, Φιλοσοφία καί Θεολογία», εἰς τό σήμερον ἐγκαινιασθέν πανηγυρικῶς Συνεδριακόν Κέντρον τῆς Περιφερειακῆς Ἑνότητος Κιλκίς τῆς Περιφερείας Κεντρικῆς Μακεδονίας. Ἐν τῷ προσώπῳ σας, Ἐξοχώτατε κύριε Περιφερειάρχα, συγχαίρομεν πάντας τούς συντελεστάς τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ Συνεδριακοῦ τούτου Κέντρου. Εὐχαριστοῦμεν ὑμᾶς, τόν κύριον Ἀντιπεριφερειάρχην Κιλκίς καί τά μέλη τοῦ Περιφερειακοῦ Συμβουλίου διά τήν τιμητικήν ὑποδοχήν. Θερμάς εὐχαριστίας ἐκφράζομεν ἐπίσης διά τήν ὡραίαν προσφώνησιν.
Εἶναι γνωστόν τοῖς πᾶσιν, ὅτι τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, πρῶτον εἰς τόν χριστιανικόν κόσμον, ἀνέδειξε τάς πνευματικάς διαστάσεις τοῦ συγχρόνου οἰκολογικοῦ προβλήματος, ἐτόνισε τήν σημασίαν τῆς συμβολῆς τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς θεολογίας της εἰς τήν κατανόησιν τῶν αἰτίων του καί εἰς τήν ἀντιμετώπισίν του καί ἀνέπτυξε ποικίλας δράσεις ἐπικαίρου οἰκολογικῆς μαρτυρίας, μέ στόχον τήν ἔμπρακτον ἀξιοποίησιν τῶν οἰκοφιλικῶν ἀρχῶν καί παραδόσεών της ἐπ᾿ ἀγαθῷ τῆς κτίσεως.
Αἱ σχετικαί δράσεις τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, αἱ ὁποῖαι συνεχίζονται ἤδη ἐπί τριακονταπενταετίαν, προήγαγον τόν διορθόδοξον, τόν διαχριστιανικόν καί τόν διαθρησκειακόν διάλογον διά τήν δυνατήν συμβολήν τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν θρησκειῶν εἰς τήν προστασίαν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Ἐνέπνευσαν ἐπίσης πολιτικούς ἡγέτας, κοινοβούλια, παράγοντας τῆς οἰκονομικῆς ζωῆς, οἰκολογικά κινήματα, πανεπιστήμια καί ἐρευνητικά κέντρα, ὀργανώσεις, ἀναριθμήτους ἀνθρώπους ἁπανταχοῦ. Ἀνέδειξαν τήν ἀλήθειαν ὅτι οὐδέν ὅραμα διά τό μέλλον ἔχει αξίαν, ἐάν δέν ἀναφέρεται εἰς τήν προσδοκίαν ἑνός κόσμου, ὁ ὁποῖος θά εἶναι καί θά λειτουργῇ ὡς πραγμαιτκός «οἶκος» τοῦ ἀνθρώπου.
Αἱ πρωτοβουλίαι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔστρεψαν τήν Ὀρθόδοξον Θεολογίαν εἰς τήν μελέτην καί προβολήν τοῦ οἰκολογικοῦ περιεχομένου τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας καί κοσμολογίας, τῆς εὐχαριστιακῆς χρήσεως τῆς δημιουργίας καί τοῦ Ὀρθοδόξου ἀσκητισμοῦ. Ἡ σχετική βιβλιογραφία εἶναι ἐκτενεστάτη καί ἀποτελεῖ σημαντικόν κεφάλαιον τῆς συγχρόνου Ὀρθοδόξου θεολογίας καί τῆς μαρτυρίας της ἔναντι τῶν μεγάλων προβλημάτων καί τῶν παγκοσμίων προκλήσεων τῆς ἐποχῆς μας. Κεντρικήν θέσιν εἰς τόν χῶρον αὐτόν κατέχει τό ἔργον τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Περγάμου καί Ἀκαδημαϊκοῦ Ἰωάννου (Ζηζούλα), τοῦ πρωτεργάτου τῆς θεολογικῆς οἰκολογίας.
Πέραν ὅλων αὐτῶν, ἀναφορικῶς πρός τό εἰδικόν θέμα τῆς παρούσης Ἡμερίδος «Τό ὅραμα μιᾶς οἰκολογικῆς Μητροπολέως γιά τόν 21ο αἰῶνα», ὑπενθυμίζομεν ὅτι τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἔχει ἐπανειλημμένως ἀπευ-θυνθῆ πρός τάς Ἀρχιεπισκοπάς καί τάς Μητροπόλεις του, τάς ἐνορίας καί τάς ἱεράς μονάς, τάς ὁποίας ἐκάλεσε νά ἀναπτύξουν οἰκολογικάς δράσεις καί συγκεκριμένας πρακτικάς διά τήν προστασίαν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καί διά τήν εὐρυτέραν εὐαισθητοποίησιν, πρωτίστως τῆς νέας γενεᾶς, ἀπέναντι εἰς τήν οἰκολογικήν κρίσιν. Εἰς τό Πατριαρχικόν Μήνυμα ἐπί τῇ ἡμέρᾳ προσευχῆς ὑπέρ τῆς προστασίας τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος τῆς 1ης Σεπτεμβρίου 2018 εἴχομεν σημειώσει: «Ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία καλεῖ τάς ἀνά τήν οἰκουμένην Ἀρχιεπισκοπάς καί Μητροπόλεις αὐτῆς, τάς ἐνορίας καί τάς ἱεράς Μονάς, νά ἀναπτύξουν πρωτοβουλίας καί συντονισμένας δράσεις, προγράμματα περιβαλλοντικῆς εὐαισθητοποιήσεως, νά ὀργανώσουν συνέδρια καί ὁμιλίας, ὥστε οἱ πιστοί νά συνειδητοποιήσουν ὅτι ἡ προστασία τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος εἶναι πνευματική εὐθύνη ἑκάστου ἐξ ἡμῶν. Τό φλέγον θέμα τῆς κλιματικῆς ἀλλαγῆς, τά αἴτια καί αἱ ἐπιπτώσεις του διά τόν πλανήτην καί τήν καθημερινότητα τῶν ἀνθρώπων ἀποτελοῦν εὐκαιρίαν διά προσεγγίσεις καί συζητήσεις ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς θεολογικῆς οἰκολογίας καί διά συγκεκριμένας πρακτικάς παρεμβάσεις. Εἶναι ζωτικῆς σημασίας νά δοθῇ ἔμφασις εἰς τήν δρᾶσιν εἰς τοπικόν ἐπίπεδον. Ἡ ἐνορία ἀποτελεῖ τό κύτταρον τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, χῶρον προσωπικῆς παρουσίας καί μαρτυρίας, ἐπικοινωνίας καί συνεργασίας, λειτουργικήν καί διακονικήν κοινότητα.
Ἰδιαιτέρα μέριμνα πρέπει νά ἐπιδειχθῇ διά τήν ὀργάνωσιν τῆς ἐν Χριστῷ διαπαιδαγωγήσεως τῆς νέας γενεᾶς, ὥστε νά καλλιεργῆται εἰς αὐτήν τό οἰκολογικόν ἦθος. Ἡ ἐκκλησιαστική κατήχησις πρέπει νά ἐνσταλάζῃ εἰς τήν ψυχήν τῶν παιδίων καί τῶν νέων τόν σεβασμόν πρός τήν ῾καλήν λίαν᾽ πλᾶσιν, κίνητρα διά δραστηριοποίησιν εἰς τήν προστασίαν τοῦ περιβάλλοντος καί τήν ἐλευθεροποιόν ἀλήθειαν τῆς ἁπλότητος, τῆς λιτότητος καί τοῦ ἀσκητικοῦ ἤθους, τοῦ μετοχικοῦ τρόπου τοῦ βίου καί τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης. Εἶναι ἀπαραίτητον, οἱ νέοι νά κατανοήσουν τήν εὐθύνην των διά τήν ἐφαρμογήν ἐν τῇ πράξει τῶν οἰκολογικῶν συνεπειῶν τῆς πίστεώς μας, νά γνωρίσουν καί νά γνωστοποιήσουν τήν καθοριστικήν συμβολήν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς προστασίας τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος».
Ἐν τῷ αὐτῷ πνεύματι, εἰς τό ἀντίστοιχον Πατριαρχικόν Μήνυμα τῆς 1ης Σεπτεμβρίου 2019, ἐξαίρεται ἡ ἀνάγκη περαιτέρω δραστηριοποήσεως διά τήν ἐφαρμογήν ἐν τῇ πράξει τῶν οἰκολογικῶν καί κοινωνικῶν συνεπειῶν τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως. Καί πάλιν ἀναφερόμεθα εἰς τήν σημασίαν τῆς κινητοποιήσεως τῆς νέας γενεᾶς: «Εἶναι ἐξόχως σημαντικόν ὅτι αἱ καθ᾿ ἡμᾶς ἀρχιεπισκοπαί καί μητροπόλεις, πολλαί ἐνορίαι καί ἱεραί μοναί, ἔχουν ἀναπτύξει οἰκολογικάς πρωτοβουλίας καί πρακτικάς διά τήν προστασίαν τοῦ περιβάλλοντος, καί ποικίλα προγράμματα περιβαλλοντικῆς ἀγωγῆς. Πρέπει νά δοθῇ ἰδιαιτέρα ἔμφασις εἰς τήν ἐν Χριστῷ διαπαιδαγώγησιν τῶν νέων, ὥστε αὕτη νά λειτουργῇ ὡς χῶρος καλλιεργείας καί ἀναπτύξεως οἰκολογικοῦ ἤθους καί ἀλληλεγγύης. Ἡ παιδική καί ἡ ἐφηβική ἡλικία ἀποτελοῦν ἰδιαιτέρως εὐνοϊκάς περιόδους τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου δι᾿ οἰκολογικήν καί κοινωνικήν εὐαισθητοποίησιν».
Ὁ δυναμισμός καί ὁ ἐνθουσιασμός τῶν νέων, ἡ ροπή καί ἡ προθυμία πρός δρᾶσιν, ἐμπλουτίζονται διά τῆς συμμετοχῆς των εἰς τήν λειτουργικήν ζωήν, εἰς τήν ὁποίαν καταφάσκεται ἡ δημιουργία, ἡ κτίσις βιοῦται ὡς θεία δωρεά καί ὀ ἄνθρωπος καλεῖται νά λειτουργῇ ὡς οἰκονόμος, φύλαξ καί «ἱερεύς» αὐτῆς, προσάγων αὐτήν εὐχαριστιακῶς καί δοξολογικῶς εἰς τόν Δημιουργόν. Παρά τά περί τοῦ ἀντιθέτου θρυλούμενα, τά δῆθεν ἐπιστημονικῶς τεκμηριωμένα δεδομένα, ἡ νεότης εἶναι περίοδος τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς μέ πολλάς μεταφυσικάς ἀναζητήσεις καί πολλήν ἐλπίδα δι᾿ ἕνα καλύτερον κόσμον. Ἔχει μάλιστα λεχθῆ ὅτι ἀποτελεῖ μίαν ἰδιαιτέρως «θρησκευτικήν» φάσιν τῆς ζωῆς μας. Ἐπί τῆς βάσεως αὐτῆς, εἴπομεν πρό τριῶν περίπου ἑβδομάδων εἰς τήν Σύναξιν τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Θρόνου (1-3 Σεπτεμβρίου 2024), ἐνώπιον 160 περίπου Ἀρχιερέων, τά ἑξῆς περί τῆς νεότητος: «Ἔχομεν τήν πεποίθησιν, ἐπιβεβαιουμένην συνεχῶς διά τῶν συζητήσεών μας μέ νέους καί νέας ὅτι, ἐφ᾿ ὅσον ἡ νεολαία προσεγγισθῆ μέ ἀγάπην, κατανόησιν καί πνεῦμα ἀλληλεγγύης, ὄχι μόνον ἀνταποκρίνεται, ἀλλά ἀποκαλύπτει δημιουργικάς δυνάμεις ἐντυπωσιακάς, τάς ὁποίας θαυμάζομεν… …Ἡ Μετριότης ἡμῶν ἐντυπωσιάζεται συχνάκις ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ νέοι καί αἱ νέαι μᾶς διδάσκουν μέ τάς εὐαισθησίας των, μέ τάς ἰδέας καί τάς δράσεις των, μέ τό φωτεινόν παράδειγμά των. Διαπιστοῦμεν καθημερινῶς ὅτι ἐπιδεικνύουν μεγαλύτερον ἐνδιαφέρον ἀπό τούς ἐνήλικας διά τήν προστασίαν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καί διά τά κοινωνικά προβλήματα. Ἡ συνάντησις μέ τούς νέους μᾶς ἐπιφυλάσσει πάντοτε χαράν καί ἐκπλήξεις».
Ἐκλεκτοί παρόντες,
Πέραν πάσης ἀμφιβολίας, τό φυσικόν περιβάλλον ἀπειλεῖται σήμερον, ὅσον ποτέ ἄλλοτε εἰς τήν ἱστορικήν πορείαν τῆς ἀνθρωπότητος. Ἡ οἰκολογική κρίσις ἔχει παγκοσμίους διαστάσεις, δέν γνωρίζει σύνορα, ἔχει ἀρνητικάς ἐπιπτώσεις εἰς τήν πανίδα καί τήν χλωρίδα, εἰς τήν ἀτμόσφαιραν καί τάς θαλάσσας, εἰς τούς ζῶντας καί τάς ἐπερχομένας γενεάς τῶν ἀνθρώπων, αἱ δέ κοινωνικαί συνέπειαί της εἶναι ἀνυπολόγιστοι. Ἡ κλιματική κρίσις ἀποτελεῖ τό ἀποκορύφωμα τοῦ συγχρόνου οἰκολογικοῦ προβλήματος καί εἶναι ἤδη ἁπτή καί ἐπώδυνος πραγματικότης. «Ὁ πλανήτης μας πλέον δέν ὑπερθερμαίνεται, βράζει, κοχλάζει», σημειώνει ὁ Γενικός Γραμματεύς τοῦ Ὀργανισμοῦ Ἡνωμένων Ἐθνῶν.
Τό πολυδιάστατον οἰκολογικόν πρόβλημα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι γέννημα τῆς κρίσεως τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πολιτισμοῦ του, τῆς πολιτικῆς, τῆς οἰκονομίας, τῆς ἐπιστήμης, τῆς φιλοσοφίας, τῆς ἠθικῆς καί τῆς θρησκείας του. Πάντες εἰς πολλά πταίομεν. Ἡ ἁλματώδης ἀνάπτυξις τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, παρά τά μοναδικά εὐεργετήματά της διά τήν ζωήν μας, ἐτροφοδότησε τήν ἔπαρσιν τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τῆς φύσεως, τήν ἀντικειμενοποίησιν καί τήν χειραγώγησίν της. Δέν εἶναι ὅμως δυνατόν ἡ φιλοσοφία νά ἀσκῇ κριτικήν κατά τοῦ τεχνολογικοῦ πολιτισμοῦ καί συγχρόνως νά ἀποσιωπᾷ τήν ἰδικήν της ἰδεολογικήν συμμετοχήν εἰς τήν μετατροπήν τοῦ ἀνθρώπου εἰς «maître et possesseur de la nature», εἰς κύριον καί κάτοχον τῆς φύσεως. Ὁ δέ Χριστιανισμός δέν καθιέρωσε μέν «ἕνα δυϊσμό ἀνθρώπου καί φύσης… οὔτε ἐπέμενε πώς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νά ἐκμεταλλεύεται ὁ ἄνθρωπος τή φύση, γιά νά ἐξυπηρετεῖ τούς δικούς του σκοπούς», ὅπως ἤθελεν ὁ Lynn White[1], ηὐνόησεν ὅμως, εἰς τήν δυτικήν θεολογικήν παράδοσιν, τήν μετατροπήν τοῦ «ὑγιοῦς ἀνθρωποκεντρισμοῦ», τοῦ τεθεμελιωμένου εἰς τήν δημιουργίαν τοῦ ἀνθρώπου κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ καί καθ᾿ ὁμοίωσιν Αὐτῷ, εις ἀνθρωπομονιστικάς τάσεις καί εις τόν ἀτομοκεντρισμόν, ὁ ὁποῖος, ὅπως γράφει ὁ Μητροπολίτης Περγάμου, βρίσκεται «στή ρίζα τῆς οἰκολογικῆς κρίσης»[2]. Εἰς ἄλλην συνάφειαν ὁ Περγάμου σημειώνει: «Ὁ ἀνθρωποκεν-τρισμός δέν εἶναι ἀνθρωπομονισμός. Μόνον σέ περίπτωση πού τό πρῶτο μετατρέπεται στό δεύτερο ἔχομεν κάτι ἀρνητικό… Ἡ οἰκολογική κρίση δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ἀνθρωποκεν-τρισμοῦ, ἀλλά ὀφείλεται σέ ἀνθρωπομονιστικές τάσεις καί στή συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου»[3].
Ὅπως ἔχει γραφῆ, ὁ σύγχρονος αὐτοχειροτόνητος «ἀνθρωποθεός», ὁ ὁποῖος ἀπειλεῖ σήμερον τήν ἰδίαν τήν ἐπιβίωσίν του, «μπορεῖ ἴσως νά αὐτοαποκαλεῖται homo erectus, σίγουρα ὅμως δέν εἶναι homo sapiens»[4]. Ὁ homo antisapiens τῆς ἐποχῆς μας γνωρίζει, ἀλλά συνεχίζει νά δρᾷ ὡς νά μή ἐγνώριζεν. Ὁ Lynn White σχολιάζει: «Παρά τόν Κοπέρνικο, ὅλο τό σύμπαν κινεῖται γύρω ἀπό τόν μικρό μας πλανήτη. Παρά τόν Δαρβῖνο, δέν εἴμαστε, μέσα στίς καρδιές μας, μέρος τῆς φυσικῆς διαδικασίας. Εἴμαστε ἀνώτεροι ἀπό τή φύση, τήν περιφρονοῦμε, εἴμαστε ἕτοιμοι νά τή χρησιμοποιήσουμε γιά νά ἱκανοποιήσουμε ἀκόμη καί τό πιό σημαντικό καπρίτσιο μας»[5]. Φαίνεται ὅτι ἡ γνῶσις δέν φθάνει εἰς τά βάθη τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, δέν ὁδηγεῖ εἰς μεταστροφήν, ἀλλά συνυπάρχει μέ κυνισμόν καί ἑαυτοκεντρισμόν.
Τί ποιητέον; Προφανέστατα, ἡ πορεία πρός ἔν βιώσιμον μέλλον ἀειφορίας καί οἰκολογικῆς ἰσορροπίας ἔχει τούς ὅρους του. Κατονομάζομεν ἐνδεικτικῶς δύο ἐξ αὐτῶν:
α) Οἰκολογική οἰκονομία. Εἶναι βέβαιον ὅτι τό σήμερον κυρίαρχον πρότυπον οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως ἐπιτείνει τήν οἰκολογικήν κρίσιν καί δέν ἐξυπηρετεῖ τό ἀληθές συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἀνήκει τό μέλλον εἰς τήν προσανατολισμένην ἀποκλειστικῶς εἰς τό κέρδος οἰκονομίαν, ἡ ὁποία ἐκτυλίσσεται ἄνευ ὑπολογισμοῦ τῶν οἰκοκαταστροφικῶν ἐπιπτώσεών της. Κριτήριον μιᾶς οἰκολογικῆς οἰκονομίας εἶναι, ὁμοῦ μετά τῶν οἰκονομικῶν δεικτῶν, καί τά περιβαλλοντικά δεδομένα. Δέν νοεῖται ἀνάπτυξις εἰς βάρος τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη, 2016), σοφῶς κατωνόμασε τούς κινδύνους τῆς «ἰδιονομίας τῆς οἰκονομίας», τῆς αὐτονομήσεως αὐτῆς ἀπό τάς ζωτικάς ἀνάγκας τοῦ ἀνθρώπου, αἱ ὁποῖαι ὑπηρετοῦνται μόνον ἐντός βιωσίμου φυσικοῦ περιβάλλοντος, καί προέτεινε μίαν οἰκονομίαν «τεθεμελιωμένην εἲς τάς ἀρχάς τοῦ Εὐαγγελίου»[6].
β) Εἰρήνη μεταξύ τῶν λαῶν, τῶν θρησκειῶν καί τῶν πολιτισμῶν. Εἰς τό Πατριαρχικόν Μήνυμα τῆς Ἰνδίκτου τοῦ ἔτους 2022, ἀνεφέρθημεν εἰς τάς περιβαλλοντικάς καταστροφάς, τάς ὁποίας προεκάλεσεν ἡ ἐπίθεσις τῆς Ρωσσικῆς Ὀμοσπονδίας κατά τῆς Οὐκρανίας, πέραν τῶν ἀνθρωπίνων ἀπωλειῶν. Ἐτονίσαμεν ὅτι κάθε πολεμική ἐνέργεια εἶναι καί πόλεμος κατά τῆς φύσεως καί μία ἀνθρωπιστική καταστροφή. Ὁ κίνδυνος πυρηνικοῦ ὁλοκαυτώματος, ἡ ρύπανσις τοῦ ἐδάφους, τῶν ὑδάτων καί τῆς ἀτμοσφαίρας ἀπό τούς βομβαρδισμούς, ἡ ἀχρήστευσις καλλιεργησίμων ἐκτάσεων καί ἡ καταστροφή τοῦ δασικοῦ πλούτου, αὐτά καί πολλά ἀλλά δεινά τοῦ πολέμου, ἀποκαλύπτουν τήν σημασίαν τῆς εἰρήνης ὡς ὅρου διά τήν προστασίαν τῆς κτίσεως. Ὀ ἀγών διά τήν εἰρήνην εἶναι συμβολή εἰς τήν διάσωσιν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος.
Ἔχομεν ἐκφράσει πολλάκις τήν πεποίθησίν μας ὅτι ἡ χριστιανική πίστις δύναται νά συμβάλῃ καθοριστικῶς εἰς τήν ὑπέρβασιν τῶν μεγάλων προκλήσεων τῆς ἐποχῆς μας. Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀπέδειξε τοῦ λόγου τό ἀληθές διά τῆς στρατεύσεώς της πρός κατανόησιν τῶν αἰτίων καί τήν ἀντιμετώπισιν τῶν ἐπιπτώσεων τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως. Εἶναι βέβαιον ὅτι ἡ θεολογική ὀπτική ἀναδεικνύει ἀφανεῖς διαστάσεις τοῦ περιβαλλοντικοῦ προβλήματος καί ἀποκαλύπτει δυνατότητας λύσεώς του. Ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς χριστιανικῆς αὐτοσυνειδησίας, ἡ προστασία τῆς φύσεως ἀποκτᾷ ἔμφασιν ὡς ἐντολή τοῦ Θεοῦ τῆς εἰρήνης, ἡ ὁποία εἶναι εἰρήνη μέ τόν Θεόν, εἰρήνη μέ τόν συνάνθρωπον, ἀλλά καί εἰρήνη μέ τήν γῆν καί εἰρήνη τῆς γῆς.
Ἡ οἰκοφιλική συμπεριφορά εἶναι κεντρικόν συστατικόν τῆς Ὀρθοδόξου ταυτότητός μας. Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νίκη ἐναντίον ὅλων τῶν δυνάμεων, αἱ ὁποῖαι συμβάλλουν ἰδεολογικῶς καί ἐν τῆ πράξει εἰς τήν καταστροφήν τῆς φύσεως καί τήν διατάραξιν τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων. Εἶναι ἀσύμβατον μέ τήν ἀλήθειαν τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως νά μετατρέπωμεν τόν συνάνθρωπον εἰς ἀντικείμενον καί τήν κτίσιν εἰς χρήσιμον ὑλικόν. Ὁ εὐχαριστιακός καί ἀσκητικός τρόπος τοῦ βίου τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκόμιζον εἰς τούς ναούς μας «τόν σῖτον, τόν οἶνον καί τό ἔλαιον» διά νά τά ἁγιάσῃ ὁ ἱερεύς καί νά ἁγιασθῇ ἡ ζωή καί ὁ μόχθος των, διατηρεῖ καί εἰς τήν ἐποχήν μας ἀνυπέρβλητον ἐπικαιρότητα. Θαυμάζομεν τό δοξολογικόν ἦθος τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, οἱ ὁποῖοι τίποτε δέν ἐθεώρουν ἰδικόν των κατόρθωμα, αὐτονόητον καί δεδομένον, οὔτε τό ψωμί, οὔτε τό νερό, οὔτε τήν ὑγείαν καί τήν εὐτυχίαν, καί ἐδόξαζον τόν Θεόν διά τό δῶρον τῆς ζωῆς, ἐσέβοντο τήν ἱερότητα τῆς δημιουργίας καί ᾐσθάνοντο πανταχοῦ τήν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ. Τό ἐπιχείρημα ὅτι ἡ βίωσις αὐτοῦ τοῦ ἤθους τῆς εὐχαριστιακῆς καί ἀσκητικῆς ἐλευθερίας εἶναι ἀνέφικτος ἐν τῷ πλαισίῳ τῶν συγχρόνων κοινωνικῶν, οἰκονομικῶν καί πολιτισμικῶν συνθηκῶν εἶναι τελείως σαθρόν.
Ἡ ποιότης μιᾶς κοινωνίας δέν κρίνεται πρωτίστως ἀπό τό ἐπίπεδον οἰκονομικῆς καί τεχνολογικῆς ἀναπτύξεως καί κοινωνικῆς ὀργανώσεως, ἀλλά ἀπό τό ἐάν σέβεται τήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τήν ἀκεραιότητα τῆς δημιουργίας καί ἀπό τόν πνευματικόν προσανατολισμόν της. Ἠ πίστις εἰς τόν Θεόν ὡς κτίστην τῶν ἁπάντων, δημιουργόν τοῦ ἀνθρώπου κατ᾿ ἰδίαν εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν Αὐτῷ, καθώς καί η πίστης εἰς τήν Ἐναθρώπησιν τοῦ Θεοῦ Λόγου διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν, ἐμπνέει καί ἐνισχύει τάς δημιουργικάς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καί προσφέρει διέξοδον ἐνώπιον τῶν ὑπαρξιακῶν προβλημάτων καί τῶν μεγάλων προκλήσεων. Ἀπό αὐτάς τάς αἰωνίους πνευματικάς ἀρχάς, αἱ ὁποῖαι εἶναι σύμφυτοι μέ τήν θεανδρικήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας, τρέφεται καί τό ὅραμα τῆς οἰκολογικῆς Μητροπόλεως. Τό ζητούμενον εἶναι ἡ στρατηγική ἀποτελεσματικῆς ἐφαρμογῆς αὐτῶν τῶν ἀρχῶν, ἐπί τῇ βάσει τῶν συγχρόνων δεδομένων, ἀπαιτήσεων καί δυνατοτήτων.
Μέ αὐτάς τάς σκέψεις καί τά αἰσθήματα, κηρύσσομεν τήν ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν τῆς παρούσης Οἰκολογικῆς Ἡμερίδος, συγχαίροντες δέ τούς ἐμπνευστάς, τούς συντελεστάς αὐτῆς καί πάντας ὑμᾶς τούς συμμετέχοντας εἰς τήν πνευματικήν ταύτην ἐκδήλωσιν, βέβαιοι διά τήν ἐπιτυχῆ καί καρποτόκον διεξαγωγήν της, ἐπικαλούμεθα ἐφ᾿ ὑμᾶς τήν ἄφθιτον χάριν καί τό ἀμέτρητον ἔλεος τοῦ Θεοῦ τῆς σοφίας καί τῆς ἀγάπης, του Δημιουργού και Προνοητού Θεού.
1. L. White, «Οἱ ἱστορικές ρίζες τῆς οἰκολογικῆς μας κρίσης» εἰς τό ἔργον: Ζ. Σαρίκας (ἐπιλογή κειμένων-μετάφραση), Ἡ φωτιά τοῦ Προμηθέα, ἐκδ. Νησῖδες, Ἀθήνα 1998, σ. 43.
2. Ι. Ζηζιούλας, «Τό Δίκαιον τοῦ Προσώπου», Πρακτικά τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν 72 (1997), τεῦχος Β΄, σ. 598.
3. Metropolitan John of Pergamon,«Towards an Enviromental Ethic» εἰς τό ἔργον: M. Ascherson / A. Marshall (ἐπιμ.), The Adriatic Sea, a Sea at Risk, a Unity of Purpose, Athens 2005, σ. 96).
4. O. Höffe, Moral als Preis der Moderne, ἐκδ, Suhrkamp, Frankfurt a.M. 1995, σ. 210.
5. Ly White, Οἱ ἱστορικές ρίζες τῆς οἰκολογικῆς μας κρίσης», σ. 46.
6. Ἐγκύκλιος, § 15.