Στην ομιλία του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, αναφέρθηκε στις ποικίλες δυσκολίες με τις οποίες κατά το παρελθόν βρέθηκε αντιμέτωπη η Ρωμηοσύνη και στις επιδράσεις που αυτές είχαν στην λειτουργία των Κοινοτήτων της. «Και εν μέσω ιστορικού χειμώνος, έπνευσεν ο άνεμος του θανάτου, απονεκρώνοντας τα τίμια αυτά τμήματα της ρωμηοσύνης μας από την εποπτείαν μας, την διοίκησιν και την διαχείρισίν των. Αυτό συνέβη και με τούτον εδώ τον ιστορικώτατον Ναόν του Αγίου Γεωργίου της Πύλης της Αδριανουπόλεως», είπε ο Οικουμενικός Πατριάρχης και πρόσθεσε: «Εις την άλλοτε πολυπληθή Ρωμαίηκην Κοινότητα της περιοχής εισήλθεν αυθαιρέτως και παρά πάσαν έννοιαν δικαίου, ο νόμος διά να την αποσπάση ως mazbut, δηλαδή κατειλημμένην, από την διοίκησιν και την διαχείρισιν της Ομογενείας μας. Όμως, ημείς, δεν επαύσαμε ποτέ ως Γένος να ελπίζωμεν, να αγωνιζώμεθα, να παραμένωμεν αμετακίνητοι εις το καθήκον της ζωής και εις το χρέος της Ιστορίας, διεκδικούντες τίποτε περισσότερον του δικαίου και του δικαιώματός μας να ζώμεν και να διάγωμεν εντός μιάς Δημοκρατίας ως ισότιμοι πολίται, έχοντες το δικαίωμα του διαχειρίζεσθαι τα υπό των προγόνων ημών κληροδοτηθέντα, από αΰλων παραδόσεων μέχρι και υλικών κτισμάτων».
Αναφερόμενος στην απόφαση της Γενικής Διευθύνσεως Βακουφίων να προχωρήσει στην ανακαίνιση του Ιερού αυτού Ναού ο Οικουμενικός Πατριάρχης σημείωσε ότι αυτή ανακούφισε μερικώς τον πόνο που προκάλεσαν γεγονότα του παρελθόντος. Για τον λόγο αυτό εξέφρασε τις ευχαριστίες του προς την Κυβέρνηση και την Γενική Διεύθυνση Βακουφίων, ιδιαιτέρως δε προς τον επί κεφαλής της, Δρ. Αντνάν Ερτέμ αλλά και τους συνεργάτες του, οι οποίοι με ειλικρινές ενδιαφέρον, όπως είπε ο Πατριάρχης, εργάστηκαν για την ανακαίνιση του Ναού. Επεσήμανε δε, ότι η εν λόγω Διεύθυνση από την πρώτη στιγμή ζήτησε την συνδρομή του Οικουμενικού Πατριαρχείου το οποίο και την παρείχε, αναθέτοντας την σχετική ευθύνη στο δραστήριο μέλος της Ομογένειας και Οφφικιάλιο της ΜτΧΕ κ.Παντελεήμονα Βίγκα.
«Πλέον, εις τον τόπον του υπό του χρόνου και των ιστορικών συγκυριών φθαρέντος Ιερού Ναού ευρίσκεται μετά παρέλευσιν τριών ετών ένα ανακαινισμένον Θυσιαστήριον, όπου ανάπτεται το πυρ της Θεότητος και πάλιν «καθαίρον της αμαρτίας την ύλην και εμπιπρών παθών τας ακάνθας» […] Ήλθαμε μετά τον ανακαινισμό διά να επικαλεσθώμεν την Χάριν του Θεού, να σφουγγίσωμεν αίματα και ιδρώτας από το παρελθόν, να ασπασθώμεν τα έργα και τας ημέρας των πολυφιλήτων Πατέρων μας, να αναστήσωμεν το λαμπρόν πνευματικώς παρελθόν, αλλά και να δημιουργήσωμεν με ελπίδα και αισιοδοξίαν το μέλλον. Διότι παρελθόν δίχως μέλλον δεν νοείται εις την Ορθόδοξον πίστιν μας. Δεν είμεθα στατικοί αλλά μένομεν εκστατικοί εμπρός εις τας εκπλήξεις και τας δωρεάς του Θεού».
Στη συνέχεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανακοίνωσε ότι τοποθετεί «ως Προεστώτα, από μέρους και εξ ονόματος ημών, του Ιερού τούτου σεμνώματος, τον νέον Πνευματικόν (δηλαδή εξομολόγον) της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως Θεοφιλέστατον Επίσκοπον Ερυθρών κ. Κύριλλον, αδελφόν δοκιμασθέντα επαρκώς εις την ποιμαντικήν του σύνεσιν, εγνωσμένον διά την ανιδιοτελή αγάπην του προς το ποίμνιον του Χριστού, ειρηνοποιόν, φιλακόλουθον και αφωσιωμένον όσον ολίγοι εις τα ιδανικά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Πατριάρχου του, ώστε με τα κοσμούντα αυτόν χαρίσματα να διακονήση και εις το Θυσιαστήριον αυτό την λατρείαν του αληθινού Θεού, προς ωφέλειαν του Χριστεπωνύμου πληρώματος, ανεξαρτήτως φυλετικών διακρίσεων και πολιτισμικών καταβολών, όπως άλλωστε έπραξεν εις πάσαν ανατεθείσαν αυτώ διακονίαν».
Καταλλήγοντας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, τόνισε ότι η Μητέρα Εκκλησία δεν θα παύσει ποτέ να αγωνίζεται και να προσεύχεται για την απόδοση της δικαιοσύνης στις αδικίες του παρελθόντος.
«“Αύτη η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή”, υποσχόμενοι άπαντες οι την Μητέρα Εκκλησίαν διακονούντες, και τα ιδανικά του ευσεβεστάτου ημών Γένους υπηρετούντες, ότι δεν θα παύσωμεν να αγωνιζώμεθα και να προσκαρτερώμεν και να προσευχώμεθα διά την απόδοσιν της πλήρους κατ’ άνθρωπον δικαιοσύνης εις τας αδικίας του παρελθόντος, ποιούντες χρήσιν παντός παρεχομένου ημίν ενδίκου και εντίμου μέσου».
Φωτογραφίες: Νίκος Μαγγίνας / Οικουμενικό Πατριαρχείο