Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας», που κυκλοφορεί πανελλαδικά κάθε Πέμπτη.
Ένα υπόγειο παιχνίδι, με αφορμή το όνομα της Εκκλησίας των Σκοπίων, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη με πρωταγωνιστές τα Πατριαρχεία Σερβίας και Βουλγαρίας, με τις ευλογίες της Μόσχας. Πριν από λίγες μέρες, η Σύνοδος του βουλγαρικού Πατριαρχείου πρότεινε «να εξεταστεί το όνομα της Ορθoδόξου Εκκλησίας στη Βόρεια Μακεδονία», καθώς διαφωνεί με το «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος».
Τη σκυτάλη πήρε ο μητροπολίτης Μπάτσκας Ειρηναίος, πνευματικός πατέρας του Πατριάρχη Πορφύριου, ο οποίος ανάλαβε να απαντήσει με «εντολή της Συνόδου της Σερβικής Εκκλησίας» στην Ελλάδα για τον θόρυβο που έχει ξεσπάσει για το όνομα.
Αφού υποστηρίζει ότι η Σερβία δεν συντάχθηκε με τις δυνάμεις του «Άξονα» για να πάρει τη Θεσσαλονίκη (!) προτείνει τον διάλογο για το όνομα, κατηγορεί τα ελληνικά Μέσα, αλλά και το Φανάρι, γιατί από την πρώτη στιγμή διευκρίνισε ότι για την αναγνώριση της νέας Εκκλησίας θα πρέπει στο όνομα να μην περιέχεται το «Μακεδονίας» και «μακεδονικός».
Και ενώ προκρίνει τον διάλογο, εμμέσως αναγνωρίζει ότι το όνομα «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος» αμφισβητείται: «Το θέμα του ονόματος, υπό την σερβικήν εκκλησιαστικήν έποψιν, εναπόκειται εις τον διάλογον και την συνεννόησιν μεταξύ των ελληνοφώνων Εκκλησιών, εν πρώτοις μάλιστα της Εκκλησίας της Ελλάδος, και της «Εκκλησίας της Αχρίδος», δεδομένου επί πλέον, ότι και το όνομα «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος» αμφιλέγεται ή και αποδοκιμάζεται υπό ουκ ολίγων εκκλησιαστικών κύκλων, εντός και εκτός Ελλάδος». Η θέση αυτή που διατυπώνει ο κ.Ειρηναίος προκαλεί πολλά ερωτηματικά, λόγω της διαμάχης της Βουλγαρίας με τα Σκόπια και το Φανάρι, αλλά και της επίσημης θέσης της Σερβίας ότι οι σχισματικοί θα πρέπει να αναγνωριστούν από το σύνολο της ορθόδοξης κοινότητας.
Για να δικαιολογήσει την «ουδετερότητα» αφού επιτίθεται στα ελληνικά Μέσα για εθνοφυλετική και ρατσιστική φρασεολογία και εμμέσως κατηγορεί το Φανάρι γιατί δεν ξεκαθάρισε το θέμα από την αρχή: «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως δεν έθεσεν εις αυτήν όρον να απαρνηθή και αποποιηθή προκαταρκτικώς το υπ’ αυτής χρησιμοποιούμενον όνομα, αλλά ταυτοχρόνως, οιονεί απροϋποθέτως, και εδέχθη αυτήν εις κοινωνίαν και απήτησεν, όπως του λοιπού, άρα από τούδε και εις το εξής, χρησιμοποιή μόνον και αποκλειστικώς την προσωνυμίαν «Αρχιεπισκοπή Αχριδών” (ή, κατ’ άλλην εκδοχήν, «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος”), απέχουσα εις το παντελές της χρήσεως του ουσιαστικού Μακεδονία και του επιθέτου μακεδονικός ως συστατικού στοιχείου της σχετικής ονοματοθεσίας.
Υποστηρίζει δε, ότι οι αναφορές του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί εκκλησιαστικής οντότητας δεν «βοηθεί και πολύ δεδομένης της διακρατικής και διεθνούς ισχύος «Συμφωνίας των Πρεσπών», προτείνοντας, επί της ουσίας, τον όρο «Εκκλησία της Βόρειας Μακεδονίας».
Αφήνει, ωστόσο και αιχμές ότι το «Αχρίδος» δεν είναι αποδεκτό από πολλούς: «Το θέμα του ονόματος, υπό την σερβικήν εκκλησιαστικήν έποψιν, εναπόκειται εις τον διάλογον και την συνεννόησιν μεταξύ των ελληνοφώνων Εκκλησιών, εν πρώτοις μάλιστα της Εκκλησίας της Ελλάδος, και της «Εκκλησίας της Αχρίδος”, δεδομένου επί πλέον, ότι και το όνομα «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος” αμφιλέγεται ή και αποδοκιμάζεται υπό ουκ ολίγων εκκλησιαστικών κύκλων εντός και εκτός Ελλάδος».
Η παρέμβαση αυτή της σερβικής Εκκλησίας δεν είναι κατανοητή, καθώς κανείς δεν την κατηγόρησε για τη στάση της στο όνομα. Το γεγονός ότι εμπλέκει τη συμφωνία των Πρεσπών, έρχεται, έμμεσα, ως πρόταση, η νέα Εκκλησία να ονομάζεται «Εκκλησία της Βόρειας Μακεδονίας», γνωρίζοντας πως κάτι τέτοιο θα απορριφθεί από το ίδιο το Φανάρι και θα προκύψουν νέα προβλήματα στα Βαλκάνια. Το γεγονός δε, ότι υποστηρίζει πως το όνομα αφορά τις Ελληνόφωνες Εκκλησίες δείχνει ότι αρνείται να αποδεχτεί το πρόβλημα, το οποίο θα κληθεί να αντιμετωπίσει η «φίλη και αδελφή» Εκκλησία της Ελλάδος.