Σινά: Από την Παλαιά Διαθήκη στον 21ο αιώνα
Απομονωμένοι στη βαθιά έρημο, οι πρωτοπόροι αυτοί έπεφταν συχνά θύματα ληστρικών επιδρομών. Για τον λόγο αυτόν, περί το 330 μ.Χ. απευθύνθηκαν για προστασία στη μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, την Αγία Ελένη, η οποία χρηματοδότησε την κατασκευή μικρού προστατευτικού πύργου, που σώζεται μέχρι τις μέρες μας.
Η χρυσή όμως εποχή του χριστιανικού Σινά εγκαινιάζεται στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, του κτήτορα της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.
Του Νικόλαου Φύσσα
Η έρημος του Σινά είναι γνωστή ως ο τόπος όπου διαδραματίστηκαν ορισμένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης: Οι Ισραηλίτες, κατά τη φυγή τους από την Αίγυπτο προς τη Γη της Επαγγελίας, περί τον 15ο αιώνα π.Χ., περιπλανήθηκαν στο Σινά επί σαράντα χρόνια, ενώ στην κορυφή, που είναι σήμερα γνωστή ως Αγία Κορυφή ή Τζέμπελ Μούζα (Όρος του Μωυσέως), ο προφήτης Μωυσής παρέλαβε από τον Θεό τις Δέκα Εντολές και τον υπόλοιπο Νόμο.
Στη μετά Χριστόν εποχή, ήδη από τον 3ο, αλλά κυρίως κατά τον 4ο αιώνα, το Σινά ως Άγιος Τόπος άρχισε να προσελκύει χριστιανούς ερημίτες. Δεν εγκαταστάθηκαν στην κορυφή, αλλά σε τόπο ομαλότερο, στους πρόποδες του Όρους του Μωυσέως, σε κοιλάδα που είχε τη δική της ιερότητα: εκεί βρισκόταν η Φλεγόμενη αλλά μη Κατακαιόμενη Βάτος, όπου ο Μωυσής έλαβε την πρώτη αποκάλυψη και κλήση του Θεού. Για τους πατέρες της Εκκλησίας η Ακατάφλεκτη Βάτος υπήρξε προεικόνιση της Παναγίας, που δέχτηκε το πυρ της θεότητας χωρίς φθορά∙ έτσι, οι πρώτοι αυτοί ασκητές αφιέρωσαν το αρχικό, απέριττο εκκλησάκι τους στη Θεοτόκο και σε αυτό συγκεντρώνονταν για την κυριακάτικη λειτουργία, ενώ τις υπόλοιπες μέρες ζούσαν σκορπισμένοι σε σπηλιές ή φτωχικά καταλύματα, αποζώντας από τα εργόχειρά τους και την καλλιέργεια των μικρών κήπων τους.
Η Σιναϊτική Βιβλιοθήκη περιλαμβάνει την πλουσιότερη πρωτογενή συλλογή ελληνικών χειρογράφων στον κόσμο, αλλά και μία από τις μεγαλύτερες συλλογές σε άλλες γλώσσες (συριακά, αραβικά, γεωργιανά, σλαβονικά). Ένας από τους θησαυρούς της είναι και ο κώδικας που περιέχει την «Κλίμακα» του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου (Περγαμηνή, 12ος αιώνας).
Απομονωμένοι στη βαθιά έρημο, οι πρωτοπόροι αυτοί έπεφταν συχνά θύματα ληστρικών επιδρομών. Για τον λόγο αυτόν, περί το 330 μ.Χ. απευθύνθηκαν για προστασία στη μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, την Αγία Ελένη, η οποία χρηματοδότησε την κατασκευή μικρού προστατευτικού πύργου, που σώζεται μέχρι τις μέρες μας.
Η χρυσή όμως εποχή του χριστιανικού Σινά εγκαινιάζεται στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, του κτήτορα της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Με αυτοκρατορική λοιπόν φροντίδα, περί το 549-565, στην κοιλάδα της Βάτου ανοικοδομούνται λαμπρός ναός σε ρυθμό βασιλικής και βοηθητικά κτίρια, που περιτειχίστηκαν με οχυρό φρούριο για την ασφάλεια των πολυπληθών προσκυνητών και των μοναχών. Ο ναός αυτός με το περίφημο ψηφιδωτό του καθώς και το φρούριο σώζονται σχεδόν ανέπαφα μέχρι τις ημέρες μας.
Η ακτινοβολία του Σινά παρέμεινε έκτοτε αμείωτη σε όλο τον χριστιανικό κόσμο, Ανατολής και Δύσης, κυρίως χάρη στην πνευματική δραστηριότητα των μεγάλων μορφών που ασκήθηκαν εκεί: οι γνωστοί Σιναΐτες άγιοι ξεπερνούν τους 180, μεταξύ των οποίων πνευματικά αναστήματα όπως ο Ιωάννης της Κλίμακος, οι Αναστάσιος, Νείλος και Φιλόθεος, καθώς και ο Γρηγόριος Σιναΐτης, που μεταλαμπάδευσε την παράδοση του ησυχασμού στους Σλάβους.
Το Σινά όμως είναι γνωστό και ως ο τόπος όπου φυλάσσεται το λείψανο της Αγίας Αικατερίνης, της λαοφιλούς Αλεξανδρινής μάρτυρος της εποχής του Μαξιμίνου (304 μ.Χ.). Κάτοχος σπάνιας κλασικής παιδείας και επιστημονικής γνώσης για την εποχή της, η Αικατερίνη οδήγησε στον χριστιανισμό σημαντικούς ρήτορες της Αλεξάνδρειας και τη σύζυγο του ηγεμόνα, και τελικά αποκεφαλίστηκε, αφού πρώτα υπέστη φρικτά βασανιστήρια. Το λείψανό της με θαυμαστό τρόπο διαφυλάχθηκε στην έρημο του Σινά και, μετά την ίδρυση της μονής από τον Ιουστινιανό, μεταφέρθηκε σε αυτήν, όπου και τιμάται μέχρι σήμερα.
Το παρεκκλήσι της Αγίας Βάτου είναι ο ιερότερος χώρος της Μονής Σινά, όπου λαμβάνει χώρα η κουρά των μοναχών, η τελετή ένταξής τους στη Σιναϊτική Αδελφότητα. Θεμελιώθηκε στο αρχικό σημείο της Φλεγομένης Βάτου της Παλαιάς Διαθήκης.
Καθώς το Σινά αποτελεί τόπο ιερό όχι μόνο για τους χριστιανούς, αλλά και για τους μουσουλμάνους και τους Ιουδαίους, ο ιδρυτής του Ισλάμ Μωάμεθ έθεσε τη μονή υπό την προστασία του, εκδίδοντας υπέρ αυτής προστατευτήριο έγγραφο, γνωστό ως «Αχτιναμέ». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μετά το 641 μ.Χ., που η Αίγυπτος πέρασε στην κυριαρχία των Αράβων, η μονή να συνεχίσει απρόσκοπτα τον βίο της εντός του ισλαμικού πλέον κόσμου της Μέσης Ανατολής. Η ειρηνική, μάλιστα, συμβίωση και συνεργασία των χριστιανών Σιναϊτών μοναχών με τους μουσουλμάνους περιοίκους Βεδουίνους, ανά τους αιώνες και μέχρι σήμερα, είναι παροιμιώδης.
Σε περιόδους πολιτικής αστάθειας, ποικίλοι ηγεμόνες έσπευσαν να επικυρώσουν τα προνόμια της μονής, τόσο σουλτάνοι της Αιγύπτου όσο και Ευρωπαίοι μονάρχες (Γαλλίας, Ρωσίας, Ισπανίας κ.ά.). Ιδιαίτερα γνωστή είναι η περίπτωση του Μεγάλου Ναπολέοντα, που σεβάστηκε το καθεστώς της μονής κατά τη γαλλική παρουσία στην Αίγυπτο το 1798 και εξέδωσε θέσπισμα στο οποίο δικαιολογεί την απόφασή του αυτή, αναφέροντας ότι «η μονή κατοικείται υπό ανδρών πεπαιδευμένων και πεπολιτισμένων».
Η αναφορά αυτή του Ναπολέοντα δεν υπήρξε τυχαία: Η πνευματικότητα και η καλλιέργεια των Ελληνορθόδοξων μοναχών είχαν ως αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν στη μονή μοναδικοί πνευματικοί και πολιτιστικοί θησαυροί, που στην πλειονότητά τους διατηρήθηκαν μέχρι τις μέρες μας: η Σιναϊτική Βιβλιοθήκη περιλαμβάνει την πλουσιότερη πρωτογενή συλλογή ελληνικών χειρογράφων στον κόσμο, αλλά και μία από τις μεγαλύτερες συλλογές σε άλλες γλώσσες (συριακά, αραβικά, γεωργιανά, σλαβονικά). Ταυτόχρονα, η σιναϊτική συλλογή εικόνων εκτιμάται ως η σημαντικότερη και πλουσιότερη παγκοσμίως.
Η Μονή Σινά, που δεν γνώρισε κανένα κενό στην ιστορική της πορεία και διατηρεί αμετάβλητο τον ελληνορθόδοξο χαρακτήρα της από την εποχή της ίδρυσής της μέχρι σήμερα, αποτελεί στην ουσία το αρχαιότερο χριστιανικό μοναστήρι με αδιάκοπη ιστορική παρουσία στον κόσμο. Παράλληλα αποτελεί ζωντανό παράδειγμα της μακραίωνης ελληνοαιγυπτιακής φιλίας. Υπό την επίβλεψη της Αιγυπτιακής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, τα σιναϊτικά κειμήλια συντηρούνται και προβάλλονται, ενώ κύριο μέλημα της σιναϊτικής αδελφότητας παραμένει η διαφύλαξη της μακραίωνης σιναϊτικής πνευματικής παράδοσης και η διακονία του προσκυνήματος.
*Από τον Δρ. Νικόλα Λ. Φύσσα, Επιμελητή Σιναϊτικού Αρχείου Μνημείων / Ίδρυμα Όρους Σινά
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/