Η κηδεία του Αρχιεπισκόπου, που πραγματοποιήθηκε χθες σε κλίμα οδύνης με την παρουσία όλων των μελών της Ιεράς Συνόδου, προϊσταμένου του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου, έκλεισε και την τελευταία εκκρεμότητα, έτσι ώστε οι ενδιαφερόμενοι για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, να ξεκινήσουν κι επίσημα την προεκλογική τους εκστρατεία.
Πρόκειται για μια διαδικασία η οποία αναμένεται να απασχολήσει την κοινή γνώμη τις επόμενες εβδομάδες, μέχρι τις αρχιεπισκοπικές εκλογές, ενδεχομένως μέσα στα μέσα Δεκεμβρίου. Ήδη το ποιοι είναι οι ενδιαφερόμενοι για τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο, είναι λίγο πολύ γνωστό και αυτό που απομένει, είναι να διαφανεί, εάν κάποιος εξ αυτών θα αποσύρει το ενδιαφέρον του.
Κάτι πάντως που θα πρέπει να αναμένεται ότι θα συμβεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αφού κάποιοι εκ των Ιεραρχών που γνωρίζουν πως έχουν λίγες πιθανότητες να προκριθούν στο τριπρόσωπο, ενδεχομένως να ενώσουν δυνάμεις για να σπάσουν την τριάδα που θεωρείται ως η επικρατέστεροι.
Ποιοι είναι όμως οι Ιεράρχες που ενδιαφέρονται για τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο;
Λεμεσού Αθανάσιος
Ο Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος, είναι 63 ετών, γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1959 στη Λεμεσό και το 1976 αποφοίτησε από το Α΄ Γυμνάσιο Πάφου. Χειροτονήθηκε διάκονος από τον σημερινό Αρχιεπίσκοπο και στη συνέχεια μετέβη στη Θεσσαλονίκη για σπουδές στη Θεολογία. Το 1980 εισήλθε στο Άγιον Όρος και συγκεκριμένα στη Νέα Σκήτη. Το 1987 εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου της οποίας εξελέγη προϊστάμενος και ακολούθως αντιπρόσωπος στην Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους . Για την περίοδο 1991-92 εξελέγη Πρωτεπιστάτης του Αγίου Όρους.
Το 1992 μετά από πρόσκληση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου και με την ευλογία της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου επέστρεψε στην Κύπρο και δημιούργησε προσωρινά Αδελφότητα στη Μονή των Ιερέων στην Πάφο, ενώ το 1993 εξελέγη Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Μαχαιρά. Μετά το σκάνδαλο με τον τέως Μητροπολίτη Λεμεσού Χρύσανθο, εξελέγη Μητροπολίτης το 1999. Στις Αρχιεπισκοπικές εκλογές του 2006 αν και ήταν πρώτος ανάμεσα στη ψηφοφορία του λαού, εν τέλει μετά από τη στήριξη που παρείχε στον νυν Αρχιεπίσκοπο ο Κύκκου Νικηφόρος, δεν εξελέγη μητροπολίτης.
Ο Λεμεσού Αθανάσιος, έχει να επιδείξει ένα μοναδικό φιλανθρωπικό έργο, ενώ χωρίς καμία αμφιβολία διατηρεί την πιο συμπαγή ομάδα υποστηρικτών, η οποία δεν αποτελείται μόνο από πιστούς της Επαρχίας του αλλά Παγκύπρια. Μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού της Μητρόπολης και του καναλιού της Μητρόπολης στο YouTube o Λεμεσού Αθανάσιος αποτελεί πηγή έμπνευσης για μετάνοια και προσευχή για χιλιάδες πολίτες, οι οποίοι τον ακούν καθημερινά. Μάλιστα μέσω των εκπομπών του, επικοινωνεί σε εβδομαδιαία βάση με τους ακροατές από κάθε γωνιά της γης, οι οποίοι τον συμβουλεύονται για προσωπικά θέματα, θέματα πίστης, αλλά και ζητήματα της επικαιρότητας.
Πρόκειται για ένα άνθρωπο χαμηλών τόνων που αποφεύγει τη ρήξη, αλλά την ίδια ώρα έχει έντονες απόψεις ειδικά για θεολογικά ζητήματα. Για κάποιους Συνοδικούς θεωρείται σκληροπυρηνικός, αφού οι θέσεις του πηγάζουν και από τις εμπειρίες του στο Άγιον Όρος, την ώρα που άλλοι Συνοδικοί επικεντρώνονται σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με τα οικονομικά, την εξωστρέφεια και τη βιωσιμότητα της Εκκλησίας.
Άξια αναφοράς είναι επίσης η σχέση του Μητροπολίτη Αθανάσιου με τη νεολαία, ειδικά μέσα από το Πανεπιστήμιο, καθώς επίσης και τα γεύματα αγάπης που καθημερινά προσφέρει σε φοιτητές αλλά και σε δυσπραγούντες πολίτες. Κατά τη διάρκεια της πορείας του δέχθηκε πολλές επιθέσεις, ακόμα και από Συνοδικούς αλλά και από την αριστερά, στη βάση της οποίας ωστόσο διαθέτει σημαντικά ερείσματα.
Ταμασού Ησαΐας
Ο νεαρότερος εκ των επισκόπων που θεωρούνται επικρατέστεροι για την διαδοχή του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου και ένας εκ των πιο σπουδαγμένων, είναι ο Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής Ησαΐας. Γεννήθηκε το 1971 στον Στρόβολο.
Αφού ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία εντάχθηκε ως δόκιμος στην Ιερά Μονή Κύκκου ενώ παράλληλα εγγράφηκε στην Ιερατική Σχολή. Το 1992 ο Ηγούμενος της Μονής Κύκκου Νικηφόρος, τον έστειλε στη Ρωσία για θεολογικές σπουδές. Το 1993 χειροτονήθηκε διάκονος στην Ιερά Μονή Κύκκου, ενώ το 1997 ολοκλήρωσε τις σπουδές του και στη συνέχεια μετέβη στη Θεσσαλονίκη όπου ολοκλήρωσε τον μεταπτυχιακό κύκλο των σπουδών του στην εκκλησιαστική αρχαιολογία. Το 2000 προχειρίζεται σε αρχιμανδρίτη, ενώ και πάλι με παραίνεση του Κύκκου Νικηφόρου μεταβαίνει και πάλι στη Μόσχα όπου εγγράφεται ως υποψήφιος διδάκτορας. Το 2003 λαμβάνει το διδακτορικό του, ενώ ο Επίσκοπος Κύκκου Νικηφόρος, ο οποίος καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την πορεία του τον στέλνει και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής όπου παρακολουθεί με επιτυχία ειδικό πρόγραμμα, με θέμα την προσφορά της Εκκλησίας στη σύγχρονη πολυπολιτισμική κοινωνία.
Τον Ιούνιο του 2007 εξελέγη ψήφω κλήρου και λαού Μητροπολίτης Ταμασού και Ορεινής.
Ο Ταμασού και Ορεινής Ησαΐας έχει να επιδείξει ένα σπουδαίο έργο σε ότι αφορά τις Ιεραποστολές, αφού μετρά τουλάχιστον 33 τέτοιες σε διάφορα μέρη του κόσμου μεταξύ των οποίων η Σερβία, το Ιράκ, ο Καύκασος, ο Λίβανος, η Σρι Λάνκα μετά το τσουνάμι, ενώ αυτή τη στιγμή είναι σε εξέλιξη η 34η αποστολή του, αυτή τη φορά στα σύνορα της Ουκρανίας.
Ο Ησαΐας, θεωρείται από τους πιο εξωστρεφείς μητροπολίτες της Εκκλησίας της Κύπρου και για αυτό έχει κατηγορηθεί. Διοργανώνει διάφορες αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις οι οποίες έχουν ως στόχο να ενώσουν τους ορθόδοξους πιστούς που βρίσκονται στην Κύπρο, κυρίως από τις σλαβικές χώρες.
Μέσω των δραστηριοτήτων του, βρίσκεται πολύ κοντά στην κοινωνία, όχι μόνον των κοινοτήτων που ανήκουν στην περιφέρεια του, αλλά Παγκύπρια. Επιπλέον χαίρει της στήριξης των ξένων ορθοδόξων που ζουν στην Κύπρο, οι οποίοι αξίζει να σημειωθεί πως έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν στις αρχιεπισκοπικές εκλογές. Μαζί με τον Αθανάσιο και τον Μόρφου ήταν οι τρεις Μητροπολίτες που τάχθηκαν ανοικτά κατά της αναγνώρισης του Επιφάνιου, στηρίζοντας το Πατριαρχείο της Μόσχας με το οποίο διατηρεί ισχυρούς δεσμούς από τα χρόνια των σπουδών του, ωστόσο όπως και ο Λεμεσού Αθανάσιος, τάχθηκε ανοικτά κατά της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Μόρφου Νεόφυτος
Ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος γεννήθηκε το 1962 στην Πάνω Ζώδια. Στην τρυφερή ηλικία της εφηβείας, όπως σημειώνει ο ίδιος έχει τρεις μεγάλες απώλειες. Του πατέρα του το 1970, του χωριού του το 1974 με την εισβολή και του αδερφού. Με την οικογένεια του μετακομίζουν στον προσφυγικό συνοικισμό Λατσιών. Πολιτικοποιείται στον χώρο της αριστεράς και στα 18 του μεταβαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική Σχολή. Δεν υπηρέτησε στον στρατό εξαιτίας του θανάτου του αδελφού του Πέτρου το 1974.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του έρχεται πιο κοντά Στον Θεό. Γνωρίζει ανθρώπους που αλλάζουν τον τρόπο σκέψης του. Το 1982 μεταβαίνει για πρώτη φορά στο Άγιο Όρος όπου γνωρίζει τον γέροντα Παίσιο ενώ στην Εύβοια γνωρίζει τον γέροντα Ιάκωβο Τασλίκη.
Το 1987 επιστρέφει στην Κύπρο με στόχο να γίνει μοναχός. Εισέρχεται στη Μονή του Αγίου Γεωργίου Κοντού στη Λάρνακα και χειροτονείται διάκονος. Το 1993 ολοκληρώνει τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή Αθηνών, ενώ τον ίδιο χρόνο χειροτονείται πρεσβύτερος και ακολούθως αρχιμανδρίτης.
Στις 22 Αυγούστου 1998 εκλέγηκε ψήφω κλήρου και λαού Μητροπολίτης Μόρφου και στις 13 Σεπτεμβρίου 1998 χειροτονηθήκαμε σε Επίσκοπο και το απόγευμα της ίδιας μέρας ενθρονιστήκαμε στην Ευρύχου, προσωρινή έδρα της προσφυγικής μας μητροπόλεως, μετά τα γνωστά γεγονότα με τον Παγκράτιο.
Στα πρώτα χρόνια της αρχιεροσύνης του ο Μόρφου Νεόφυτος, είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος από αυτόν που γνωρίζουμε σήμερα. Επισκέπτεται τα κατεχόμενα. Είναι από τους λίγους μητροπολίτες που τάσσεται υπέρ του Σχεδίου Ανάν, ενώ με τον λόγο του κηρύσσει για την ειρήνη και την αγάπη. Βέβαια αρκετά χρόνια αργότερα θα κάνει το δικό του mea culpa. Εξήγησε τους λόγους για τους οποίους στήριξε το Σχέδιο Ανάν, υποδεικνύοντας παράλληλα πως δεν είναι πλέον το ήπιο παιδάκι που ήταν το 2003.
Σήμερα ο Μητροπολίτης Μόρφου, αποτελεί, ίσως έναν από τους πιο σκληροπυρηνικούς ιεράρχες της Εκκλησίας. Συχνά πυκνά μονοπωλεί τα φώτα της δημοσιότητας με τον λόγο του, είτε αυτός αφορά τις προφητείες, είτε τον… κορωνοϊούλι, είτε τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος δήλωσε πως έπρεπε να γίνει. «Από την ευρύτητα πνεύματος και τον προοδευτικό λόγο του οδηγήθηκε στην αντίπερα όχθη» σημείωσε μιλώντας στο Κανάλι έξι ο θεολόγος Θεόδωρος Κυριακού.
Και πρόσθεσε πως, «το 2022 ο Μόρφου αναζητούσε ρόλο και ο ρόλος που του έβγαινε πλέον ήταν να ηγηθεί ενός φανατικού περίγυρου ο οποίος είναι σκοταδιστικός και έχει αναλάβει να μας ταλαιπωρεί με τις λεγόμενες προφητείες. Δεν μπορείς κάθε μέρα να ακούεις προφητείες και να αναστατώνεται ο κόσμος».
Ο Μόρφου είναι από εκείνους τους Μητροπολίτες που έχει φανατικούς υποστηρικτές και την ίδια ώρα φανατικούς πολέμιους. Δεν κάνει εκπτώσεις στα λόγια του, ενώ βρίσκεται σε συνεχή επαφή με το ποίμνιο του, το οποίο δεν περιορίζεται στα στενά σύνορα της φτωχής του μητρόπολης, αφού τις ομιλίες του παρακολουθούν διαδικτυακά χιλιάδες πιστοί σε Κύπρο και Ελλάδα.
Κωνσταντίας Βασίλειος
Ο Μητροπολίτης Κωνσταντίας, θεωρείται ως ο Ευρωπαίος επίσκοπος ή ως ο διπλωμάτης επίσκοπος. Έχει να επιδείξει ένα σπουδαίο βιογραφικό που περιλαμβάνει παρουσία σε εκατοντάδες συνέδρια για την Ορθοδοξία και γενικότερα τη θρησκεία Παγκόσμια.
Είναι 74 ετών και αφού αποφοίτησε από το Δημοτικό σχολείο του χωριού του, τις κατεχόμενες σήμερα Μάνδρες, εντάχθηκε το 1960 μέχρι την τουρκική εισβολή ως μοναχός στην Μονή του Αποστόλου Βαρνάβα. Παράλληλα ολοκλήρωσε το Γυμνάσιο Αρρένων της Αμμοχώστου το 1974. Στη συνέχεια σπούδασε Θεολογία στην Αθήνα, ενώ το 1978 μετέβη για μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελβετία.
Κατέχει δύο διδακτορικά, ένα από το Πανεπιστήμιο της Ελβετίας και ένα από τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1981 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και συγχρόνως αρχιμανδρίτης. Την ίδια ανέλαβε ως Ιερατικώς Προϊστάμενος της ελληνικής ορθόδοξης ενορίας της Γενεύης. Από το 1982 μέχρι το 1991 υπηρέτησε επίσης ως Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητρόπολης της Ελβετίας.
Το 1991 επέστρεψε στην Κύπρο και ανέλαβε τη διεύθυνση του Γραφείου Διεκκλησιαστικών Σχέσεων, ενώ το 1996 εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο ως Χωρεπίσκοπος Τριμυθούντος. Το 2007 εξελέγη ψήφω κλήρου και λαού Μητροπολίτης Κωνσταντίας.
Ο Κωνσταντίας λόγω των θέσεων που κατείχε, αλλά και της παρουσίας του στην Ευρώπη, διαπνέεται από έναν αέρα εξωστρέφειας της εκκλησίας. Σε αντίθεση όμως με τους υπόλοιπους μητροπολίτες, δεν έχει τη στενή επικοινωνία με το ποίμνιό του. Ήταν ο πρώτος από τους Ιεράρχες που πήρε θέση υπέρ της ουκρανικής αυτοκεφαλίας και αυτό βάθυνε τη ρήξη του με αδελφούς του στην Ιερά Σύνοδο.
Ωστόσο η στάση του, αλλά και η σχέση που διατηρεί με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ενδεχομένως όταν και εφόσον κενωθεί ο αρχιεπισκοπικός θρόνος να τον καταστήσει τον εκλεκτό του Πατριαρχείου.
Ο Πάφου Γεώργιος
Από την άλλη πλευρά ο Πάφου Γεώργιος γεννήθηκε στην Αθηαίνου το 1949. Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο το 1967 και σπούδασε στην Αθήνα Χημικός, ενώ παράλληλα φοίτησε και στη Θεολογική σχολή. Το 1980 μετέβη στην Αγγλία όπου απέκτησε μεταπτυχιακά, τόσο στη Θεολογία όσο και στη Χημεία. Το 1984 χειροτονήθηκε διάκονος, ενώ ένα χρόνο αργότερα χειροτονήθηκε σε πρεσβύτερο και αρχιμανδρίτη.
Το 1994 ανέλαβε ως γραμματέας της Ιεράς Συνόδου, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως καθηγητής Χημείας στη Μέση Εκπαίδευση. Το 1993 προήχθη σε βοηθό διευθυντή , ενώ το 1996 εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο Χωρεπίσκοπος Αρσινόης. Μητροπολίτης Πάφου εξελέγη παμψηφεί το 2006 όταν η θέση κενώθηκε μετά την εκλογή του Χρυσοστόμου του Β στη θέση του Αρχιεπισκόπου.
Ο Πάφου χαίρει της πλήρους εκτίμησης του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, τον οποίο ο ίδιος θεωρεί τον πιο σοφό και πιο μορφωμένο από τα 17 μέλη της. Αν και έχει να επιδείξει σημαντικό κοινωνικό έργο, δεν το επικοινωνεί, ενώ δεν έχει τους στενούς δεσμούς με το ποίμνιο του, όπως το πράττουν οι μητροπολίτες Λεμεσού, Ταμασού και Μόρφου.
Επιπλέον ο Πάφου Γεώργιος, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στα εθνικά ζητήματα και διατηρεί έντονες απόψεις για το Κυπριακό. Εξάλλου μια σημαντική στιγμή στην πορεία του, ήταν η προσφυγή στην επιτροπή ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά της Τουρκίας για κακοποίηση που υπέστη από τα τουρκικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια αντικατοχικής εκδήλωσης το 1989. Η απόφαση που εκδόθηκε μετά την προσφυγή του, ήταν η πρώτη που καταδίκαζε την Τουρκία για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο, επιβάλλοντας της παράλληλα πρόστιμο.
Ο Κιτίου Νεκτάριος
Ο Μητροπολίτης Κιτίου, Νεκτάριος, γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1969 στη Λάρνακα. Σπούδασε Θεολογία στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 1996 χειροτονήθηκε Διάκονος στην Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου Κοντού, από τον πανιερώτατο μητροπολίτη Κιτίου, κ. Χρυσόστομο και εντάχθηκε στην Αδελφότητα της Ιεράς Μονής του Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου. Δύο έτη αργότερα, το 1998, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στην ίδια Ιερά Μονή, από τον πανιερώτατο μητροπολίτη Κιτίου, κ. Χρυσόστομο.
Το 2005 μετέβη για μεταπτυχιακές σπουδές στο SOAS College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Τον ίδιον χρόνο προχειρίσθηκε σε Αρχιµανδρίτη από τον σεβασµιώτατο αρχιεπίσκοπο Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας, κ. Γρηγόριο. Στην Αγγλία προσέφερε τις υπηρεσίες του από το 2005 έως το τέλος του 2007 ως Προϊστάµενος του Καθεδρικού Ναού του Τιµίου Σταυρού και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Λονδίνο.
Μετά την επιστροφή του στην Κύπρο διορίστηκε από την 1η Ιανουαρίου 2008 Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου. Στις 11 Σεπτεµβρίου 2008, μετά από εισήγηση του πανιερωτάτου μητροπολίτη Πάφου, κ. Γεωργίου, εκλέγηκε παµψηφεί από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου Χωρεπίσκοπος Αρσινόης. Η χειροτονία του σε Επίσκοπο έγινε από τον μακαριώτατο αρχιεπίσκοπο Κύπρου, κ. κ. Χρυσόστοµο τον Β΄, την Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.
Στις 30 Ιουλίου 2019 εκλέγηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου Μητροπολίτης Κιτίου. Η ενθρόνιση έγινε στις 6 Αυγούστου 2019.
Ο Καρπασίας Χριστοφόρος
Ο Επίσκοπος Καρπασίας Χριστοφόρος, γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1964 στο Πελένδρι. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Αθηνών το 1988 και χειροτονήθηκε διάκονος το 1990 και Πρεσβύτερος το 1991. Το 1991 έλαβε και το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη και εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιεράς Μονής Παναγίας Τροοδιτίσσης. Από το 1992 μέχρι το 1995 πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Ντάρχαμ της Μεγάλης Βρετανίας. Στις 3 Ιουνίου 2007 χειροτονήθηκε Χωρεπίσκοπος Καρπασίας και υπήρξε καθόλη την πορεία του, ως ένας εκ των στενότερων συνεργατών του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, ως ένας εκ των δύο βοηθών του.
Στο παρελθόν βρέθηκε στο στόχαστρο των προσφύγων της Καρπασίας, για κάποιες από τις αποφάσεις του, που είχαν να κάνουν με θέματα λειτουργίας των κατεχόμενων εκκλησιών μας. Μεταξύ άλλων των κατηγόρησαν πως δεν ήθελε συγκεκριμένος Ιερέας να λειτουργεί στις κατεχόμενες εκκλησίες αλλά και να βοηθά τον Παπαζαχαρία στο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα και πως στόχος του ήταν να διορίσει δικό του Ιερέα για τις ανάγκες των εγκλωβισμένων και των προσφύγων που πήγαιναν στα κατεχόμενα για να εκκλησιαστούν.
Κάποιες πληροφορίες, φέρουν τον Επίσκοπο Χριστοφόρο να έχει επιδείξει ενδιαφέρον, ωστόσο μέχρι στιγμής, τουλάχιστον δημόσια διατηρεί, όπως και οι πλείστοι Ιεράρχες, κλειστά τα χαρτιά του.
Πηγή: https://www.reporter.com.cy/