Από τον Απόστολο Βαρνάβα στον Χρυσόστομο Β’-Η πορεία 75 Αρχιεπισκόπων στο θρόνο

  • Δόγμα

Οι επικρατέστεροι για να αποτελέσουν τον τριπρόσωπο που θα τεθεί ενώπιον της Ιεράς Συνόδου, η οποία θα κληθεί να εκλέξει τον νέο Αρχιεπίσκοπο, είναι λίγο πολύ γνωστοί, όπως διαφάνηκε και μέσα από δημοσκοπήσεις που διενεργήθηκαν το τελευταίο διάστημα. Πρόκειται για τους Λεμεσού Αθανάσιο, Ταμασού και Ορεινής Ησαία, Μόρφου Νεόφυτο και Πάφου Γεώργιο.

Η κοίμηση του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β’ οδηγεί σε εκλογή νέου προκαθήμενου της Εκκλησίας της Κύπρου, με τους ενδιαφερόμενους να έχουν αρχίσει πολύ πριν το θάνατο του Μακαριώτατου την προεκλογική τους εκστρατεία, διεκδικώντας τον θώκο της Εκκλησίας.   

Οι επικρατέστεροι για να αποτελέσουν τον τριπρόσωπο που θα τεθεί ενώπιον της Ιεράς Συνόδου, η οποία θα κληθεί να εκλέξει τον νέο Αρχιεπίσκοπο, είναι λίγο πολύ γνωστοί, όπως διαφάνηκε και μέσα από δημοσκοπήσεις που διενεργήθηκαν το τελευταίο διάστημα. Πρόκειται για τους Λεμεσού Αθανάσιο, Ταμασού και Ορεινής Ησαία, Μόρφου Νεόφυτο και Πάφου Γεώργιο. Παρόλα αυτά, δεν αποκλείεται να προκύψουν εκπλήξεις όσον αφορά τις υποψηφιότητες, αφού κάποιοι Μητροπολίτες δεν έχουν ανοίξει τα χαρτιά τους.

Πάντως, όποιος εκλεγεί ως νέος Προκαθήμενος της Εκκλησίας, θα αποτελέσει τον 76ο Αρχιεπίσκοπο στην Ιστορία της Κύπρου, στα σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια που υπάρχει το συγκεκριμένο αξίωμα. Οι προηγούμενοι 75, είναι όσοι καταγράφηκαν στα βιβλία της ιστορίας, παρόλα αυτά ο αριθμός ενδεχομένως να είναι πολύ μεγαλύτερος, καθότι υπήρχαν περίοδοι που δεν υπάρχουν αναφορές για το ποιος ήταν ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας.

Ιδρυτής και πρώτος Αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας, ήταν ο Απόστολος Βαρνάβας  το 45 μ.Χ. Ο Απόστολος Βαρνάβας ήταν ένας από τους  Κύπριος εβδομήντα αποστόλους που απέστειλε ο Ιησούς Χριστός να κηρύξουν το ευαγγέλιο της Βασιλείας του Θεού και έζησε μέχρι το 61μ.Χ. Ακολούθησε μια περίοδος πέραν των διακόσιων χρόνων όπου δεν υπάρχουν αναφορές για τους διαδόχους του, ενώ από το 325 μ.Χ. μέχρι το 470 εξελέγησαν οι Γελάσιος, Μέγας Επιφάνιος, Σταυρινός Α’, Τροΐλος, Ρηγίνος, Ολύμπιος Α’ και Σταυρινός Β’.

Το έτος 470, εξελέγη ο Ανθέμιος, κατά τη διάρκεια της θητείας του οποίου αναγνωρίστηκε το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου που έδωσε την δυνατότητα στον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο να υπογράφει με κόκκινο μελάνι, να φέρει πορφυρό μανδύα κατά τις ακολουθίες και να κρατά Αυτοκρατορικό Σκήπτρο, αντί της Ποιμαντορικής Ράβδου.

Ακολούθησε μια μακρά περίοδος πεντακοσίων ετών κατά την οποία πέρασαν από τον Αρχιεπισκοπικό θώκο, 25 ηγέτες της Εκκλησίας, πολλοί εκ των οποίων χαρακτηρίστηκαν Άγιοι μετά θάνατον.

Ο λαϊκός που έγινε Αρχιεπίσκοπος και Πατριάρχης  

Περί τον 10ο αιώνα, σε χρόνο που δεν προσδιορίζεται επ’ ακριβώς, επιλέχθηκε για το θρόνο της Εκκλησίας ο Νικόλαος, από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό Α’, παρότι δεν ήταν κληρικός, αλλά λαϊκός.

Ο Νικόλας, θέλησε να αποφύγει την εκλογή και κατέφυγε σε μοναστήρι κοντά στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε μοναχός, ωστόσο ο αυτοκράτορας έκαμψε την αντίδραση του και τον έστειλε στην Κύπρο. Τελικά παραιτήθηκε το 1110, για λόγους αδυναμίας ελέγχου της κατάστασης που επικρατούσε στην Αρχιεπισκοπή, αφού κάποιοι κληρικοί συνεργάζονταν με φοροεισπράκτορες, ενώ άλλοι καταπατούσαν τους εκκλησιαστικούς κανόνες, έχοντας την κάλυψη από τους κοσμικούς άρχοντες του νησιού.

Μετά την παραίτησή του επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και το 1147 επιλέχθηκε ως νέος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, θέση που υπηρέτησε μέχρι το 1151, οπότε υποχρεώθηκε σε παραίτηση.

Ο τελευταίος Αρχιεπίσκοπος πριν την κάθοδο των Φράγκων  

Επτά πρόσωπα κάθισαν στον θρόνο της Εκκλησίας της Κύπρου, μέχρι το 1260, όταν τη θέση έλαβε ο Αρχιεπίσκοπος Γερμανός, εν μέσω φοβερών αντιδράσεων.  Συγκεκριμένα, το 1251, προκαθήμενος της Εκκλησίας εξελέγη ο Γεώργιος Β’, όμως δεν έλαβε την έγκριση του Πάπα Ιννοκέντιου Δ΄ για το αξίωμα. Έτσι, μετά από λίγο καιρό, οι Κύπριοι επίσκοποι εξέλεξαν νέο Αρχιεπίσκοπο Κύπρου τον Γερμανό Πησίμανδρο. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την εκλογή αυτή, ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας Αυγουστινός Ούγο εγκατέλειψε το νησί.

Ως εκ τούτου, ο επόμενος Πάπας, Αλέξανδρος Δ΄ αποφάσισε τελικά να καταργήσει την αυτονομία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου και απαίτησε από τον Αρχιεπίσκοπο Γερμανό να παρουσιαστεί στον Αρχιεπίσκοπο Λευκωσίας, για διαδικαστικά οικονομικά θέματα της Αρχιεπισκοπής, ωστόσο, ο Γερμανός αρνήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον του Αρχιεπισκόπου Λευκωσίας, επειδή έκρινε ότι είναι ισότιμος με τον Καθολικό Αρχιεπίσκοπο, και όχι κατώτερός του.

Τελικά, ταξίδεψε στη Ρώμη και συνάντησε τον Πάπα Αλέξανδρο Δ. Εκείνος δέχτηκε την ορθόδοξη αντιπροσωπεία και άκουσε τη θέση της, περί παρενόχλησης της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου. Τελικά ο Πάπας δικαίωσε τον Αρχιεπίσκοπο Λευκωσίας και ο τίτλος του Αρχιεπισκόπου της Ορθόδοξης Εκκλησίας καταργήθηκε. Ο Γερμανός διατήρησε ως τον θάνατό του τον τίτλο του, όπως και έναν αριθμό προνομίων.

Ακολούθησε μια περίοδος 300 χρόνων κατά την οποία η θέση δεν πληρωνόταν, αφού την Κύπρο κατέκτησαν οι Φράγκοι.

Η Κύπρος υπό οθωμανικό έλεγχο και ο εμβληματικός Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός 

Το 1571 οι Οθωμανοί κατέκτησαν το νησί και ένα χρόνο αργότερα άρχισε να ορίζεται Αρχιεπίσκοπος των Χριστιανών, με τις ευλογίες πάντοτε της Υψηλής Πύλης (Σουλτανικό Ανάκτορο στην Κωνσταντινούπολη). Για μια περίοδο 300 ετών, από την θέση πέρασαν δεκαεπτά Αρχιεπίσκοποι, μέχρι που στις 16 Μαρτίου 1810, ενθρονίστηκε ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, ένας από τους γνωστότερους μέχρι σήμερα προκαθήμενους της Εκκλησίας.

Ο Κυπριανός καταγόταν από τον Στρόβολο και σπούδασε θεολογία και φιλολογία στην Μολδοβλαχία και όταν επέστρεψε στην Κύπρο επιλέγηκε ως οικονόμος της Αρχιεπισκοπής. Δεν έκρυβε το εθνικό του φρόνημα και πολλές φορές βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των αγώνων.

Το 1809, χειροτονήθηκε επίσκοπος και στις 30 Οκτωβρίου του 1810 ανέλαβε αρχιεπίσκοπος διαδεχόμενος τον υπέργηρο Χρύσανθο που απεβίωσε εξόριστος στην Χαλκίδα. Τρία χρόνια μετά, ο Κυπριανός χρηματοδότησε την ίδρυση της Ελληνικής Σχολής στη Λευκωσία, ενώ το 1820 δώρισε 6000 γρόσια για την ανέγερση σχολής στη Λεμεσό.

Ο Κυπριανός μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία η οποία δρομολογούσε επανάσταση κατά των Τούρκων, τελικά όμως αποφασίστηκε όπως δεν εμπλακεί η Κύπρος στον ένοπλο αγώνα. Όταν λοιπόν ξεκίνησε η Επανάσταση, ο Σουλτάνος είχε διατάξει αφόπλιση των Κυπρίων. Ο Κυπριανός επιχείρησε να πείσει τους Κύπριους να υπακούσουν και διαβεβαίωσε τον Τούρκο κυβερνήτη, Κιουτσούκ Μεχμέτ, για την υπακοή των Ελλήνων.

Η ανακάλυψη ωστόσο από τους Τούρκους, ότι ένας αρχιμανδρίτης διένειμε προκηρύξεις για την επανάσταση έφερε συλλήψεις. Στις 9 Ιουλίου 1821, οι Τούρκοι προχωρούν σε μαζικές εκτελέσεις και απαγχονισμούς, ανάμεσα στους οποίους και ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός.

Ο Αρχιεπίσκοπος που ήταν υποψήφιος για Πατριάρχης 

Στις 28 Οκτωβρίου 1865 και αφού πρώτα πέρασαν από την Αρχιεπισκοπή επτά άλλοι προκαθήμενοι, ενθρονίστηκε ο Σωφρόνιος Γ’, ο οποίος πάλεψε για να προοδεύσει το νησί και το 1871 υπήρξε υποψήφιος για τον θρόνο τον Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά ήταν ένας από τους δύο που η Υψηλή Πύλη εξαίρεσε από την λίστα.

Όταν, περί τα τέλη Ιουλίου του 1879, έφτασε στην Κύπρο ο πρώτος Άγγλος Ύπατος Αρμοστής, Υποστράτηγος Sir Garnet Joseph Wolseley, ο Αρχιεπίσκοπος, ως εκκλησιαστικός και εθνικός ηγέτης του Ελληνικού πληθυσμού της Κύπρου, τον προσφώνησε, βεβαιώνοντάς τον ότι «η Κύπρος οικείται υπό λαού φιλησύχου και ευαγώγου, όστις δεν αρνείται την καταγωγήν και τους πόθους του, και επιθυμεί να εθισθή εις την οδόν την ευθείαν, εις την οδόν δηλονότι της αληθείας, του καθήκοντος και της ελευθερίας. Αποδεχόμεθα την μεταπολίτευσιν τοσούτω μάλλον καθ΄ όσον έχομεν την πεποίθησιν ότι η Μεγάλη Βρεταννία θα βοηθήση την Κύπρον, ως έπραξε και περί των Ιονίων Νήσων να ενωθή με την μητέρα Ελλάδα, με την οποίαν φυσικώς συνδέεται».

Αυτή η δήλωση αποτελούσε και την πρώτη επίσημη δήλωση για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο Σωφρόνιος έφυγε από τη ζωή το 1900.

Το 19ο αιώνα άρχισαν οι μάχες του θρόνου 

Μετά το θάνατο του Σωφρόνιου και για εννέα χρόνια, ο θρόνος παρέμεινε κενός, ενώ η Κύπρος είχε μόλις δυο Μητροπολίτες, τον Κιτίου Κύριλλο και τον συνονόματό του Κυρηνείας Κύριλλο. Ο Κιτίου τασσόταν υπέρ της άμεσης Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, ενώ ο Κυρηνείας τηρούσε πιο μετριοπαθή στάση. Οι δύο Ιεράρχες αντιπαρατέθηκαν έντονα και δίχασαν το λαό, με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, ακόμα και η Κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας να αναγκάζονται να παρέμβουν για εξομάλυνση της κατάστασης.

Το 1908, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ αποφάσισε να δώσει λύση στο πρόβλημα με την εκλογή του Κυρίλλου Κυρηνείας, ως Αρχιεπισκόπου. Τότε, οι οπαδοί του Κιτίου αντέδρασαν πολύ έντονα και πραγματοποίησαν συλλαλητήριο στη Λευκωσία, με το πλήθος να προχωρά προς την Αρχιεπισκοπή για να εμποδίσει την ενθρόνιση του νέου Αρχιεπισκόπου. Τελικά το πρόβλημα λύθηκε το 1909, με παρέμβαση του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Ο Κυρηνείας αποσύρθηκε κι έτσι θρόνο έκατσε ο Κιτίου.

Μια άλλη μάχη που δόθηκε ήταν αυτή μεταξύ του Λεόντιου (Μητροπολίτη Πάφου) και του Σιναίου Πορφυρίου, το 1947. Από τη μια η δεξιά υποστήριξε την εκλογή του Πορφυρίου και από την άλλη, η αριστερά τον Λεόντιο.

Στις 20 Ιουνίου του ίδιου έτους, ο Λεόντιος εξελέγη Αρχιεπίσκοπος και ενθρονίστηκε κατόπιν πιέσεων, καθώς δήλωνε ότι δεν θα δεχόταν την εκλογή του. Πέθανε μετά από 37 ημέρες, στις 26 Ιουλίου, σε ηλικία μόλις 51 ετών. Ο πρόωρος θάνατός του πυροδότησε τότε έντονες φήμες για δηλητηρίασή του, πράγμα που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε.

Ακολούθησε η εκλογή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Β’, πριν ανέβει στον θρόνο ο Μακάριος Γ’.

Η άνοδος του Μακαρίου, ο απελευθερωτικός αγώνας και το Πραξικόπημα 

Ο Μακάριος Γ’, κατά κόσμος Μιχαήλ Χριστόδουλος Μούσκος μετά τις σπουδές του ενθρονίστηκε Μητροπολίτης Κιτίου, εν τη απουσία του και έτσι επέστρεψε στην Κύπρο. Πάλεψε για την Ένωση με την Ελλάδα, ενώ μετά το θάνατο του Μακαρίου Β’, εξελέγη Αρχιεπίσκοπος.

Έτσι, συνέχισε τις προσπάθειες για ένωση, μέχρι που άρχισε ο αγώνας της ΕΟΚΑ για απελευθέρωση της Κύπρου, στον οποίο υπήρξε πολιτικός ηγέτης και εξορίστηκε από τους Άγγλους στις Σεϋχέλλες.

Τελικά, μετά την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου διενεργήθηκαν εκλογές, τις οποίες κέρδισε και έγινε ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφού έλαβε το 66,29% έναντι 33,71% του Ιωάννη Κληρίδη.

Το Δεκέμβριο του 1963, οι συμφωνίες της Ζυρίχης κατέρρευσαν, μετά την απόφαση του Μακαρίου για τροποποίηση 13 σημείων του Συντάγματος. Τότε, οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν από τις δομές του Κράτους και κλείστηκαν σε θύλακες, με τον Μακάριο να επαναφέρει την θέση για Ένωση.

Το 1970, ο Μακάριος ενημερώθηκε ΄ότι ετοιμαζόταν απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Στις 8 Μαρτίου, τέσσερις ομάδες έλαβαν θέσεις γύρω από την Αρχιεπισκοπή και περίμεναν τον Μακάριο, που θα επιβιβαζόταν σε ελικόπτερο, για να μεταβεί στον Μαχαιρά και να τελέσει μνημόσυνο για την επέτειο του θανάτου του ήρωα του απελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου, Γρηγόρη Αυξεντίου.

Στις 07:05 ακριβώς ο Μακάριος κατέβηκε τα σκαλοπάτια της αρχιεπισκοπής και ετοιμαζόταν να μπει στο ελικόπτερο. Μόλις το ελικόπτερο έφτασε στο ύψος της στέγης του κτιρίου της Αρχιεπισκοπής, άρχισε καταιγισμός πυρών. Ο πιλότος τραυματίστηκε, όχι όμως και ο Μακάριος, ο οποίος αμέσως μετά την προσγείωση του ελικοπτέρου φυγαδεύτηκε.

Πριν το πραξικόπημα του 1974, που υποκινήθηκε από τη Χούντα, ο Μακάριος κλήθηκε να αντιμετωπίσει ένα εκκλησιαστικό πραξικόμα, από τους Μητροπολίτες Πάφου Γεννάδιο, Κυρηνείας Κυπριανό και Κιτίου Άνθιμο. Ο Άνθιμος προοριζόταν για αντικαταστάτης του Μακαρίου από τη Χούντα. Η τριάδα των ιεραρχών από τον Μάρτιο του 1972, ζητούσε επίμονα την παραίτηση του Μακαρίου από την προεδρία της Δημοκρατίας, απειλώντας να τον κηρύξουν έκπτωτο από τον αρχιεπισκοπικό του θρόνο. Ακολούθως με ενέργειες του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και με επικεφαλής τον Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο συγκλήθηκε «Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος» στις 14 Ιουλίου 1973 που αποφάσισε την απομάκρυνση των τριών Μητροπολιτών από τούς θρόνους τους λόγω παρασυναγωγής εναντίον του Πρώτου. Επίσης με πρωτοβουλία του Μακαρίου δημιουργήθηκαν δύο νέες Mητροπόλεις. Η Μητρόπολη Λεμεσού, η οποία αποσπάστηκε από τη Μητρόπολη Κιτίου, και η Μητρόπολη Μόρφου, η οποία αποσπάστηκε από τη Μητρόπολη Κυρηνείας. Ακολούθως εξελέγησαν οι νέοι Μητροπολίτες Λεμεσού Χρύσανθος και Μόρφου Χρύσανθος.

Στις 15 Ιουλίου, έλαβε χώρα και το πραξικόπημα για απομάκρυνση του Μακαρίου από την Προεδρία της Δημοκρατίας, με τα γεγονότα που ακολούθησαν και τις συνέπειες που είχε να είναι πολύ γνωστά σε όλους.

Ο Μακάριος, επέστρεψε στην Κύπρο περί τα τέλη του 1974 και απεβίωσε στις 3 Αυγούστου του 1977, μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου.

Μετά το θάνατο του Μακαρίου, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ανέβηκε ο Μητροπολίτης Πάφου Χρυσόστομος Α’, χωρίς ανθυποψήφιο.

Το 2002 διαγνώστηκε με Αλτσχάιμερ και τέσσερα χρόνια αργότερα παύθηκε για λόγους υγείας. Απεβίωσε στις 22 Δεκεμβρίου του 2007.

Η μάχη για το θρόνο και η 15ετία του Χρυσόστομου Β’ 

Μετά την παύση του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α’, ξεκίνησαν οι διαδικασίες για τη διαδοχή του. Υποψήφιοι ήταν οι Κύκκου Νικηφόρος, Λεμεσού Αθανάσιος και Πάφου Χυσόστομος, οι οποίοι έλαβαν τα μεγαλύτερα ποσοστά από τις ψήφους του λαού, με τον Χρυσόστομο να λαμβάνει μόλις 8% και να κατατάσσεται τρίτος σε προτίμηση.

Στην ψήφο των εκπροσώπων των πιστών, ο Νικηφόρος έλαβε 46 ψήφους, ο Αθανάσιος 45 και ο Χρυσόστομος 9, ωστόσο στην κάλπη των ex officio εκπροσώπων, ο Κύκκου πήρε 11 ψήφους, ο Λεμεσού 7 και ο Χρυσόστομος

Ακολούθως, στην δεύτερη κάλπη των γενικών αντιπροσώπων, ο Λεμεσού πήρε 48 ψήφους και προκρίθηκε στην τελική φάση της ψηφοφορίας, ο Κύκκου 46 και ο Χρυσόστομος 6, τρεις δηλαδή λιγότερες από τον πρώτο γύρο. Στην κάλπη των ex officio, η οποία θα αναδείκνυε τον δεύτερο υποψήφιο αρχιεπίσκοπο, ο Λεμεσού Αθανάσιος ενίσχυσε τον Πάφου Χρυσόστομο. Έτσι, τελικοί υποψήφιοι αναδείχθηκαν οι Μητροπολίτες Πάφου και Λεμεσού. Μετά, ο Πάφου και ο Νικηφόρος ήλθαν σε συμφωνία και οι αντιπρόσωποι του Νικηφόρου ψήφισαν τον Χρυσόστομο για Αρχιεπίσκοπο.

Αφότου ανέλαβε καθήκοντα, ο Χρυσόστομος προώθησε την αλλαγή του απαρχαιωμένου προηγούμενου καταστατικού χάρτη της Εκκλησίας, ο οποίος ήταν σε ισχύ από το 1914 και έκτοτε αναθεωρήθηκε δύο φορές. Ο νέος καταστατικός χάρτης άλλαζε κυρίως το εκλογικό σύστημα, αναβαθμίζοντας την ισχύ των πιστών. Όμως δεν περιορίστηκαν οι αλλαγές στην εκλογική διαδικασία, αλλά άλλαξαν τα σύνορα των μητροπόλεων (ευνοήθηκε η κατεχόμενη μητρόπολη της Κηρύνειας), δημιουργήθηκε πενταμελές συνοδικό δικαστήριο, όπου ο κατηγορούμενος μπορούσε να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο και, τέλος, άλλαξαν οι διαδικασίες για έκδοση εκκλησιαστικού διαζυγίου.

Επίσης, πρότεινε και πέτυχε τη δημιουργία Ενιαίου Φορέα Μισθοδοσίας Εφημεριακού Κλήρου. Με αυτό τον τρόπο, κατάφερε την ανεξάρτητη μισθοδοσία του κλήρου και εξασφάλισε την αξιοπρεπή διαβίωση γηραιών και επαρχιακών κληρικών χωρίς να επιβαρύνεται το κράτος, ενώ ίδρυσε και τη Θεολογική Σχολή.

Ένα από τα θέματα που οδήγησε σε σχίσμα την Εκκλησία, ήταν η απόφασή του να αναγνωρίσει το Αυτοκέφαλο της Ουκρανικής Εκκλησίας.

Ο Μακαριώτατος έδωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του μάχη με τον καρκίνο και απεβίωσε τελικά στις 06:40 το πρωί της 7ης Νοεμβρίου 2022.

Πηγή: https://www.reporter.com.cy/

TOP NEWS