Την Κυριακή της Πεντηκοστής 12 Ιουνίου ο Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε, κήρυξε τον θείο λόγο και χοροστάτησε στον Εσπερινό της Γονυκλισίας στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό των Αγίων Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου Βεροίας.
Λόγω των άστατων καιρικών συνθηκών δεν τελέστηκε η προγραμματισμένη υπαίθρια Αρχιερατική Θεία Λειτουργία στο «Βήμα του Αποστόλου Παύλου» στο πλαίσιο των ΚΗ΄ ΠΑΥΛΕΙΩΝ.
Ο Μητροπολίτης στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων:«Καί ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδόν ἐπί τό αὐτό».
Πενήντα ἡμέρες μετά τήν Ἀνάσταση καί ὁ Χριστός πραγματοποιεῖ τήν ὑπόσχεσή του πρός τούς μαθητές του μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Κατέρχεται ὁ Παράκλητος στό ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ γιά νά ἐνδύσει τούς φοβισμένους μαθητές τοῦ Χριστοῦ μέ «δύναμιν ἐξ ὕψους», γιά νά τούς φωτίσει τόν νοῦ, ὥστε νά κατανοήσουν ὅσα μέχρι τότε δέν εἶχαν κατανοήσει καί νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο σέ ὅλη τήν οἰκουμένη.
Ποιός εἶναι ὅμως ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο ὁ Χριστός στέλνει τούς ἀποστόλους νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιό του;
Εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό καί μεταξύ τους. Ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία εἰσῆλθε στόν κόσμο μέ τήν παρακοή τῶν πρωτοπλάστων, διέρρηξε τόν σύνδεσμό τους μέ τόν Δημιουργό Θεό. Διέρρηξε ὅμως καί τήν ἑνότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, μεταξύ Ἀδάμ καί Εὔας, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τήν ἀπάντηση τοῦ Ἀδάμ, ὅταν ὁ Θεός τόν ρωτᾶ ποιός τοῦ ἔδωσε τόν ἀπαγορευμένο καρπό καί ἐκεῖνος ἐπέρριψε τήν εὐθύνη στήν Εὔα, ἀποστασιοποιούμενος ἀπό αὐτήν.
Ἡ ὁριστική διάσπαση τῆς ἑνότητος τῶν ἀνθρώπων ἐκφράζεται μέ τή σύγχυση τῶν γλωσσῶν στόν πύργο τῆς Βαβέλ, τίς ὀδυνηρές συνέπειες τῆς ὁποίας βιώνουμε ἀπό τότε μέχρι καί σήμερα μέ τίς ἀντιπαραθέσεις καί τίς συγκρούσεις ἀτόμων καί ὁμάδων, ἀλλά καί μέ τίς τραγικές συνέπειες ὀλεθρίων πολέμων μεταξύ κρατῶν καί ἐθνῶν.
Τή διάσπαση αὐτή ἀποκαθιστᾶ μέ τήν ἐνανθρώπησή του ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος μέ τό Εὐαγγέλιό του καθοδηγεῖ τούς ἀνθρώπους καί πάλι στήν ἑνότητα καί μέ τή θυσία του γεφυρώνει τό χάσμα καί ἀποκαθιστᾶ μέ τή νίκη του ἐπί τοῦ αἰτίου τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου, τίς προϋποθέσεις γιά τήν ἐπίτευξή της.
Ὅλη αὐτή ἡ διαδικασία ἐπισφραγίζεται μέ τήν κάθοδο τοῦ Παναγίου Πνεύματος, διά τοῦ ὁποίου «εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσεν», κατά τόν ἱερό ὑμνογράφο.
Τήν ἑνότητα αὐτή σηματοδοτεῖ καί ἡ παρουσία ὅλων τῶν μαθητῶν στό ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία τονίζει ἰδιαιτέρως ὁ ἱερός συγγραφέας τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων, ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς. «Ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδόν ἐπί τό αὐτό».
Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς δέν ἐπιλέγει τυχαῖα τίς λέξεις πού χρησιμοποιεῖ, ἀλλά ἀποσκοπεῖ στό νά μήν ὑπάρχει κανένα ἐνδεχόμενο ἀμφιβολίας ἤ ἀμφισβητήσεως γιά τή σημασία τῆς ἑνότητος μεταξύ τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου.
Δέν ἦταν μόνο ὅλοι οἱ μαθητές, δέν ἦταν μόνο μαζί στό ἴδιο σημεῖο, ἀλλά ἐμφοροῦντο καί ἀπό τό ἴδιο πνεῦμα, εἶχαν τόν ἴδιο σκοπό, τήν ἴδια διάθεση, ἦταν καί ψυχικά ἑνωμένοι, ὄχι μόνο σωματικά.
Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι ἐπρόκειτο νά γίνουν ἀπόστολοι τοῦ Εὐαγγελίου του ἔπρεπε νά ἀποδεικνύουν τόν σκοπό τοῦ κηρύγματός του μέ τήν κοινή παρουσία τους στόν ἴδιο τόπο κατά τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Παναγίου Πνεύματος, κατά τή γενέθλιο ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστός δέν τό εἶχε ζητήσει αὐτό ποτέ ἄλλοτε ἀπό τούς μαθητές του, ἀλλά μόνο γιά τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶχε ἐμφανισθεῖ ἀναστημένος καί σέ ὅλους μαζί ἀλλά καί σέ μεμονωμένους μαθητές του. Τώρα ὅμως τούς ζητᾶ νά εἶναι ὅλοι μαζί στό σημεῖο στό ὁποῖο θά κατέλθει τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἀσφαλῶς καί ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Παναγίου Πνεύματος δέν περιορίζεται ἀπό τόν τόπο. Θά μποροῦσε νά εἶχε κατέλθει στούς μαθητές, ἀκόμη καί ἄν εὑρίσκοντο σέ διαφορετικό σημεῖο ὁ καθένας. Ὅμως ὁ Χριστός θέλει νά παρουσιάσει καί μέ αὐτόν τόν αἰσθητό τρόπο τήν ἑνότητα, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ βασικό χαρακτηριστικό τῆς Ἐκκλησίας του, πού ἱδρύεται μέ τό πρῶτο κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, ἀλλά καί τή βασική προϋπόθεση τῆς ἐκπληρώσεως τοῦ σκοποῦ της, δηλαδή τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
Αὐτή τήν ἀνάγκη τῆς ἑνότητος μεταξύ μας καί μέ τήν Ἐκκλησία καί τόν Χριστό μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ σημερινή μεγάλη ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ ἑνότητα μᾶς καθιστᾶ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί μᾶς ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Διαφορετικά, ἀκόμη καί ἄν εἴμεθα πιστοί, εὐσεβεῖς, ἀσκητικοί ἤ ὅ,τι ἄλλο, δέν μποροῦμε νά φθάσουμε στή σωτηρία. Ἡ ἑνότητα μέ τήν Ἐκκλησία καί μέ τούς ἀδελφούς μας μέσα στήν Ἐκκλησία, μέσα στήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτό ἐκφράζεται διά τῆς Ἐκκλησίας, θά μᾶς κάνει καί ἐμᾶς μετόχους τῆς χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο ἐνοικεῖ στήν Ἐκκλησία καί διαδίδεται διά τῶν ἁγίων της μυστηρίων, καί θά μᾶς ὁδηγήσει στή σωτηρία. Καί αὐτό θά πρέπει νά τό ἔχουμε πάντοτε κατά νοῦ καί νά τό ἐπιδιώκουμε.
Γι᾽ αὐτήν, ἄλλωστε, τήν ἑνότητα καί τή σωρτηρία ἦλθε καί στήν πόλη μας ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος καί ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, καί σέ αὐτόν ἀφιερώνουμε καί ἐμεῖς μέ ἄπειρη εὐγνωμοσύνη, τιμή καί σεβασμό καί τά ΚΗ´ Παύλεια, ἡ ἐπίσημη ἔναρξη τῶν ὁποίων γίνεται μέ τή σημερινή θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς, τῆς γενεθλίου ἡμέρας τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί ἐπικαλούμεθα τίς πρεσβεῖες του γιά νά ζοῦμε καί νά ἐργαζόμεθα ὅλοι μέ τή χάρη καί τόν φωτισμό τοῦ Παναγίου Πνεύματος, γιά νά εἴμεθα «τέκνα φωτόμορφα τῆς Ἐκκλησίας» καί νά κερδίσουμε καί τή σωτηρία μας.