Κερκύρας Νεκτάριος: Η αμφισβήτηση του Χριστού
Ὅταν ὁ Χριστός θεράπευσε δύο τυφλούς καί ἕναν κωφό δαιμονιζόμενοι, οἱ Φαρισαῖοι, βιώνοντας ὅλη αὐτή τήν ἀμφισβήτηση πρός τό πρόσωπό του, ἀρνήθηκαν νά δεχτοῦν ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἔσπευσαν νά Τόν κατηγορήσουν ὅτι «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τά δαιμόνια» (Ματθ. 9, 34).
Μονίμως ἀμφισβητοῦνταν καί ἀμφισβητεῖται ὁ Χριστός. Αἰτία τῆς ἀμφισβήτησης, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ ἐλευθερία, τό μεγαλύτερο δῶρο πού μᾶς ἔδωσε! Προαιώνια ἡ ἀποστασία τοῦ διαβόλου καί τῶν δαιμόνων, ἡ ὁποία ἔλαβε διάρκεια, παγιώθηκε καί εἶναι μή ἀναστρέψιμη, γιατί εἶναι ὁ μοναδικός λόγος ὕπαρξης αὐτῶν τῶν πνευμάτων. Οἱ ἄγγελοι ὑπάρχουν γιά νά λατρεύουν τόν Θεό καί νά χαίρονται μέ τήν κοινωνία μαζί του καί τόν κόσμο πού ἐκεῖνος δημιούργησε. Ὁ διάβολος καί οἱ δαίμονες μισοῦν τόν Θεό καί βάζουν τόν ἑαυτό τους συνεχῶς στή θέση του, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν μποροῦν νά ὑπάρξουν διαφορετικά. Πῦρ ἔχει ἑτοιμασθεῖ γι’ αὐτούς, μετά τή Δευτέρα Παρουσία, τό ὁποῖο ὅμως τό βιώνουν ἤδη ὀντολογικά, ὑπαρξιακά, ἀπό τή στιγμή πού ἡ ἀγάπη πού ἔλαβαν ἀπό τόν Θεό μετεστράφη σέ μίσος καί κακία.
Ὁ κλονισμός τῆς πίστης
Ἀλλά καί οἱ ἄνθρωποι συχνά ἐπιλέγουμε τή δαιμονική ὁδό τῆς ἄρνησης τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Δέ δεχόμαστε ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ. Γι’ αὐτό, εὐκαίρως – ἀκαίρως, τολμοῦμε καί ἀμφισβητοῦμε ὅ,τι ὁ Θεός δίνει στόν κόσμο, ἀλλά καί σέ μᾶς. Τή ζωή, ἀλλά καί τή δυνατότητα τῆς χαρᾶς καί τῆς πληρότητας. Τήν ὑπέρβαση τοῦ πόνου, τῆς ἀρρώστιας καί τοῦ θανάτου. Κάποτε, ἀρνούμαστε καί τά θαυμάσια του Θεοῦ. Γεγονότα πού ὑπερβαίνουν τίς φυσικές μας δυνατότητες καί πού εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι δέν ἑρμηνεύονται μέ τίς πεπερασμένες δυνατότητες τοῦ λογικοῦ μας.
Ἄν γιά τούς ἀπίστους εἶναι ἀναμενόμενο, αὐτό συχνά συμβαίνει καί μέ τούς πιστούς. Ἀμφισβητεῖται ἀπό αὐτούς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἡ πρόνοιά του γιά τά πρόσωπά μας. Νομίζουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἐκπληρώνει τά θελήματά μας ὡς ἀνταπόδοση γιά τή θρησκευτικότητά μας. Νά κάνει τούς ἄλλους νά σκέφτονται ὅπως θέλουμε ἐμεῖς. Νά μᾶς προφυλάσσει ἀπό τά προβλήματα πού οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις ἔχουν. Καί νά δίδει μαγικές λύσεις στίς δυσκολίες μας, γιά νά μᾶς ἀποδείξει ὅτι ὑπάρχει καί ὅτι εἶναι παρών στή ζωή μας. Κι ἄν ὁ Θεός δέν παρεμβαίνει μέ τόν τρόπο πού ἐμεῖς ἐπιζητοῦμε, ἐπέρχεται ἡ θλίψη, ἡ ἀπογοήτευση καί ἡ ἀπόρριψή του. Ὅμως ὁ Θεός δρᾶ μέ κριτήριο τήν σωτηρία μας. Βλέπει τό ἀληθινό ὄφελος τῆς ὕπαρξής μας, πού δέν μπορεῖ νά περιοριστεῖ στήν ἐκπλήρωση τῶν μικροθελημάτων μας γιά νά μᾶς ἔχει εὐχαριστημένους. Ἀπό τήν ἄλλη, μᾶς βολεύει νά μήν ἀναλαμβάνουμε τίς εὐθύνες γιά τή δική μας ζωή καί νά τίς ἀποδίδουμε στόν Θεό. Ἔτσι, γιά τό κακό καί τήν ἀποτυχία δέν φταῖμε ποτέ ἐμεῖς, ἀλλά καί δέν χρειάζεται νά ἀναλάβουμε τό κόστος τῶν ἐπιλογῶν μας καί νά ξεκινήσουμε νά τίς διορθώσουμε, ὅσο εἶναι ἐφικτό, μέ τή φώτιση τοῦ Θεοῦ καί τό πνεῦμα τῆς μετανοίας.
Ἡ δοκιμασία τοῦ θανάτου
Ἀμφισβητεῖται ἡ αἰωνιότητα καί ἡ ἀνάσταση πού ὁ Θεός μᾶς παρέχει. Μπροστά στόν θάνατο μᾶς καταλαμβάνει ἡ ἀπελπισία. Συχνά λησμονοῦμε ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στήν αἰώνια κοινωνία κοντά του, μέ τήν ὑπέρβαση τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Ὁ ὑλιστικός τρόπος ζωῆς καί ὁ πολιτισμός τῆς τεχνολογίας καί τῆς ψευδαίσθησης ὅτι μποροῦμε νά ἀναστείλουμε τή φθορά καί νά παρατείνουμε τή ζωή μας ἀπό μόνοι μας, σκληραίνει τήν καρδιά μας, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν μποροῦμε νά ἀντέξουμε τό γεγονός τοῦ θανάτου οὔτε νά τό δοῦμε ὡς Πάσχα, ὡς πέρασμα στήν αἰώνια κοινωνία μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό τήν καρδιά μας τήν κατατιτρώσκουν τά βέλη τῶν θλίψεων καί τό βίωμα τῶν ἁγίων πού διασώζεται στήν Ἐκκλησία φαντάζει πολύ μακριά ἀπό τή δική μας πραγματικότητα.
Ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό
Ἀμφισβητεῖται κάποτε καί ὁ τρόπος πού ὁ Θεός ἐπέλεξε γιά νά μᾶς καθιστά γνωστό τόσο τό θέλημά του ὅσο καί τή ζωή πού μᾶς προτείνει, ἀμφισβητεῖται δηλαδή ἡ Ἐκκλησία. Σκάνδαλο γιά τήν ὕπαρξή μας τά πρόσωπα. Κάποτε τά ἀνεβάζουμε πολύ ψηλά, μέ ἀποτέλεσμα νά ταυτιζόμαστε μαζί τους καί νά ἀπογοητευόμαστε ὅταν δέν μᾶς φέρονται ὅπως θά θέλαμε. Ἄλλοτε, εἴτε ἀπό φθόνο εἴτε ἀπό ὀλιγοπιστία ψάχνουμε νά βροῦμε ψεγάδια, γιά νά ἀναπαύσουμε τόν λογισμό μας γιά τίς δικές μας ἀτέλειες ἤ γιά νά αὐτοδικαιωθοῦμε. Ἡ ἀπογοήτευση τότε γίνεται ὀργή, φανερή ἤ κεκαλυμμένη ἐναντίον τους. Καί ἡ ὀργή γίνεται συκοφαντία, διαστροφή τοῦ μηνύματος τοῦ Εὐαγγελίου, ἑρμηνεία τῆς ζωῆς μέ βάση τίς δικές μας σκέψεις, τό «ἐγώ» μας. Γινόμαστε τότε «διορθωτές» τοῦ ἴδιου του Θεοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου του. Καί, χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε, βλασφημοῦμε τελικά τό ὄνομά του.
Ὅταν ὁ Χριστός θεράπευσε δύο τυφλούς καί ἕναν κωφό δαιμονιζόμενοι, οἱ Φαρισαῖοι, βιώνοντας ὅλη αὐτή τήν ἀμφισβήτηση πρός τό πρόσωπό του, ἀρνήθηκαν νά δεχτοῦν ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἔσπευσαν νά Τόν κατηγορήσουν ὅτι «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τά δαιμόνια» (Ματθ. 9, 34). Συνταυτίστηκαν οἱ ἴδιοι μέ τόν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων καί κατέστησαν τό «ἐγώ» τους κριτήριο ἑρμηνείας τοῦ κόσμου καί τοῦ Θεοῦ. Καί ἐπειδή ἐκεῖνος δέν χωροῦσε σ’ αὐτό, τόν ἀπέρριψαν. Ἄς μήν παρασυρθοῦμε σ’ αὐτήν τήν παγίδα καί ἄς ἐμπιστευθοῦμε τόν Θεό καί τή Ἐκκλησία μας, ἰδίως στά ὅσα δυσκολευόμαστε νά ἑρμηνεύσουμε!