Μητρόπολη Δημητριάδος: “Ποιμαντική στον καιρό της πανδημίας” – Εισήγηση Αρχιμ. Αμφιλοχίου Μήλτου στην Δ΄ Ιερατική Σύναξη
Η εισήγηση του Αρχιμανδρίτη Αμφιλόχιου Μήλτου στην 4η Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητρόπολης Δημητριάδος και Αλμυρού, που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 31 Ιανουαρίου.
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί Πατέρες,
Ἐπιτρέψτε μου νά ξεκινήσω μέ μία ἐξομολόγηση. Ὅταν στην ἐπιτελική σύσκεψη προγραμματισμοῦ γιά τό νέο ἱεραποστολικό ἔτος, τόν περασμένο Ἰούνιο, ὁ π. Δαμασκηνός πρότεινε τήν συγκρότηση Ὁμάδων Ἐργασίας καί προβληματισμοῦ πάνω στά θέματα που ἄνοιξε ἡ πανδημία, κατά τήν διάρκεια τοῦ θέρους, ἤμουν μεταξύ αὐτῶν πού σκέφτηκαν «Τί ἰδέα εἶναι πάλι αὐτή; τι μᾶς βάζει ὁ Πρωτοσύγκελλος να κάνουμε καλοκαιριάτικα;». Καί, ὅμως, ἡ ἐμπειρία πού ἀκολούθησε μέ ἔπεισε (εἶμαι σίγουρος ὅλους μας) ὅτι ἦταν μία ἐξαιρετική ἰδέα γιά τήν ὁποία, ὅπως καί γιά πολλά ἄλλα, πρέπει νά τοῦ εἴμαστε εὐγνώμονες. Εὐγνώμων εἶμαι καί σέ ἐσάς Σεβασμιώτατε γιά τήν ἐμπιστοσύνη τῆς ἀνάθεσης τοῦ συντονισμοῦ τῆς Ὁμάδος αὐτῆς μέ τό πολύ σημαντικό θέμα τῆς ποιμαντικῆς διακονίας.
Πράγματι, μετά τήν ἀναγκαστική ἀπομόνωσή μας καί τήν ἀποξένωση πού ἔφερε, ἦταν γιά ὅλους μας πολύ εὐχάριστο νά συναντηθοῦμε καί νά μιλήσουμε. Πόσο μάλλον πού ἦταν ἴσως ἡ πρώτη φορά πού μέ προτροπή τοῦ Ἐπισκόπου μας συγκροτήσαμε μικρές ὁμάδες συζήτησης καί συμπροβληματισμοῦ. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν ἔχουμε τέτοιες εὐκαιρίες νά βρεθοῦμε ἐνώπιως ἐνωπίῳ, νά μιλήσουμε ἐλεύθερα καί νά συζητήσουμε μεταξύ μας. Αὐτό πού προσωπικά εἰσέπραξα ἦταν ὅτι καί μόνο τό γεγονός τῆς συνάντησής μας ἦταν κέρδος. Γιά αὐτό καί ἐλπίζω ὁ ἅγιος Πρωτοσύγκελλός μας νά ἔχει ξανά τέτοιες ἰδέες καί μέ τήν εὐλογία σας, Σεβασμιώτατε, νά δοθοῦν παρόμοιες εὐκαιρίες.
Ἡ Ὁμάδα τῆς ὁποίας ἦμουν συντονιστής εἶχε τίτλο «Ποιμαντική στήν ἐποχή τῆς πανδημίας» καί τήν ἀποτέλεσαν οἱ π. Ἀπόστολος Κόκορης, π. Ἐλευθέριος Σαράτσης, π. Στέφανος Παπαγεωργίου, π. Κωνσταντῖνος Κωστίμπας, π. Ἀπόστολος Τσάντος, π. Νικόλαος Μανθογιάννης, π. Σταῦρος Μαλλιαρός, π. Σταῦρος Σωτηρόπουλος, π. Ἀντώνιος Μπογιατζόγλου, π. Ἀθανάσιος Παρίσης, π. Νικόλαος Μακαντάσης καί π. Ἰωήλ Ποδαρόπουλος. Ἡ συνάντηση ἔγινε τήν Παρασκευή 23 Ἰουλίου καί διήρκεσε περίπου τρεῖς ὦρες. Τό κλίμα ἦταν φιλικό καί ἔδινε τήν ἄνεση τῆς ἐλεύθερης ἔκφρασης καί τῆς ἀνταλαγγῆς ἀπόψεων. Ἦταν πολύ σημαντικό ὅτι τά πρόσωπα τῶν πατέρων εἶχαν διαφορετικά χαρακτηριστικά καί ἦταν διαφόρων προελεύσεων, δηλαδή ἀπό Ἐνορίες τῆς πόλης ἀλλά καί ἀπό Ἐνορίες ὀρεινῶν καί πεδινῶν χωριῶν πού κάλυπταν σχεδόν τό μήκος καί τό πλάτος τῆς Μητροπόλεως.
Τό θέμα τῆς Ὁμάδας μας περιλαμβάνει πολλά ζητήματα πού ἔχουν ἤδη θιγεῖ, ἀφοῦ ἡ ποιμαντική ἀγκαλιάζει τόν ὅλο ἄνθρωπο. Ἔτσι εἶναι ἀναπόφευκτο νά γίνουν ἀναφορές σέ ζητήματα πού ἔχουν ἤδη παρουσιασθεί στίς ἰερατικές Συνάξεις πού προηγήθηκαν, καθώς τόσο οἱ προκλήσεις πού ἔφερε ἡ πανδημία, ὅσο καί τά προβλήματα σέ ἐπίπεδο ψυχικῆς ὑγείας ἤ οἰκογένειας ἐνδιαφέρουν τήν ποιμαντική διακονία μας. Ἐπιτρέψτε μου, ἐπίσης, νά τονίσω ἐξαρχής ὅτι ἡ σύντομη αὐτή παρουσίαση δέν θά εἶναι ἕνα μάθημα ποιμαντικῆς. Μέ πολύ σεβασμό, ὡς νεώτερος πολλῶν ἐξ ἡμῶν, σᾶς ἀπευθύνομαι μέ σκοπό νά σᾶς παρουσιάσω τόν προβληματισμό πού παρήγαγε ἡ ἱερατική μας συνάντηση πάνω στην ποιμαντική, καθώς καί κάποια θέματα ἤ προτάσεις, ὥστε νά γίνουν στήν συνέχεια ἀντικείμενο τῆς συζήτησής μας. Ἡ συνάντησή μας χαρακτηρίστηκε ἀπό ἕνα αὐτοκριτικό ἀναστοχασμό. Γι΄ αὐτό ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά τολμήσω νά θίξω κακώς κείμενα, σέ μία ἀπόπειρα αὐτοκριτικῆς πού σίγουρα μᾶς εἶναι χρήσιμη καί ἀναγκαία.
Στό πρῶτο μέρος αὐτῆς τῆς σύντομης εἰσήγησης, θά καταγράψουμε ἀκροθιγώς ὅσα συζητήθηκαν κατά τήν συνάντησή μας καί ἀφοροῦν τήν ποιμαντική πράξη κατά τή διάρκεια τῶν φάσεων τῆς πανδημίας. Στή συνέχεια θά ἀποπειραθοῦμε μέ τήν βοήθεια κειμένων πού γράφτηκαν νά προτείνουμε μία διάγνωση τῶν προβλημάτων πού ἀναφάνηκαν μέ ἀφορμή τήν δοκιμασία αὐτή καί ἔχουν σχέση μέ τήν ποιμαντική μας σχέση μέ τούς ἀνθρώπους. Σκοπός ἐδῶ νά ἀνοίξουμε κάποια βαθύτερα ζητήματα πού ἀξίζει νά γίνουν ἀντικείμενο τῆς συζήτησής μας. Ἄλλωστε, νομίζω ὅτι αὐτός ἦταν καί ὁ σκοπός τῶν Ὁμάδων : νά συμπροβληματιστοῦν οἱ ἱερεῖς πάνω σέ μία πλευρά τῆς πανδημίας ὥστε νά τροφοδοτήσουν τόν προβληματισμό συνολικά τῶν ἱερέων. Τέλος, ἀντί ἐπιλόγου, θά προτείνουμε κάποιους τρόπους γιά νά κοιτάξουμε τό μέλλον τῆς ποιμαντικῆς μας διακονίας.
Ὁ τρόπος τῆς ποιμαντικῆς κατά τήν πανδημική περίοδο
Ὁ ἱερέας δέν εἶναι μόνο λειτουργός ἀλλά καί ποιμένας ψυχῶν. Τί εἶναι ἡ ποιμαντική καί πῶς τήν ἀσκοῦμε γενικά; Τι ἄλλαξε με την πανδημία; Πῶς βιώσαμε αὐτές τίς ἀλλαγές στίς σχέσεις μέ τούς ἐνορίτες μας; Στά ἐρωτήματα αὐτά περιστράφηκε κυρίως ἡ συζήτηση στήν Ὁμάδα μας.
Ὅπως τονίσθηκε, ἡ Ποιμαντική δέν ἐπιμελεῖται ἁπλώς τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά προχωρά καί πιο ψηλά, ἀφοῦ ἐνδιαφέρεται νά δώσει νόημα στή ζωή τους, νά θεραπεύει τήν κτιστή φύση τους καί νά τούς ἀποσπάσει ἀπό τήν ἁμαρτία, τή φθορά καί τόν θάνατο. Ἄν θελήσουμε μέ ἐλάχιστα λόγια νά ὁριοθετήσουμε τήν ἔννοια της Ποιμαντικής, αὐτά τά λόγια θά τά πάρουμε ἀπό τό στόμα του Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: σκοπός της Ποιμαντικής εἶναι «…πτερῶσαι ψυχὴν, ἁρπάσαι κόσμου, καὶ δοῦναι Θεῷ… εἰσοικίσαι τε τὸν Χριστὸν ἐν ταῖς καρδίαις διὰ τοῦ Πνεύματος…»[1]. Μέσα σε μία τόσο περιεκτική πρόταση ο Άγ. Γρηγόριος τονίζει ὅτι ἡ ποιμαντική στοχεύει στήν ἀναγωγή τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Τριαδικό Θεό.
Ἡ ἄσκηση τῆς ποιμαντικῆς προϋποθέτει τήν συνάντηση, ἐπικοινωνία, ἐπαφή μέ τούς ἀνθρώπους. Αὐτή γίνεται κυρίως στόν Ναό καί συνδέεται μέ τήν Θεία Λατρεία, ἀφοῦ οἱ περισσότεροι πιστοί ἔρχονται συνήθως κόντά μας γιά κάποια λειτουργική σύναξη. Ἡ περίοδος τῆς καραντίνας ἦταν ἕνα πλήγμα γιά τούς πιστούς, ὅπως καί γιά ὅλους μας. Ἡ ἀναγκαῖα κοινωνική ἀποστασιοποίηση ἀναίρεσε τήν ἴδια τήν συνήθη ποιμαντική μας. Ἔτσι τό πρῶτο θέμα μας ἦταν ἡ προσέλευση τῶν πιστῶν στήν μετά τήν καθολική ἀπαγόρευση (λοκντάουν) περίοδο.
Γενική παραδοχή ὑπῆρξε ὅτι μεταξύ τῶν πιστῶν τόσο στίς ἀστικές ὅσο καί στίς ἀγροτικές περιοχές ἐπικράτησε καχυποψία, δισταγμός, φόβος, ἀλλά καί διάσταση ἀπόψεων. Παρατηρήθηκαν ποικίλα φαινόμενα ἐνίοτε καί ἀντίθετα. Π. χ. σέ ἄλλες ἐνορίες, σίγουρα στίς περισσότερες, τό ἐκκλησίασμα μειώθηκε, ἐνῶ ἀναφέρθηκαν καί περιπτώσεις σέ χωριά μικρῆς αὔξησης στόν ἀριθμό τῶν πιστῶν. Ἄλλο φαινόμενο εἶναι ἡ μείωση στήν προσέλευση στήν θεία κοινωνία, ἐνῶ ἀρκετοί τακτικά ἐκκλησιάζομενοι σταμάτησαν νά ἔρχονται τήν Κυριακή στόν ναό.
Ἀπό ἔμπειρο κληρικό ἔγινε ἡ διαπίστωση ὅτι ὑπῆρξε ἕνα «ξεκαθάρισμα», μέ τήν ἔννοια ὅτι ὅσοι ἔρχονται τό κάνουν συνειδητά καί μετέχουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἐνώ ἄλλοι πού σταμάτησαν ἴσως ἦταν πιστοί τῆς θεωρίας ἀλλά ὄχι τῆς πράξης. Γιά τόν λόγο αὐτό μπορεῖ ἡ πανδημία αὐτή νά εἶναι εὐλογία Θεοῦ καί «κρίσις» γιά τήν μέχρι τώρα ποιμαντική μας. Δηλαδή πέρα ἀπό τά προβλήματα πού ἔφερε ἡ δοκιμασία αὐτή, δέν πρέπει νά τήν δοῦμε ὡς καταστροφή ἀλλά ὡς εὐκαιρία.
Παρατηρήθηκε ὅτι πολύ συχνά τούς ἡλικιωμένους ἀνθρώπους εἶναι τά παιδιά τους πού γιά λόγους προφύλαξης δέν τούς ἐπιτρέπουν νά πάνε στήν Ἐκκλησία. Σημαντικά μειώθηκε καί ὁ ἀριθμός ἀσθενῶν πού ζητοῦσαν τήν κατ΄οἶκον μετάληψη. Ἕνα ἄλλο πρόβλημα πού ἄλλαξε τήν ποιμαντική σχέση εἶναι ὅτι χάθηκε ἡ ποιμαντική ἐπίσκεψη στά σπίτια, πού μέ τήν ἀφορμή ἑνός ἁγιασμοῦ ἤ μιᾶς ἄλλης ἱεροπραξίας ἔδινε τήν εὐκαιρία ἐπικοινωνίας μέ τούς ἀνθρώπους. Γενικά οἱ αἰτίες τῶν ἀλλάγων αὐτῶν εἶναι διάφορες καί ἴσως τό θέμα τῆς θρησκευτικῆς ἔκφρασης καί πρακτικῆς τήν περίοδο αὐτή ἐπιδέχεται μελέτης.
Τό γνωστό σέ ὅλους μας θέμα πού χώρισε τούς πιστούς (μήν τό κρύβουμε, χώρισε ἀρχικά καί ἐν μέρει καί ἐμᾶς τούς ἴδιους) εἶναι ἡ υἱοθέτηση τῶν μέτρων προφύλαξης, κυρίως δέ ἡ χρήση μάσκας ἐντός τοῦ Ναοῦ. Αὐτό κατά τόν πρῶτο καιρό τῆς πανδημίας. Κατά κανόνα ὁ διαχωρισμός αὐτό δέν ὀφείλονταν στούς ἱερεῖς. Οἱ τελευταῖοι καλοῦνταν νά ἰσορροπήσουν μεταξύ ὅσων ἦταν ἀντίθετοι καί ὅσων κατηγορούσαν ὅσους δέν ἐφάρμοζαν τήν χρήση μάσκας, κατηγορώντας γι΄αὐτό καί τούς ἱερεῖς. Κάποιοι ἱερεῖς ἐπέλεξαν νά μή μιλοῦν, νά μήν παίρνουν θέση στίς διαμάχες, καλώντας μόνο νά τηρηθοῦν οἱ κανόνες.
Σέ ἕνα τέτοιο κλίμα καί εἰδικότερα στήν πρώτη περίοδο τῆς πανδημίας ἱερεῖς κυρίως χωριῶν ἐξομολογήθηκαν ὅτι πιέστηκαν καί κατέθεσαν τό παράπονο ὅτι αἰσθάνθηκαν κάποιες φορές μόνοι καί ἐγκαταλελειμμένοι, χωρίς κάποιος νά τούς ρωτήσει μέ ἐνδιαφέρον πῶς χειρίζονται τήν κατάσταση. Εἰπώθηκε ὅτι, ἐφόσον δέν εἶχε δοθεῖ μία γραμμή ἀπό τήν Μητρόπολη, αὐτοσχεδιάζαμε καί βρεθήκαμε σέ ἀπορία. Ἐδῶ τίθεται τό θέμα τῆς ποιμαντικῆς τῶν ἴδιων τῶν ποιμένων τό ὁποῖο πρέπει νά συζητηθεῖ.
Μέ τόνο αὐτοκριτικό ἔγινε ἡ σκληρή διαπίστωση στήν Ὁμάδα μας ὅτι ἡ πανδημία μᾶς βρῆκε μέ τό ποίμνιό μας ἀκατήχητο καί ἀποίμαντο. Φάνηκε αὐτό ἀπό τίς ἀντιλήψεις τῶν πιστῶν μας ἀλλά καί ἀπό τήν ἀδυναμία μας νά τούς πείσουμε. Ποιμαντική δέν εἶναι τά ἔσοδα, οὔτε ἡ δημιουργία ὀπαδῶν ἀλλά ἡ φροντίδα. Νά οἰκονομοῦμε τίς ἀνάγκες. Τονίσθηκε ὅτι στήν διδασκαλία μας δέν πέρασε στούς πιστούς ὁ σεβασμός στόν ἄλλο, τό ὅτι ὁ Παράδεισος περνάει ἀπό τόν πλησίον, ἤ τό ὅτι μέ τήν ὑπακοή σώζεται κάποιος.
Εἶναι φανερό ὅτι μαζί μέ τά προβλήματα πού ἀναφάνηκαν ἤ δημιουργήθηκαν, ἀποδείχθηκαν καί χρόνιες δυσλειτουργίες. Ἡ πανδημία ἐπηρέασε τήν σχέση μας μέ τούς πιστούς, στερώντας τήν ἐκ τοῦ σύνεγγυς ἐπικοινωνία, καί μᾶς προβλημάτισε γιά τήν ποιότητα τῆς ἐπικοινωνίας πού εἴχαμε προηγουμένως μαζί τους. Βέβαια, βρέθηκαν καί λύσεις χάρη στά ἠλεκτρονικά μέσα, μετάδοση ἀκολουθιῶν στό facebook, συνομιλία στό τηλέφωνο κλπ. Ταυτόχρονα ἐπηρεάστηκε ἡ σχέση μας μέ τούς συνεφημερίους μας, μέ τούς ὁποίους εἴχαμε κάποιες φορές διαφορετική προσέγγιση τῆς κατάστασης καί φάνηκε τό ὑπάρχον συχνά πρόβλημα τῆς ἔλλειψης κοινῆς γραμμῆς. Τέλος, ἡ πανδημία ἐπηρέασε καί τή σχέση μας μέ τόν εὐατό μας, ἀφοῦ αὐτή ἡ παύση δραστηριότητας μᾶς προκάλεσε μία ἀκηδία ἤ κρίση ταυτότητας, εἰδικά ἐάν μέχρι τώρα ἐπιδιδόμασταν σέ μία ὑπερδραστηριότητα. Ὅπως καί γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἴσως καί ἐμεῖς δέν ἤμασταν προετοιμασμένοι νά ἀντέξουμε τό νά κάτσουμε στό «ταμεῖον» μας προσευχόμενοι.
Ἡ ποιμαντική τελικά εἶναι ὄντως σχοινοβασία. Τό καταλάβαμε προσπαθώντας νά κρατᾶμε ἰσορροπίες μεταξύ ἀρνητῶν καί φοβισμένων, νά ἀποφύγουμε τήν πόλωση μεταξύ μας καί μεταξύ τῶν ἐνοριτῶν μας, νά μήν φτάσουμε σέ διχασμό και διαίρεση. Νομίζω ὅτι ὅλοι ὀρθά πρόταξαν καί στην ἀρχή καί στή συνέχεια τήν ἑνότητα τῶν ἐνοριτῶν μας μέ κριτήριο νά μήν χωρίσουμε τό ποιμνιό μας, π. χ. σέ ἐμβολιασμένους καί ἀνεμβολίαστους. Οἱ ἄνθρωποι σήμερα καθοδηγοῦνται συχνά ἀπό ἀπόψεις πού διαβάζουν σέ ἰστοσελίδες στό διαδίκτυο ἤ στά μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης καί ὁ ρόλος καί ὁ λόγος τοῦ Ἐφημερίου ἀποδυναμώνεται ἤ δυσκολεύεται νά περάσει αὐτή τήν ἐνότητα. Ὡστόσο, ὅπως ὑπογραμίσθηκε ποιμαντική σημαίνει καί διακυβέρνηση, ὄχι ἀταξία. Καί αὐτό κάνει τήν ποιμαντική μας ἀκόμα πιό δύσκολη.
Μία θεολογική διάγνωση τῶν προβλημάτων
Τά θεολογικά, ποιμαντικά θέματα πού ἄνοιξε ἡ περιπέτεια τῆς πανδημίας, τά προβλήματα, οἱ διαφωνίες ἤ και ἡ σύγχυση πού παρατηρήθηκε δέν εἶναι καινούργια. Εἶναι ἐν πολλοῖς παλιά ζητήματα στά ὁποῖα ἡ παροῦσα κρίση ἔριξε φῶς. Εἶναι τά συμπτώματα καί ὄχι ἡ ἀσθένεια. Νομίζω ὅτι ἐάν θέλουμε νά ἀναμετρηθοῦμε μέ τά ποιμαντικά προβλήματα πρέπει νά κάνουμε διάγνωση τῶν θελογικῶν θεμάτων ὥστε, ἀναγνωρίζοντάς τα, νά τά θεραπεύσουμε[2]. Ἡ διάγνωση πού προτείνεται παρακάτω δέν ἔχει χαρακτήρα ὁριστικό. Εἶναι πρόταση γιά συζήτηση. Θά ἀναφερθοῦμε σέ τρία ζητήματα πού ἔχουν νά κάνουν πρῶτον μέ τό πῶς κατανοοῦμε τήν Ἐκκλησία, δεύτερον τήν θρησκευτική πρακτική καί τρῖτον τήν σχέση Ἐκκλησίας καί κοινωνίας.
Ὑπακοή σέ «ποιά Ἐκκλησία»;
Ἀκούστηκε ἰδιαίτερα στίς συζητήσεις μέ ἀφορμή τά περίφημα μέτρα ὅτι πρέπει οἱ χριστιανοί νά κάνουν ὑπακοή στήν Ἐκκλησία. Ποιά εἶναι ὅμως αὐτή ἡ «Ἐκκλησία»; Ὅσοι ἐπικαλοῦνται αὐτή τήν ἀρχή ἔχουν στό νοῦ τους αὐτό πού ὀνομάζουμε διοικούσα Ἐκκλησία, δηλαδή τήν Ἱερά Σύνοδο καί τούς κατά τόπον Μητροπολίτες, οἱ ὁποίοι ἐν πολλοῖς υἱοθέτησαν τά μέτρα πού ἔλαβε καί λαμβάνει ἡ πολιτεία γιά νά ἀντιμετωπίσει τήν κατάσταση. Ὅμως ἕνα σημαντικό μέρος τῶν θρησκευόμενων Ἑλλήνων θεώρησε ὅτι ἡ Ἱερά Σύνοδος δέν ἀποφάσισε σωστά, ἔχοντας ὑποκύψει στίς πιέσεις ἤ σέ συμφωνίες μέ τό κράτος. Τό ὅτι πολλοί πιστοί δέν ἔχουν σέ ὑπόληψη τήν Ἱερά Σύνοδο δέν εἶναι τωρινό φαινόμενο. Ἐδῶ καί πάρα πολλά χρόνια καλλιεργεῖται μέ εὐθύνες πολλῶν.
Τό πρόβλημα ξεκινάει ἀπό τό γεγονός ὅτι ὅλοι οἱ πιστοί ζοῦν τήν χριστιανική ἤ πνευματική τους ζωή δίχως ἀναφορά σέ ἐπίσκοπο ἤ σύνοδο. Πρίν λίγο καιρό, ὁ π. Βασίλειος Χαβάτζας, κληρικός τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, δημοσίευσε ἕνα κείμενο μέ τόν ἀποκαλυπτικό καί ἐπιτυχῆ τίτλο «Τά ὑποκείμενα νοσήματα τῆς Ἐκκλησίας»[3]. Τό κείμενο πού κυκλοφόρησε εὐρέως στό διαδίκτυο ἀξίζει νά διαβαστεῖ. Ἄς δώσουμε τόν λόγο στόν π. Βασίλειο:
«Όταν οι πιστοί διαπαιδαγωγούνται με το κλισέ «ό,τι μας πει ο πνευματικός μας», είναι ενδεχόμενο να αναζητούν μια τέτοια καθοδήγηση και σε ένα ζήτημα το οποίο καμία σχέση δεν έχει με την πνευματική ζωή, όπως για παράδειγμα ο εμβολιασμός. Το λειτούργημα του πνευματικού υπάρχει βέβαια μέσα στην εκκλησία. Ανάλογα με την πορεία ζωής του κάθε ανθρώπου, ο πνευματικός δίνει και εξατομικευμένες συμβουλές για τα πνευματικά ζητήματα. Ασκώντας εκκλησιαστικό λειτούργημα που του έχει ανατεθεί και φυσικά, ασκώντας το όχι αυτόνομα, αλλά στα πλαίσια της εκκλησιαστικής κοινότητας. Το λάθος εν προκειμένω ήταν ότι υπήρξαν πνευματικοί που ανταποκρίθηκαν στο αίτημα μιας τέτοιας καθοδήγησης, για ένα θέμα που δεν είχε κανένα πνευματικό περιεχόμενο. Το τραγικό ήταν ότι έχοντας πλήρη άγνοια, οδήγησαν καλόπιστους ανθρώπους σε επικίνδυνες ή και μοιραίες επιλογές. Το κωμικοτραγικό ήταν ότι θεώρησαν ότι μπορούν να ασκούν το εκκλησιαστικό αυτό λειτούργημα όχι μόνο σε διάσταση, αλλά και σε απόλυτη αντίθεση με την εκκλησία: προέτρεπε η Ιερά Σύνοδος τους πιστούς να εμβολιαστούν (όχι ως ιατρική συμβουλή, αλλά -λαμβανομένων υπόψη των επιστημονικών απόψεων- ως στάση υπευθυνότητας απέναντι στην κοινωνία) και εμφανιζόταν «πνευματικός» να λέει ότι θα αποκόψει από την Θεία Κοινωνία αυτούς που θα εμβολιαστούν.»
Ἄς εἴμαστε εἰλικρινεῖς. Στίς μεταξύ μας συζητήσεις ἀρκεῖ ἐνίοτε νά ρώτησεις ποιόν ἔχει πνευματικό ὁ τᾶδε γιά νά μάθεις ἐάν ἔχει κάνει ἤ ὄχι τό ἐμβόλιο. Διότι κατά μία παράδοξη σύμπτωση τά πνευματικοπαίδια συγκεκριμένων πνευματικῶν εἶναι ἀνεμβολίαστοι, ὅπως και οἱ πνευματικοί τους. Τό ζήτημα δέν εἶναι τό ἐμβόλιο. Τό ζήτημα εἶναι πρῶτον ὅτι τό ἐμβόλιο ἔγινε θέμα τῆς πνευματικῆς σχέσης ἐξομολόγου καί ἐξομολογημένου. Καί δεύτερον, ὅτι ἀντιγράφουμε στήν ἐνοριακή ζωή τήν ὑπακοή ὅπως ἀσκεῖται στό πλαίσιο τῆς μοναστικῆς ζωῆς. ‘Υπάρχει τόσο συχνά σύγχυση ἀνάμεσα στήν μοναχική ὑπακοή πού εἶναι θεία ὑπόσχεση ζωῆς καί ἀφορᾶ τήν παραμικρή λεπτομέρεια τῆς καθημερινότητας καί στήν πνευματική ὑπακοή – δηλαδή στήν χωρίς δέσμευση τήρηση τῶν συμβουλῶν τοῦ πνευματικοῦ πατέρα γιά θέματα πού ἅπτονται τοῦ πνευματικοῦ του ἀγώνα, πού σκοπό ἔχει νά κάνει τόν πιστό ὄχι ἐξαρτώμενο ὀπαδό ἀλλά ἐλεύθερο παιδί τοῦ Θεοῦ.
Στήν νοσηρή αὐτή κατάσταση, πού ἔχει ὀνομαστεῖ καί γεροντισμός, ἔρχεται νά προστεθεῖ ἡ ἀνάδειξη ὠς αὐθεντίας τοῦ κάθε Ἁγίου ἤ τοῦ κάθε ἁγιορείτου πατέρα. Προσοχή αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ λόγος ἑνός Ἁγίου ἤ ἑνός ἁγιορείτου γέροντα δέν ἔχει βαρύτητα, σίγουρα πολύ περισσότερη ἀπό τόν δικό μου ! Ὅμως καί ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς ξεχνάμε ὅτι ποτέ στήν Ἐκκλησία δέν θεωρήθηκε ἀλάθητη ἠ προσωπική ἄποψη κανενός. Στά πιό σημαντικά θέματα, δηλαδή τά δογματικά, ἠ Ἐκκλησία πάντοτε βασίστηκε στήν συμφωνία τῶν Πατέρων, στο consesus patrum. Δυστυχῶς πέρασε στή συνείδηση τῶν ἀνθρώπων ὅτι ἐπειδή αὐτό τό εἶπε λ. χ. ὁ Ἅγιος Παϊσιος εἶναι ἀναμφισβήτητο. Καί ἔστω ὅτι τό εἶπε ὄντως ὁ Ἄγιος. Τό πρόβλημα εἶναι ὅτι στό μυαλό τῶν ἐνοριτῶν μας ἡ γνώμη τοῦ τάδε ὀνομαστοῦ Ἁγιορείτου (ἄν ἔχει διασταυρωθεῖ εἶναι ἄλλο ζήτημα) βαραίνει πολύ περισσότερο ἀπό τήν γνώμη τῶν δώδεκα μητροπολιτῶν τῆς Διαρκοῦς. Ὁ μέν εἶναι σίγουρα ἅγιος, οἱ δέ αὐτοαποκαλοῦνται ἅγιοι (!).
Διερωτῶμαι γιατί θέλγονται οἱ ἄνθρωποι ἀπό γεροντάδες καί τούς ἐκχωροῦν τήν ἐλευθερία τους; Πολλά ἴσως θα μποροῦσαν νά εἰπωθοῦν, ἀλλά μία πρώτη ἀπάντηση βρίσκεται στά ὅσα γράφει περί ἐλευθερίας ὁ Ντοστογιέφσκυ στό «Μύθο τοῦ μεγάλου ἱεροεξεταστή» στούς Ἀδελφούς Καραμάζωφ[4]. Θά ἤθελα νά τονίσω ὅτι τό θέμα δέν εἶναι νά δικαιώσουμε τούς μητροπολίτες (δέν κάνω τόν συνήγορό τους) καί νά ὑποβαθμίσουμε τούς ἁγιορεῖτες πατέρες, στούς ὁποίους προσωπικά τρέφω πολύ μεγάλο σεβασμό. Τό πρόβλημα εἶναι οὐσιαστικό. Ἐπιτρέψτε μου να παραθέσω καί πάλι τόν π. Βασίλειο.
«Όταν οι χριστιανοί έχουν εμποτισθεί με την λανθασμένη εικόνα του Αγίου ως φωτεινού παντογνώστη, ο οποίος γνωρίζει τα πάντα, φανερά και κρυφά, παρόντα και μέλλοντα, είναι επόμενο να μην ικανοποιούνται με τη λογική και αντικειμενική παρουσίαση των γεγονότων. Στη συζήτηση ενός θέματος μαθαίνουν να μην αναζητούν την αλήθεια, αλλά τη γνώμη (πραγματική ή φανταστική) κάποιου αγίου ή απλώς κάποιου φημισμένου γέροντα. Παραβλέποντας ότι ο άγιος τιμάται για την πορεία του αγιασμού του και όχι για τις απόψεις του, οι οποίες μπορεί να ήταν και λανθασμένες. Η Καινή Διαθήκη μιλάει ανοιχτά για την λανθασμένη αντίληψη που κατ’ αρχήν είχε ο Απόστολος Πέτρος για τον τρόπο αποδοχής των εθνικών στην εκκλησία. Και η εκκλησιαστική ιστορία μάς υπενθυμίζει περιπτώσεις αγίων, των οποίων κάποιες θεολογικές αντιλήψεις απορρίφθηκαν από την εκκλησία. Πόσο μάλλον οι γεωπολιτικές τους εκτιμήσεις, οι απόψεις τους για ιατρικά θέματα κλπ. Πώς προέκυψε στα τελευταία χρόνια η αντίληψη ότι η αγιότητα του βίου μεταβάλλει τον άνθρωπο σε υπερφυσικό όν, το οποίο γνωρίζει τα πάντα, είναι θέμα έρευνας και μελέτης.»
«Σχετική είναι και η αντίληψη ότι οι μοναχοί και μάλιστα οι αγιορείτες μοναχοί κατέχουν την απόλυτη αλήθεια. Ο μοναχισμός έχει βέβαια ξεχωριστή θέση μέσα στην εκκλησία. Και οι μοναχοί, με την απόφαση της ολοκληρωτικής αφιέρωσης στον Θεό και την πείρα που αποκτούν σταδιακά με τον επίμονο πνευματικό αγώνα, γίνονται για εμάς τους υπολοίπους παραδείγματα για την πνευματική ζωή. Αυτό όμως δεν σημαίνει κάτι για τις απόψεις τους, τις προβλέψεις τους, τις τοποθετήσεις τους για θέματα που προφανώς δεν γνωρίζουν. Ούτε άλλωστε οι θεολογικές τους τοποθετήσεις αποκτούν αυτόματα κάποιο κύρος αυθεντίας: από τα μοναστήρια βγήκαν άγιοι και μεγάλοι θεολόγοι της εκκλησίας, από τα μοναστήρια βγήκαν και μεγάλοι αιρετικοί. Μοναχός μπορεί να γίνει όποιος επιλέξει αυτή την πορεία, χωρίς αυτό να εγγυάται τίποτα για την ορθότητα των απόψεών του ή την διαύγεια της κρίσης του. Συναντάει κανείς σε μοναστήρια ανθρώπους βαθιάς καλλιέργειας και νοητικής επάρκειας. Συναντάει όμως και αγαθούς μοναχούς με μια αφελή αντίληψη. Οι δεύτεροι μπορεί με την ταπείνωσή τους να αγιάσουν νωρίτερα από τους πρώτους. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι θα τους συμβουλευθούμε για το εμβόλιο. Και ούτε η ιδιότητα του «αγιορείτη» μοναχού αποτελεί τεκμήριο αληθείας (πόσο μάλλον όταν συνοδεύει απλώς την υπογραφή κάποιου, χωρίς να έχει καν σχέση με τον τόπο διαμονής του).»
Ἐπιτρέψτε μου νά προσθέσω ὅτι σύγχρονοι ἅγιοι γεροντάδες πού ἦταν ὄντως διορατικοί, συνῆθως ἀπεύφευγαν νά δείχνουν τό χάρισμά τους καί σίγουρα ποτέ δέν ἔδιναν γενικά γραμμή στούς ἀνθρώπους. Καί ὅμως λίγο-πολύ οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν κάθε γέροντα ὅτι εἶναι φωτισμένος καί διορατικός ἄρα ξέρει καί ἀποφαίνεται ὀρθῶς.
Δέν πρέπει, πιστεύω, νά δοῦμε ἐδῶ μία διαμάχη ἱερέων καί μοναχῶν-πνευματικῶν, ἀν και αὐτό εἶναι βέβαια μία ἔκφανση τοῦ ζητήματος τῆς σχέσης θεσμοῦ καί χαρίσματος. Πρέπει ἐξάπαντος νά κάνουμε τήν αὐτοκριτική μας καί νά δοῦμε γιατί ἱερεῖς καί μητροπολίτες ἔχουμε πέσει στά μάτια καί τήν ὑπόληψη τῶν χριστιανῶν, σέ ἀντίθεση μέ τούς μοναχούς πού ἐνσαρκώνουν τό αὐθεντικό, τό ἀσυμβίβαστο, τό γνήσιο;
Τό βαθύτερο, ὡστόσο, πρόβλημα εἶναι ἡ ἔλλειψη συνοδικότητας στήν βάση. Συνοδικότητα δέν ἀφορᾶ μόνο τούς ἐπισκόπους ἀφορᾶ πρωτίστως τήν τοπική Ἐκκλησία. Οἱ ἐκκλησιαζόμενοι ἀμφιβάλω ἐάν ἔχουν συναίσθηση ὅτι ἀποτελοῦν μία κοινότητα πού ἔχει ἐπικεφαλής τόν ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος περιστοιχίζεται ἀπό τό συμβούλιό του, πού τό ἀποτελοῦν οἱ ἱερεῖς. Ὁ ἐπίσκοπος ὅταν πηγαίνει στήν Σύνοδο μεταφέρει τό βίωμα, τήν κοινή συνισταμένη τῆς κοινότητάς του, μέ τήν προϋπόθεση βέβαια ὅτι τήν ἀφουγκράζεται, τήν συνοψίζει καί τήν ἀνακεφαλαιώνει στό πρόσωπό του. Ὁ Ἄγιος Κυπριανός Καρθαγένης ἔλεγε ὅτι ποτέ δέν πήρα ἀπόφαση προτοῦ συμβουλευθώ τούς ἱερεῖς μου καί ἀκούσω τόν λαό μου[5]. Ἄραγε οἱ προσωπικές ἐκτιμήσεις κάποιων ἐξ ἡμῶν τῶν ἱερέων ἤ κάποιων ἀξιοσέβαστων ἁγιορειτῶν πατέρων οἰ σχετικές μέ τήν πανδημία ἀφοροῦν σέ ἕνα τόσο μεῖζον ζήτημα πού ἀξίζει νά διασπάσει τήν ἑνότητα μίας κοινότητας ἤ τό σύνολο τῆς Ἐκκλησίας; Πῶς εἶναι δυνατόν ἡ προφητική ρήση τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ὅτι «δέν κινδυνεύει ἠ πίστη ἀλλά οἱ πιστοί» νά μή φανεῖ ἀδιάφορη σέ τόσους πιστούς, οἱ ὁποίοι κατηχοῦνται χρόνια τώρα ὅτι ὁ Βαρθολομαῖος εἶναι οἰκουμενιστής (χωρίς νά ξέρουν κιόλας τί σημαίνει οἰκουμενιστής!). Τά θέτω ὡς ἐρωτήματα γιά συζήτηση.
Ὑπάρχει έδῶ, κατά τήν γνώμη μου, πρόβλημα ταυτότητας. Πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Σέ ποιόν θά κάνω ὐπακοή; στόν πνευματικό μου; στό κατά πάντα ἀξιοσέβαστο ἀγιορείτη γέροντα; στήν Ἱερά Σύνοδο; Νομίζω ὅτι δέν τά ἔχουμε ξεκαθαρίσει αὐτά τά ἐρωτήματα.
Ἡ μαγική ἀντίληψη τῆς πίστης
Τό μεγάλο ἐρώτημα πού μονοπώλησε συζητήσεις ἐπί συζητήσεων εἶναι ἐάν κολλάει ὁ κορωνοϊός μέσα στόν Ναό. Δέν θά μποῦμε στόν κόπο νά ἐπαναλάβουμε αὐτονόητα πράγματα.
Τό πρόβλημα ἐδῶ εἶναι ὅτι ἔχουμε ἐδῶ καί πολλά χρόνια καλλιεργήσει μία μαγική ἀντίληψη γιά τήν πίστη καί τήν θρησκευτικότητα, σέ συνδυασμό μέ τήν ὑπάρχουσα πάντοτε τάση στόν ἄνθρωπο πρός τή δυσιδαιμονία. Ἡ πίστη βασίζεται σέ ἀνεξήγητα ὑπερφυσικά γεγονότα πού δέν χωροῦν ἀμφισβήτηση καί ἐξαντλεῖται στήν ἀποδοχή τους. Ἔχουμε ἀνεπίγνωστα διαπαιδαγωγήσει τούς πιστούς ὅτι ἀρκεῖ νά προσκυνήσουν μία θαυματουργή εἰκόνα, ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἐάν τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἔρχονται οἰ ἄνθρωποι καί μᾶς ζητοῦν ἁγιασμό, εὐχέλαιο, νά διαβάσουμε βασκανία ἤ μία εὐχή γιά να ξορκίσουμε το κακό, και δέν τούς ἐξηγοῦμε συχνά ὅτι αὐτά πάνε πακέτο μέ ἄλλα πράγματα. Πρός Θεοῦ, δέν εἶμαι εἰκονομάχος καί ἀσφαλῶς πιστεύω στην δύναμη του ἁγιασμοῦ! Μόνο πού αὐτά οἱ ἄνθρωποι τά βλέπουν ἀποκεκομμένα ἀπό τή ἐκκλησιαστική ζωή και ἐπιζητοῦν αὐτόματα ἀποτελέσματα ἀπό ἱερατικές πράξεις χωρίς οἱ ἴδιοι νά κάνουν κάτι ἄλλο.
Μαγική ἀντίληψη ὐπάρχει ἐκεῖ πού ἡ σχέση αἰτίου αἰτιατοῦ εἶναι αὐτόματη, ἕνας ἀλγόριθμος, κάτι πού συμβαίνει μέ τρόπο νομοτελειακό καί ἀναπόδραστο. Ἄς θυμηθοῦμε τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλους στήν Α΄ Κορινθ. 11, 27-32, ὅπου μιλᾶ γιά τίς συνέπειες ἀπό τήν θεία μετάληψη. Ὁ Ἀπόστολος ἀναφέρεται ὄχι μόνο γιά τή σχέση μεταξύ τῆς πνευματικῆς κατάστασης τοῦ πιστοῦ καί τῆς Εὐχαριστίας, ἀλλά καί γιά τήν παιδευτική δράση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Σχολιάζοντας αὐτό τό χωρίο ὁ θεολόγος Θανάσης Παπαθανασίου γράφει : «Ἄρνηση τοῦ μυστηρίου δέν συνιστᾶ μόνο ἡ ἀπόρριψη τοῦ μυστηρίου ἀλλά καί τό στρίμωγμά του στό τσεπάκι τοῦ θρησκευόμενου. (…) Ἄν οἱ Κορίνθιοι ἀπαντοῦσαν στόν Παῦλο ὅτι ἀποκλείεται νά κολλήσουν, ἐπειδή πρόκειται γιά σῶμα καί αἷμα τοῦ Χριστοῦ κλπ., ἁπλῶς θά φανερωνόταν ὅτι ὑπέτασσαν τό ζωντανό Θεό στήν εὐημερία, θεωρώντας τον δεσμευμένο στήν ἐξασφάλισή της, βρέξει-χιονίσει. Ὄμως ἕνας Θεός μή-ἐλεύθερος, δέν εἶναι ὁ ὄντως Θεός. Ἀντιθέτως, μία φράση τοῦ τύπου «θά κοινωνήσω, κι ὁ Θεός βοηθός» εἶναι σύστοιχη πρός τό μυστήριο, ἐφ΄ὅσον δηλώνει αὐτοπαράδοση στόν ζωντανό Θεό.»[6]
Μοιάζει σάν νά μήν ἔχουμε περάσει στούς ἀνθρώπους τό δίδαγμα τοῦ 2ου πειρασμοῦ στό κατά Ματθαῖον «οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τόν Θεόν σου» (Ματθ. 4, 7). Ἄραγε τί ρόλο διαδραματίζει ἡ Καινή Διαθήκη στήν ποιμαντική μας; Πόσο ἡ Γραφή διαποτίζει τήν θρησκευτικότητα τῶν ἀνθρώπων; Ἄν θέλουμε καί πάλι νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς μέ τούς ἐαυτούς μας, ἡ μαγική θρησκευτικότητα εἶναι πιό εὔκολη καί γιά τούς πιστούς καί γιά ἐμᾶς, πιό προσοδοφόρα γιά ἐμᾶς καί πιό ἑλκυστική γιά αὐτούς. Ἄλλο ἕνα, λοιπόν, ποιμαντικό ζήτημα πού πρέπει νά συζητήσουμε.
Σχέση Ἐκκλησίας καί κοινωνίας
Ἕνα κεφάλαιο τῶν συζητήσεων γιά τήν πανδημία ἦταν ἡ θεωρούμενη ἐχθρική στάση τῆς πολιτείας πού ἔκλεισε τίς ἐκκλησίες. Τό ζήτημα πού ὑφέρπει ἐδῶ δέν εἶναι μόνο οἱ σχέσεις Κράτους-Ἐκκλησίας, ἡ δῆθεν συνωμοσία γιά νά πληγεῖ ἡ Ὀρθοδοξία, οἱ ἄθεοι πού τά βάζουν μέ τήν Ἐκκλησία. Προφανῶς καί ὑπάρχει ἀνιεκκλησιαστική προκατάληψη, μία ἀντιθρησκευτική καί ἀντικληρική κουλτούρα πού περιγελᾶ τήν θρησκευτικότητα. Τήν προηγούμενη μόλις ἑβδομάδα ὁ Ἁγιασμός γιά τά ἀεροπλάνα ραφάλ ἔγινε ἀντικείμενο κοροϊδίας ἀπό «προοδευτικούς» ἀρθογράφους, θεωρήθηκε ὅτι δέν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπό μεσαιωνικός σκοταδισμός καί θύμα του μία πολιτεία δεμένη ἀπό τήν θεοκρατία[7].
Πέρα ἀπό ὅλα αὐτά, τό σημαντικό ζήτημα εἶναι ἡ σύγχυση πού ἀνομολόγητα κυριαρχεῖ στό μυαλό μας μεταξύ πιστῶν καί πολιτῶν τῆς ὀρθόδοξης Ἑλλάδας. Ὅπως τό ἔγραψε πάλι ὁ Παπαθανασίου «Ἡ ἐκκλησιαστική κοινότητα δέν ταυτίζεται μέ τήν ὅλη κοινωνία. Αὐτό εἶναι μία ἁπλή ἀλήθεια, καθόλου καινούργια, τήν ὁποία ὅμως δέν κατανοοῦν πολλοί ἐκκλησιαστικοί, οἱ ὁποίοι καί θεωροῦν αὐτοδικαίως ποίμνιό τους ὁλόκληρη τήν κοινωνία»[8]. Αὐτή ἡ ταύτιση συμβαίνει συχνά στίς παραδοσιακά ὀρθόδοξες χῶρες. Ἄς τό ἀναφέρουμε πολύ τηλεγραφικά ὅτι ἐδῶ ὑπάρχει ἡ θεολογική συζήτηση γιά τή σχέση Ὀρθοδοξίας καί νεωτερικότητας ἤ μετανωτερικότητας, δηλαδή τό πρόβλημα ὅτι τό μοντέλο τῆς σχέσης Ὀρθοδοξίας καί κοινωνίας εἶναι προνεωτερικό, δηλαδή δέν περιλαμβάνει τήν χειραφέτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν θρησκευτική ὀργάνωση τῆς κοινωνίας[9]. Στό συλλογικό μας ὑποσυνείδητο ὑπάρχει ἕνα βυζαντινό μοντέλο ἁρμονικῆς σχέσης Ἐκκλησίας καί Πολιτείας πού ὅμως εἶναι ἐξιδανικευμένο. Ξεχνάμε ὅτι τόν Μέγα Ἀθανάσιο ἤ τόν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο τούς ἐξόρισαν οἱ «εὐσεβέστατοι» αὐτοκράτορες.
Γιά νά ἔρθουμε στό σήμερα καί στήν ποιμαντική μας, ἄραγε στήν διδασκαλία μας ἤ στίς συζητήσεις μας λαμβάνουμε ὑπ΄ὄψιν μας ὅτι ἡ πίστη μας δέν εἶναι πασιφανής καί δεσμευτική γιά τούς πάντες; Μοῦ ἔλεγε σέρβος φίλος, στην πρώτη καραντίνα, ὅτι ἕνας κοσμικός δέν καταλαβαίνει γιατί νά ἐπιτρέπεται στόν χριστιανό νά πάει στήν ἐκκλησία του καί αὐτοῦ νά τοῦ ἀπαγορεύεται νά πάει στό θέατρο. Ζοῦμε σέ μία ἐκκοσμικευμένη κοινωνία καί τά ἐπιχειρήματά μας ἐντός Ἐκκλησίας δέν μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν στούς ἐκτός. Ἕνα θέμα πού πρέπει νά συζητήσουμε εἶναι πῶς ἡ γλώσσα πού θά χρισημοποιήσουμε μπορεῖ νά φέρει κάποιους ἀπό τούς ἐκτός ἐντός…
Ἀφοῦ διευκρινήσουμε τό θέμα κοινότητες καί κοινωνία, μποροῦμε νά ἀγγίξουμε ἕνα παρεμφερές πού ἀφορᾶ τή σχέση Ἐκκλησίας καί κοινωνίας: ἡ ἀχρείαστη ἀγωνιστικότητα καί καχυποψία. Θά παραθέσω πάλι τό ἴδιο ἄρθρο τοῦ π. Βασιλείου.
«Η περιπέτεια της πανδημίας ανέδειξε και το φαινόμενο ενός αριθμού χριστιανών οι οποίοι είναι με τα πάντα καχύποπτοι. Κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο καχύποπτος. Εδώ όμως πρόκειται για συλλογικό φαινόμενο: κάποιοι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να είναι αρνητικοί με όλους και με όλα. Δεν μπορεί οι πολιτικοί να μην είναι διεφθαρμένοι, αποκλείεται στα μέσα ενημέρωσης να ακουστεί κάποια αλήθεια, όλοι είναι δέσμιοι συμφερόντων, όλοι έχουν δόλιους σκοπούς, πίσω από όλα κρύβονται οι μασόνοι κλπ. Κι αυτή η ακραία κακοπιστία, αυτή η μαζική κατάκριση των πάντων, εκλαμβάνεται ως χριστιανική αρετή. Από ανθρώπους οι οποίοι κατά τα άλλα μπορεί να διαβάζουν ή να γράφουν πολλά περί κατακρίσεως. Δεν ακούσαμε για παράδειγμα να αναδεικνύεται σε αυτή την κρίση και να επαινείται η ηθική διάσταση των επιλογών που έγιναν: οι κυβερνήσεις θυσίασαν τις οικονομίες τους και τα συμφέροντα μεγάλων εταιριών για να σώσουν κυρίως αυτούς που αν οι αποφάσεις λαμβάνονταν με στεγνά οικονομικά κριτήρια θα κινδύνευαν να θεωρηθούν μη αναγκαίοι, άχρηστοι ή και επιζήμιοι, τους ηλικιωμένους. Γιατί να μην προβληθεί μία φορά και κάτι θετικό;»
«Συναφής και η «αγωνιστικότητα» με την οποία έχουν εμποτισθεί κάποιοι χριστιανοί. Αγωνιστικότητα εναντίον του κράτους, των αθέων κλπ. Είναι βέβαια αυτό ένα εύκολο υποκατάστατο της αληθινής αγωνιστικότητας, η οποία πρέπει να διακρίνει την ζωή των χριστιανών: του αγώνα ενάντια στον εγωισμό, στα πάθη, τον αγώνα για τον αγιασμό. Προσφέρει την ψευδαίσθηση του χριστιανού μαχητή, αλλά δεν οδηγεί τελικά πουθενά. Ή μάλλον οδηγεί σε μια αχρείαστη μεγαλύτερη περιθωριοποίηση της εκκλησίας. Αλλά αυτό φαίνεται ότι είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό κάποιων ανθρώπων: δεν μας ενδιαφέρει η κοινωνία, δεν μας νοιάζει αν ο άλλος χαροπαλεύει στην εντατική, αν όλοι αυτοπεριορίζονται, αν έχασαν τις δουλειές τους, αν έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους, αν έκλεισαν τα σχολεία. Μας ενδιαφέρει μόνο να φαντασιωνόμαστε διωγμούς, επειδή χρειάστηκε να υπάρξουν περιορισμοί και στις εκκλησίες.»
Εἶμαι σίγουρος ὅτι ὅλοι παρατηροῦμε τό φαινόμενο αὐτό στό ποίμνιό μας ἐάν δέν εἴμαστε καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θύματά του. Σέ ἀνύποπτο χρόνο, ὁ Ποιμενάρχης μας προειδοποιοῦσε γιά αὐτή τήν γενικευμένη καχυποψία, ὡς μία προβληματική πνευματική τάση. Νομίζω τό κείμενο τοῦ π. Βασιλείου μᾶς δίνει ἀρκετό ὑλικό γιά προβληματισμό καί διάλογο. Προϋπόθεση εἶναι νά ξεκαθαρίσουμε μέσα μας ὅτι ὁ δημόσιος χῶρος δεν ταυτίζεται μέ τόν ἐκκλησιαστικό.
Κοιτώντας το μέλλον
Κατά τήν περίοδο αὐτή ἔρχονται πολύ συχνά στόν νοῦ μου τά λόγια τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου πού εἶχα συναντήσει καί τά χρησιμοποίησα στον χειροτονητήριο λόγο μου. Ἡ ἱερωσύνη, ἡ διακονία μας, ἡ ποιμαντική συνιστᾶ κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο «τέχνη τις τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν, ἄνθρωπον ἄγειν, τό πολυτροπώτατον ζῶον καί ποικιλώτατον»[10]. Πράγματι, μέ ἀφορμή τήν πανδημία νοομίζω ὅλοι διαπιστώσαμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὄχι μόνο «ζῶον θεούμενον» πού λέγει ὁ Καβάσιλας ἀλλά καί «πολυτροπώτατον καί ποικιλώτατον» καί γιά νά τόν καθοδηγήσεις ἀπαιτεῖ πολύ τέχνη. Μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, βέβαια, ὅλα εἶναι δυνατά.
Κλείνοντας αὐτή τήν παρουσίαση, εἶμαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχουν διδάγματα ἀπό τήν περιπέτεια αὐτή χρήσιμα γιά τήν ποιμαντική μας. Το πρόβλημα, ἡ ὑγειονομική κρίση εἶναι ἀκόμα ἐδῶ! Ποιες θα ἦταν οἱ προτάσεις πού θά μπορούσαμε να κάνουμε γιά νά προσαρμόζουμε τήν ποιμαντική μας διακονία;
Πρῶτα πρῶτα, μοῦ φαίνεται ὅτι πρέπει νά σκεφτοῦμε ὅλοι μας τί πήγε στραβά τά προηγούμενα χρόνια. Χρειάζεται μία διάγνωση ὥστε νά ἀκολουθήσει θεραπεία. Ὅσα καταγράφηκαν ἐδῶ δέν εἶναι μία μίζερη περιγραφή τῆς πραγματικότητας. Ἀσφαλῶς καί δέν εἶναι ὅλα μαῦρα. Ἀσφαλῶς καί γίνεται πολύ εὐλογημένη καί ἐξαιρετική ποιμαντική ἐργασία. Σκοπός ὅμως δέν ἦταν ὁ αὐτοθαυμασμός ἀλλά ἠ διόρθωση καί τελειοποίηση.
Πρός τήν κατεύθυνση αὐτή, ἡ ἐμπειρία τῆς πανδημίας νομίζω μᾶς καλεῖ νά μάθουμε νά προσαρμόζουμε τήν ποιμαντική μας στα δεδομένα καί τίς συνθῆκες μίας παγκοσμοποιμένης κοινωνίας πού ἀλλάζει μέ φρενήρεις ρυθμούς. Ἀφοῦ διακρίνουμε κάθε φορά «τά σημεῖα τῶν καιρῶν» καλούμαστε νά ξεκαθαρίσουμε τους ποιμαντικούς μας στόχους.
Τέλος, λυδία λίθος τῆς ποιμαντικῆς εἶναι πάντοτε ἡ ἀγάπη. Ὅπως εἰπώθηκε «ἁγίους πού ποτέ δέν κοινώνησαν ἔχουμε, ἁγίους ὅμως πού δέν ἀγάπησαν ὄχι»[11]. Στήν Ὀμάδα μας κάποιος ἀπό τούς πατέρες εἶπε τά ἑξῆς: «Η αγάπη είναι εφευρετική. Το ποιμαντικό μας οπλοστάσιο έχει πολλά «όπλα». Μπορούμε κάλλιστα να διακονήσουμε τον συνάνθρωπό μας μέσω της προσευχής. Μπορούμε να είμαστε ενεργοί ακροατές του πόνου, της αγωνίας και της θλίψης, σε μια εποχή που μόνο να μιλάμε θέλουμε. Επίσης ένα απλό τηλεφώνημα, ένα μήνυμα, μια επίσκεψη με τα απαραίτητα προστατευτικά μέτρα, ένα χαμόγελο, ένας μορφασμός θαυμασμού, έχουν αφάνταστη δύναμη διότι φανερώνουν ότι κάποιος ενδιαφέρεται για τον ασθενή. Το να τηρούμε τα απαραίτητα προστατευτικά μέσα και να συμβουλεύουμε και τους άλλους να κάνουν το ίδιο, είναι και αυτό μια μορφή ποιμαντικής φροντίδας σε ημέρες πανδημίας. Άλλωστε οι ασθένειες δεν εμφανίστηκαν τώρα. Υπήρχαν και θα υπάρχουν και τα μέτρα προστασίας έχουν ουσιαστική σημασία για την προστασία μας».
Ἡ χριστιανική ἀγάπη εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ σταυρωμένη ἀγάπη. Ἡ ἱερωσύνη παραμένει καθημερινός σταυρός, ὅσο καί ἄν ὁ πειρασμός τῆς ἄρνησης αὐτοῦ τοῦ σταυροῦ καραδοκεῖ. Ὅπως εἶχε γράψει ὁ π. Μιχαήλ Καρδαμάκης, «Τό νά εἶσαι ἱερέας σημαίνει ὅτι εἶσαι ἕνας ἀληθινός ποιμένας πού σταυρώνεται ἀπό ἀγάπη. Καί ἀγάπη σημαίνει νά μήν ἔχεις δική σου ζωή καί ὅλη ἡ ζωή σου νά εἶναι ἠ σωτηρία τῶν ἄλλων.»[12] Τό εἶχε τονίσει ὁ ἱερός Χρυσόστομος «τοῦτο ἀρχή, τοῦτο ποιμαντική ἐπιστήμη, τό τά αὐτοῦ παρορᾶν καί τά τῶν ἀρχομένων μεριμνᾶν»[13]. Σε μία καρδιακή ὁμιλία του, ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ἔλεγε μιλώντας γιά τήν ποιμαντική διακονία του κάτι πού ἀπευθύνεται σέ ὅλους μας: «φορτώσου τό φορτίο τῶν ἀνθρώπων.(…)» καί συνέχιζε «Φορτώσου τό φορτίο τους σημαίνει νιῶσε πώς δέν εἶναι τά λόγια ἀλλά ἡ ἀγάπη αὐτή πού πείθει. Ὄχι ἡ ἀγάπη πού εἶναι στά χείλη σου, ἀλλά αὐτή πού εἶναι στήν καρδιά σου. Αὐτή γίνεται ἀντιληπτή καί μέσα στό ἀπόλυτο σκοτάδι του. Ἡ τρυφερότητά σου αὐτή μόνο μπορεῖ νά μιλάει καί νά ἀκούγεται»[14].
Τελιώνοντας θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω τόν Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη μας γιά τήν τιμή νά λάβω τό λόγο ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ σώματος τῶν πρεσβυτέρων τῆς Μητροπόλεώς μας. Ἐπίσης, θά ἤθελα νά ζητήσω ἀπό ὅλους συγγνώμη ἐάν ὁ λόγος μου ὐπῆρξε σέ κάποια σημεῖα ἄκομψος ἤ ἐπικριτικός. Σᾶς διαβεβαιῶ ὅτι δέν εἶχε στόχο κανέναν ἀπό τούς πατέρες. Μοναδικός σκοπός ἦταν νά προβληματίσω καί νά «προκαλέσω»μία γόνιμη καί ἐποικοδομιτική συζήτηση.
Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τήν προσοχή σας.
Εὔχεστε !
[1] Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος Ἀπολογητικός τῆς εἰς Πόντον φυγῆς, ΕΠΕ τ.1, σ.102.
[2] Βλέπε γιά πολλά ἀπό τά θέματα αὐτά τήν ἔκδοση, συλλογικό τόμο, τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου: Καιρός τοῦ ποιήσαι, Η Ορθοδοξία ενώπιον της πανδημίας του κορωνοϊού, επιμ. Ν. Ασπρούλης και N. Wood, Εκδοτική Δημητριάδος, 2020.
[3] π. Βασιλείου Χαβάτζα «Τά ὑποκείμενα νοσήματα τῆς Ἐκκλησίας», https://www.thepresident.gr/2021/10/04/ta-ypokeimena-nosimata-tis-ekklisias-grafei-o-p-vasileios-chavatzas/ (προσπελάστηκε 24/1/2022)
[4] Φ. Ντοστογιεέφσκυ, Ἀδελφοί Καραμάζωφ τ. Β΄ , μετ. Ἄ. Ἀλεξάνδρου, Γκοβόστης, σσ. 99-121 (κυρίως σ. 104-105, 109).
[5] Βλ. Ep. 14, 4 και Ep. 19, 2, 2, CCSL 3B. Μία ἀνάλυση: Miltos Amphilochios, Collégialité et Synodalité, vers une compréhension commune entre catholiques et orthodoxes, Paris, Éditions du Cerf, 2019, collection « Unam sanctam, nouvelle série » 7, σ. 336-341.
[6] Θανάσης Παπαθανασίου, «Τρεῖς σημιεώσεις γιά τό εἰδύλλιο πανδημίας καί πανδαιμόνιου», Σύναξη, 156, 2020, σ. 38-39.
[7] Τό ζήτημα εἶναι εὑρύτερο. Αὐτό πού σημειώνεται ἐδῶ εἶναι ἡ τάση ὅ,τι ἐκκλησιαστικό νά εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ σκοταδισμός.
[8] Ὅπ. π. σ. 41.
[9] Μέ τό θέμα ἔχει βαθιά ἀσχοληθεῖ ἡ Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν τῆς Μητροπόλεώς μας. Βλ. ἐνδεικτικά: Παντελῆ Καλαϊτζίδη, Ὀρθοδοξία καί Νεωτερικότητα, Προλεγόμενα, Ἴνδικτος, 2007.
[10] Ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Β′, PG 35, 425A (ΕΠΕ 1, 94).
[11] Θ. Παπαθανασίου, ὅπ. π. σ. 43.
[12] π. Μιχαήλ Καραδαμάκης, Ἐκκλησία ἡ ὠραιωθεῖσα ἀγάπη, Μαΐστρος, σ. 71.
[13] Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τόν ΡΙΓ΄Ψαλμόν, Migne P.G 55, 306.
[14] Ἀρχιεπ. Χριστοδούλου, Ἔργα, τομος Γ΄, Μηνύματα Ποιμαντικῆς εὐθύνης, Ἱ. Μ. Δημητριάδος, Ἐκδ. Ὀργανισμός Π. Κυριακίδη, Ἀθήνα 2010, σ. 56.