Dogma

Μητρόπολη Πειραιώς: Η είσοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Π.Σ.Ε. συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεως

Παραβίαση της κανονικής τάξεως της Εκκλησίας και αθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της συνιστά η είσοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, σύμφωνα με το σχετικό κείμενο που εξέδωσε το Γραφείο Αιρέσεων και Παραθρησκειών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς. "Πρέπει να καυχώμαστε ή να θρηνούμε για την είσοδο ορθοδόξων εκκλησιών στο ΠΣΕ", θέτει ως ερώτημα η Μητρόπολη Πειραιώς μέσω του Γραφείου Αιρέσεων.

Η ανακοίνωση του Γραφείου Αιρέσεων και Παραθρησκειών της Ι.Μ. Πειραιώς: 

Όπως είναι ήδη γνωστό ο παγκόσμιος Οικουμενισμός αποτελεί για την Εκκλησία του Χριστού στους τραγικούς και εσχατολογικούς καιρούς μας το χειρότερο σύστημα πλανών, που αντιμετώπισε ποτέ η Εκκλησία στην δισχλιόχρονη ιστορική της πορεία. Πολλοί άγιοι και μεγάλες θεολογικές μορφές του 20ου αιώνος επεσήμαναν την παρουσία και καταστρεπτική του δράση μέσα στον χώρο της Ορθοδοξίας. Ένας εξ’ αυτών, ο νεοφανής άγιος της Σερβικής Εκκλησίας και ομολογητής αρχ. Ιουστίνος Πόποβιτς έγραψε στο περισπούδαστο σύγγραμμά του με τίτλο «Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός», ότι «ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα δια τους ψευδοχριστιανισμούς, δια τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης». (Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 224). Ιδιαίτερο κίνδυνο για την Ορθοδοξία μας δεν αποτελεί τόσο ο κυκεώνας, το μωσαϊκό των αιρέσεων και των πλανών, που στεγάζονται στο οικοδόμημα αυτής της παναίρεσης, όσο κυρίως οι «δικοί» μας «Ορθόδοξοι», Πατριάρχες, Αρχιεπίσκοποι, Επίσκοποι, κληρικοί όλων των βαθμίδων, μοναχοί, και λαϊκοί θεολόγοι, οι οποίοι έχουν δεθεί στο άρμα του Οικουμενισμού, οδηγώντας στον όλεθρο πλήθος ψυχών.

Με πολλή καύχηση ομιλούν οι θιασώτες του οικουμενισμού για την είσοδο, (ως μελών), Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.) από το 1948 και εντεύθεν, με πρωτοπόρο, πάντοτε, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Με πολλά επίσης επαινετικά σχόλια αναφέρονται και στις γνωστές Πατριαρχικές Εγκυκλίους του 1902, 1904 και 1920 που εξέδωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο προς όλες τις τότε τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, τις οποίες προβάλλουν, (με δημοσιεύσεις και Ημερίδες), ως ιστορικά μνημεία Ορθοδόξου συμβολής στην πανχριστιανική ενότητα και «ορόσημα στην ιστορία της οικουμενικής κίνησης». Ιδιαιτέρως τονίζουν τον οικουμενικό ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου είς ό,τι αφορά την υπόθεση της αποκαταστάσεως της Διαχριστιανικής Ενότητος και ότι το Φανάρι δεν μπορεί να μένει απαθές απέναντι στις εξελίξεις και στο Διαχριστιανικό Διάλογο, αλλά, αντιθέτως, θα πρέπει να προβάλλει τη δική του συμβολή, ώστε η παρουσία των Ορθοδόξων Εκκλησιών στους διαχριστιανικούς οργανισμούς να είναι επίκαιρη, ουσιαστική και εποικοδομητική. Ισχυρίζονται ότι η συμβολή αυτή, έγινε εμφανής με τις ως άνω Πατριαρχικές Εγκυκλίους, ώριμος καρπός των οποίων υπήρξε και η είσοδος, (ως ιδρυτικό μέλος), του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Π.Σ.Ε., στην πρώτη Γενική συνέλευση του παναιρετικού αυτού οργανισμού, (όπου, ως γνωστόν, κυριαρχεί ασφυκτικά ο Προτεσταντισμός με τις εκατοντάδες παραφυάδες – μέλη του), στο Άμστερνταμ, το 1948. Θεωρούν δε την ένταξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Π.Σ.Ε., (όπως αργότερα και άλλων τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών), επαινετή, επιβεβλημένη και σύμφωνη με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία.

Ωστόσο το καυτό ερώτημα που εν προκειμένω τίθεται από πολλούς είναι, αν η καύχηση, με την οποίαν ομιλούν τόσο για τις παρά πάνω πατριαρχικές Εγκυκλίους, όσο και για την ένταξη στο Π.Σ.Ε., δικαιολογείται. Στις γραμμές που ακολουθούν, θα παραθέσουμε συνοπτικά γνώμες και κρίσεις, (μερικές μόνον από τις πολλές), άγιων της εποχής μας και μεγάλων θεολογικών προσωπικοτήτων, που ασχολήθηκαν εις βάθος με τα παρά πάνω θέματα, ώστε να μη θεωρηθούν οι σχολιασμοί μας προσωπικές απόψεις του Γραφείου Αιρέσεων και άρα ανάξιες προσοχής.

Και ας έρθουμε κατ’ αρχήν στο θέμα της εισόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Π.Σ.Ε. και της συμβολής του στην ίδρυσή του. Διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι δήθεν με την Εγκύκλιο, του 1920, το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνέβαλλε ώστε το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών να ιδρυθεί ως μία θεσμική έκφραση της «Κοινωνίας των Εκκλησιών», αλλά και να εξευρεθούν τρόποι προσέγγισης και συνεργασίας των Χριστιανικών Εκκλησιών. Ο αείμνηστος καθηγητής του Κανονικού Δικαίου στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κων. Μουρατίδης θεωρεί ότι αυτή καθ’ εαυτήν η ένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Π.Σ.Ε. και η συνύπαρξη και συνεργασία της με το συνονθύλευμα των αιρέσεων του Π.Σ.Ε., συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεώς της και αθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της, συνιστά «μίξιν άμικτον και τέρας αλλόκοτον». Στο μνημειώδες και περισπούδαστο έργο του με τίτλο: «Οικουμενική Κίνησις. Ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας», γράφει: «Η αλλόκοτος και τερατώδης και καταλυτική της ορθοδόξου κανονικής τάξεως και Ιεράς Παραδόσεως συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το Παγκόσμιον Συνοθύλευμα των Αιρέσεων συνιστά την μεγίστην παγίδα του Αντικειμένου εν τη ιστορία της στρατευομένης Εκκλησίας του Χριστού, προς διάβρωσιν και αποσύνθεσιν του απολυτρωτικού έργου της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας…Αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της συμμετοχής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας εις το συνονθύλευμα των αιρέσεων του Π.Σ.Ε. προσκρούει ‘α πριόρι’ και εξ’ απόψεως αρχής εις τεράστια και τουτ’ αυτό ανυπέρβλητα εμπόδια, προερχόμενα εξ’ αυτής της φύσεως και του χαρακτήρος της Εκκλησίας, ως της μιάς, αγίας καθολικής και αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας».[1] Πάνω στο ίδιο θέμα ο μεγάλος σύγχρονος άγιος και ομολογητής Ιουστίνος Πόποβιτς, πρώην καθηγητής της Δογματικής στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου παρατηρεί: «Ήτο άραγε απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό το πανάχραντον Θεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χριστού, να ταπεινωθεί τόσον τερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποί της θεολόγοι, ακόμη και Ιεράρχαι, να επιζητούν την οργανικήν μετοχήν και συμπερίληψιν εις το Π.Σ.Ε.; Αλλοίμονον, ανήκουστος προδοσία!».[2] Ο πρωτ. π. Θεοδώρος Ζήσης, ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. προσθέτει: «…Ούτε έπρεπε από την αρχή να μετάσχουμε, ούτε τώρα αμετανοήτως να συνεχίζουμε να μετέχουμε του Π.Σ.Ε. και των άλλων οικουμενιστικών θεσμών και διαλόγων, γιατί αυτή η συμμετοχή μας ακυρώνει το Ευαγγέλιο, προσβάλλει τους μάρτυρες, διαφωνεί με τους αγίους Πατέρες, αποτελεί πρωτοφανή καινοτομία στη ζωή της Εκκλησίας ανά τους αιώνες και είναι μέρος του παιχνιδιού της Βαβυλώνος της μεγάλης».[3]

Ισχυρίζονται επίσης ότι οι ως άνω μνημονευθείσες Πατριαρχικές Εγκύκλιοι, αποτελούν τον χρυσούν κανόνα και την οριακή έκφραση ενός Ορθοδόξου Οικουμενισμού, γι’ αυτό και κατέστησαν ορόσημο στην ιστορία της Οικουμενικής Κίνησης και απετέλεσαν τον Καταστατικό Χάρτη για τον καθορισμό της στάσης που έπρεπε να τηρήσει στο μέλλον η Ορθόδοξη Εκκλησία στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κίνησης. Ο μακαριστός πρωτ. κυρός Γεώργιος Μεταλληνός, τέως ομότιμος καθηγητής και κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρατηρεί ότι «οι χριστιανικές αιρέσεις της Δύσεως καλούνται, [στην Εγκύκλιο του 1902], ‘αι δύο μεγάλες του Χριστιανισμού αναδενδράδες’, μία έκφραση που παραπέμπει στην οικουνενιστική θεωρία των κλάδων και τούτο μάλιστα χωρίς καμμία και στο ελάχιστο, κίνηση επιστροφής του προτεσταντικού κόσμου στην εκκλησιαστικότητα και ενώ 32 χρόνια πρίν είχε δογματιστεί το παπικό αλάθητο στην Α΄ Βατικανή».[4]

Το 1920 το Οικουμενικό Πατριαρχείο απηύθυνε νέα Εγκύκλιο επιστολή «Προς τας απανταχού εκκλησίας του Χριστού», η οποία ουσιαστικά είχε τον ίδιο σκοπό όπως και οι προηγούμενες του 1902 και 1904. Ήταν ένα κάλεσμα για άνοιγμα, διάλογο και συνεργασία της Ανατολής με την Δύση. Είναι άξιο προσοχής, ότι στην Εγκύκλιο αυτή για πρώτη φορά χαρακτηρίζονται επισήμως οι αιρετικοί, (Παπικοί και Προτεστάντες), ως «Εκκλησίες», που δεν είναι αποξενωμένες από την (Ορθόδοξη) Εκκλησία, αλλά «συγκληρονόμους και συσσώμους της επαγγελίας του Θεού εν Χριστώ». Συνιστούσε να «αναζωπυρωθή και ενισχυθεί προ παντός η αγάπη μεταξύ των Εκκλησιών, μη λογιζομένας αλλήλας ως ξένας και αλλοτρίας, αλλ’ ως συγγενείς και οικείας εν Χριστώ και συγκληρονόμους και συσσώμους της επαγγελίας του Θεού εν Χριστώ».[5] Η μέχρι τότε αταλάντευτη εμμονή και πιστότης στην αγιοπατερική και Κανονική Παράδοση περί της ταυτίσεως της Ορθοδοξίας με την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αρχίζει πλέον να εγκαταλείπεται. Για την αλλαγή αυτή ορισμένοι ερευνητές επικαλούνται «την ασφυκτική θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία»[6]. Άλλοι προβάλλουν τα δεινά που προκάλεσε ο πρόσφατος Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.[7] Άλλοι αποδίδουν το άνοιγμα αυτό του Οικουμενικού Θρόνου προς την Δύση «ως αίτημα των καιρών και κυρίως των πολιτικών σχέσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τις Δυτικές Κυβερνήσεις»[8]. Άλλοι δέχονται ότι με την Πατριαρχική Εγκύκλιο του 1920 το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέφρασε την πεποίθησή του ότι μόνο με μία συνεργασία σε παγκόσμιο επίπεδο θα μπορούσαν οι Εκκλησίες να αντισταθούν στους ισχυρούς της εποχής. Μ’ άλλα λόγια η Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού δεν είναι ικανή να αντιμετωπίσει με την πανσθενουργό δύναμη του δομήτορός της Ιησού Χριστού τις δυνάμεις τους σκότους, αλλά είχε ανάγκη από τη συνεργασία με τους ετεροδόξους αιρετικούς, για να αντισταθεί και υπερνικήσει τους «ισχυρούς της εποχής». Ο ομότιμος καθηγητής π. Θεόδωρος Ζήσης αναφερόμενος στις παρά πάνω αιτιάσεις, που προσπαθούν να δικαιολογήσουν τον εκτροχιασμό της Πατριαρχικής Εγκύκλιου του 1920, δίδει μια όντως αποστομωτική απάντηση: «Η επίκληση ιστορικών αλλαγών, νοοτροπίας, εποχής, εκκλησιαστικών συμφερόντων, δυσμενών ιστορικών συνθηκών, οι οποίες δήθεν επιβάλλουν τα οικουμενιστικά ανοίγματα, δεν έχει κανένα θεολογικό και ιστορικό έρεισμα. Ουδέποτε η Εκκλησία βρέθηκε σε χειρότερη κατάσταση από την σκληρή εποχή των διωγμών κατά τους τρεις πρώτους αιώνες. Τότε δεν ανέδειξε οικουμενιστάς κληρικούς και θεολόγους, για να την προσαρμόσουν και να την εκκοσμικεύσουν, ταυτίζοντάς την με τις αιρέσεις και τις άλλες θρησκείες, αλλά μάρτυρας και ομολογητάς. Η ανθρώπινες συμμαχίες και η ανθρώπινη ισχύς αφαιρούν την θεϊκή συμμαχία, ‘κενώνουν’, αδειάζουν την δύναμη του σταυρού και εξασθενούν την Εκκλησία…».[9]

Πάντως πέρα από το γεγονός, ότι η αναγνώριση, στην Εγκύκλιο αυτή, των ετεροδόξων αιρετικών κοινοτήτων ως κανονικών Εκκλησιών συνιστά σοβαρότατο ολίσθημα και σαφή παρέκκλιση από την κανονική και πατερική μας Παράδοση, η επίκληση όλων των παραπάνω λόγων, πολιτικής βασικά και κοινωνικής υφής, δεν δικαιώνουν το άνοιγμα αυτό του Πατριαρχείου, διότι αλλοίμονο αν η Εκκλησία προσδιορίζει τις όποιες ενέργειές της με κοσμικά, πολιτικά και κοινωνιολογικά κριτήρια και όχι με καθαρά θεολογικά, με γνώμονα δηλαδή την Αγία Γραφή και το Ιερό Πηδάλιο. Στην περίπτωση αυτή εκτροχιάζεται, εκκοσμικεύεται και εκπίπτει της αποστολής της.

Ισχυρίζονται ακόμη ότι με τήν Εγκύκλιο του 1920 αναγνωρίστηκε μία μορφή εκκλησιαστικότητος σ’ αυτές τις ‘αναδενδράδες’, ως αποσχισμένα από την Ορθόδοξη Εκκλησία σώματα. Ο όρος «μορφές εκκλησια­στι­κό­τητος», είναι σαφώς επηρεασμένος από την νέα δογματική περί Εκκλησίας διδασκαλία, που καθιέρωσε η Β΄ Βατικανή Σύνοδος, (1962-1965), η οποία υιοθέτησε νέα αντίληψη περί Εκκλησίας και δέχθηκε, ότι στην Εκκλησία του Χριστού υπάρχουν πολλά επίπεδα εκκλησιαστικότητος, ή πολλοί βαθμοί εκκλησιαστικής πληρότητος. Η νέα αυτή Εκκλησιολογία είναι, βεβαίως, άγνωστη στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία μας, ούτε μαρτυρείται σε κάποιον από τους αγίους Πατέρες μας.[10]

Θεωρούν επίσης ότι η Εγκύκλιος του 1920 επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα για μία κοινή πορεία προς τον οικουμενικό διάλογο με σκοπό την ενότητα των Χριστιανών. Κατά κόρον τονίζουν οι πατριαρχικοί κύκλοι (και όχι μόνον), τον ενοποιητικό ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην υπόθεση της πανχριστιανικής ενότητος, προβάλλοντας τις πατριαρχικές Εγκυκλίους και την είσοδό του στο Π.Σ.Ε. Παραθεωρούν όμως το γεγονός, ότι ο ενοποιητικός αυτός ρόλος τότε μόνον είναι θεάρεστος και σύμφωνος με το θέλημα του Θεού, όταν δεν διακυβεύεται και δεν διασπάται η ενότητα στην κατακόρυφη διάστασή της, δηλαδή η ενότητα της στρατευομένης, (Ορθοδόξου), Εκκλησίας με την θριαμβεύουσα. Η διάσπαση αυτή μοιραίως επέρχεται, όταν επιχειρείται μια ενότης οικουμενιστικού τύπου, δηλαδή πάρα τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές με τους ετεροδόξους. Δυστυχώς εκείνο που μπορούμε να συμπεράνουμε τόσο από το περιεχόμενο των Πατριαρχικών Εγκυκλίων, όσο και από πολλά άλλα τεκμήρια, είναι ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνος, προώθησε μια ουμανιστικού, (ή αν θέλετε ακόμη ουνιτικού τύπου), ενότητα με τους ετεροδόξους, διασπώντας όμως την ενότητα της στρατευομένης με την θριαμβεύουσα Εκκλησία.

Δεν θα προχωρήσουμε σε σχολιασμό άλλων πτυχών του θέματος, διότι δεν μας επιτρέπει το περιορισμένο εύρος της ανακοίνωσής μας. Δώσαμε, νομίζουμε, μια σαφή εικόνα στους αναγνώστες μας, ότι η είσοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Π.Σ.Ε. συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεως της Εκκλησίας και αθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της. Και επομένως όχι μόνον δεν θα έπρεπε να καυχόμαστε εν προκειμένω, αλλά και να θρηνούμε. Επίσης αποδείξαμε συνοπτικά ότι οι παρά πάνω Πατριαρχικές Εγκύκλιοι αποτελούν γνήσια οικουμενιστικά κείμενα. Ειδικότερα η εγκύκλιος του 1920 αποτελεί σταθμό στην ιστορία του Οικουμενισμού, διότι από τότε και εντεύθεν το Οικουμενικό Πατριαρχείο σηματοδοτεί επίσημα πλέον μία νέα πορεία, μία άλλη γραμμή και τακτική, ξένη προς την Ορθόδοξη πίστη και Παράδοση. Μία γραμμή που εγκαινιάζει την είσοδο της Ορθοδοξίας στην παναίρεση του Διαχριστιανικού Οικουμενισμού, ενώ παράλληλα ανοίγει τον δρόμο προς την φρικτή πανθρησκεία του Αντιχρίστου.

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

[1] Κων. Μουρατίδου, Καθηγητού Θεολ. Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Οικουμενική Κίνησις, Ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας, Εκδ. «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1972, σελ. 18-19.

[2] Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, καθ. Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, Θεολογική γνωμοδότηση προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Σερβίας με τίτλο: Ορθοδοξία και Οικουμενισμός. Μια ορθόδοξος γνωμάτευσις και μαρτυρία. Η γνωμοδότηση έχει δημοσιευθεί με εισαγωγικό σημείωμα του τότε ιερομονάχου Ειρηναίου Μπούλοβιτς στο περιοδικό «Κοινωνία», 18, (1975), σ. 95- 101, σε μετάφραση από τα σερβικά της Μαρίνας Σκλήρη.

[3] Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, Ομοτίμου Καθ. Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Δικαιλογείται η συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Π.Σ.Ε.;, Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, Οικουμενισμός, Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις,Εκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2008, Τομ. Α΄, σελ. 490.

[4] Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Οικουμενικό Πατριαρχείο και Οικουμενισμός, Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Οικουμενισμός, Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Τομ. Α΄, Εκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008,σελ. 237-238.

[5] Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. 2, σελ.958, εν φυλ. «Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού», Σύναξη Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών, Απρίλιος 2009, σελ. 14-15.

[6] Αρχ. Βασ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1958, σελ 692 ε.

[7] Αρχ. Ιωάσαφ, Μακρή Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου, Ιστορική Αναδρομή της προσεγγίσεως Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών κατά τον 20ον αιώνα, στο περιοδ. «Εν Συνειδήσει», Εκδ. Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου, Ιούνιος 2009, σελ. 42

[8] Δημ. Κιτσίκη, Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, 1280-1924, Αθήνα 1996, σελ.235 ε.ε.

[9] Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, Δικαιλογείται η συμμετοχή ….ο.π. σελ. 199-500

[10] Βλ. την περισπούδαστη μελέτη- διδακτορική Διατριβή του πρωτ. π. Πέτρου Χίρς, διδάκτορος της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. με τίτλο: «Η εκκλησιολογικής αναθεώρηση της Β΄ Βατικανής Συνόδου».