Το Σάββατο 18 Ιουνίου το απόγευμα ο Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε στον εσπερινό της εορτής των Αγίων Πάντων και κήρυξε το θείο Λόγο στην ομώνυμη πανηγυρίζουσα Ιερά Μονή στη Βέροια.
Ο Μητροπολίτης στην ομιλία του τόνισε:«Δεῦτε ἅπαντες πνευματικῶς εὐφρανθῶμεν, ἐπί τῇ μνήμῃ τῶν Ἁγίων· ἰδού γάρ παραγέγονε πλουτοποιά ἡμῖν χαρίσματα κομίζουσα».
Αὔριο, Κυριακή μετά τήν Πεντηκοστή, ἡ Ἐκκλησία μας μνημονεύει πάντας τούς Ἁγίους της. Μνημονεύει καί τιμᾶ «τούς τόν δρόμον τελέσαντας καί τήν πίστιν τηρήσαντας» πρωτοτόκους ἐν οὐρανοῖς ἀδελφούς μας, τούς προστάτες καί ἐφόρους τοῦ Ἱεροῦ αὐτοῦ Κοινοβίου, τούς ὁποίους ἤλθαμε νά τιμήσουμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν χορό τῶν εὐσεβῶν μοναζουσῶν του.
Ἤλθαμε ὅμως συγχρόνως καί γιά νά εὐφρανθοῦμε πνευματικά, κατά τήν παρότρυνση τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου. Διότι ἡ μνήμη καί ἡ τιμή τῶν ἁγίων ἀποτελεῖ γιά κάθε πιστό, ἰδιαιτέρως ὅμως γιά ὅσους ἔχουν ἀφιερώσει τή ζωή τους στόν Χριστό, ἀπαρνούμενοι τά τερπνά καί ἡδέα τοῦ κόσμου, πηγή ἀκένωτο πνευματικῆς εὐφροσύνης.
Ποιός εἶναι ὅμως ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἡ μνήμη τῶν ἁγίων καί, κατά μείζονα λόγο, ἡ μνήμη πάντων τῶν Ἁγίων εὐφραίνει πνευματικά τίς ψυχές μας;
Τό εὔλογο αὐτό ἐρώτημα δέν τό ἀφήνει ἀναπάντητο ὁ ἱερός ὑμνογράφος, ἀλλά δίδει τήν ἐξήγηση ἡ ὁποία εἶναι ἀπαραίτητη καί γιά νά κατανοήσουμε τή σημασία τῆς μνήμης τῶν ἁγίων, ἀλλά καί γιά νά ἀποκομίσουμε τήν ὠφέλεια πού προέρχεται ἀπό αὐτήν.
«Ἰδού γάρ παραγέγονε πλουτοποιά ἡμῖν χαρίσματα κομίζουσα», ψάλαμε πρό ὀλίγου.
Ἡ πνευματική χαρά καί ἀπόλαυση, τήν ὁποία ἀπολαμβάνουμε τιμώντας τή μνήμη τῶν ἁγίων, δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Δέν εἶναι οὔτε ἡ χαρά καί ἡ εὐφροσύνη, τήν ὁποία αἰσθανόμεθα ἀπό τήν παρουσία εὐλαβῶν προσκυνητῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἤ καλλίφωνων ἱεροψαλτῶν. Δέν εἶναι οὔτε ἡ χαρά καί ἡ εὐφροσύνη, τήν ὁποία προσφέρει ὁ σεμνός στολισμός, τό τελετουργικό, οἱ ὡραῖοι ὕμνοι ἤ ἡ κατανυκτική ἀτμόσφαιρα. Ὅλα αὐτά εἶναι εὐχάριστα καί χρήσιμα, δέν παύουν ὅμως νά παρέρχονται μετά τό πέρας τῆς ἑορτῆς καί νά ἐκλείπουν χωρίς νά ἀφήνουν στήν ψυχή τήν χαρά καί τήν πνευματική εὐφροσύνη, ἡ ὁποία ἀναπαύει τόν ἀγωνιζόμενο πιστό καί τόν ἐνισχύει γιά νά συνεχίσει τήν προσπάθειά του καί νά ἀντιμετωπίσει τίς δυσκολίες καί τίς ἀντιξοότητες, τούς πειρασμούς καί τίς δοκιμασίες πού συναντᾶ στή ζωή του ἀποτελεσματικότερα.
Ἡ πνευματική χαρά καί εὐφροσύνη τήν ὁποία μᾶς καλεῖ ὁ ἱερός ὑμνογράφος νά ἀπολαύσουμε προέρχεται ἀπό τά «πλουτοποιά χαρίσματα», τά ὁποῖα κομίζει ἡ μνήμη τῶν ἁγίων.
Καί ποιά εἶναι αὐτά;
Εἶναι ἡ ζωή καί οἱ ἀρετές τῶν ἁγίων μας, εἶναι οἱ κόποι καί οἱ ἀγῶνες τους οἱ ἀσκητικοί, εἶναι τά μαρτύρια καί οἱ διωγμοί τούς ὁποίους ὑπέστησαν, εἶναι ἡ χάρη καί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ τήν ὁποία ἔλαβαν, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὁ ὁποῖος ἐνοίκησε στήν ψυχή τους καί τήν ἁγίασε καί τήν θέωσε καί τήν ἔκανε κατοικητήριό του.
Αὐτός εἶναι ὁ πλοῦτος τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτά εἶναι τά πλουτοποιά χαρίσματά τους, αὐτά δηλαδή τά ὁποῖα παράγουν πλοῦτο, πλοῦτο πνευματικό, καί στίς ψυχές ἐκείνων πού τούς τιμοῦν.
Καί πῶς μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε αὐτά τά πλουτοποιά χαρίσματα γιά νά γεμίσουμε καί τή δική μας ψυχή;
Μᾶς τό διευκρινίζει ὁ οὐρανοφάντωρ Μέγας Βασίλειος λέγοντας: «Μακάρισον γνησίως τόν μαρτυρήσαντα, ἵνα γένῃ μάρτυς τῇ προαιρέσει καί ἐκβῇς χωρίς διωγμοῦ, χωρίς πυρός, χωρίς μαστίγων τῶν αὐτῶν ἐκείνοις μισθῶν ἠξιωμένος».
Δέν λέγει ἁπλῶς «μακάρισον», ἀλλά «μακάρισον γνησίως». Καί τί σημαίνει γνησίως; Σημαίνει, ὅπως τό ἔκαναν καί οἱ ἴδιοι οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἀξιώθηκαν νά φθάσουν στήν ἁγιότητα, ὁ καθένας ἀπό τόν δικό του δρόμο. Ἄλλος μέ τό μαρτύριο, ἄλλος μέ τήν ἄσκηση, ἄλλος μέ τό κήρυγμα, ἄλλος μέ τήν ὑπομονή, μέ τήν ὑπακοή καί τή σιωπή, ἄλλος σέ μικρό χρονικό διάστημα καί ἄλλος μετά ἀπό πολλά χρόνια. Ὅλοι ὅμως ἔκαναν τό ἴδιο, ἔκαναν πραγματικότητα αὐτό πού περιγράφει ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Δέν ἔζησαν μέ τόν Χριστό, ἀλλά ἄδειασαν τήν ψυχή τους ἀπό ὅ,τι ὑπῆρχε μέσα της, λάθη, πάθη, ἀδυναμίες, ἐγωισμούς, κακίες, μικρότητες, ἀκόμη καί ἀρετές, γιά νά ζήσει μέσα τους ὁ Χριστός. Αὐτό θά πρέπει νά κάνουμε καί ἐμεῖς, ἐάν θέλουμε, τιμώντας τή μνήμη τῶν ἁγίων, νά ἀπολαύσουμε τά πλουτοποιά χαρίσματά τους.
Συχνά ἀγωνιζόμεθα νά ἀποκτήσουμε ἀρετές, ἀγωνιζόμεθα νά προοδεύσουμε πνευματικά, ἀλλά εἴτε δέν διαπιστώνουμε πρόοδο εἴτε αἰσθανόμεθα κόπωση ἀπό τήν προσπάθεια εἴτε ἀπουσία χαρᾶς καί ἀναπαύσεως. Καί ὁ λόγος εἶναι ὅτι ὅλα ὅσα κάνουμε, τά κάνουμε ἀφ᾽ ἑαυτῶν, τά κάνουμε μέ τίς δικές μας προϋποθέσεις, μέ τά δικά μας δεδομένα, ἔχοντας κρατούμενα μέσα μας, ἔχοντας κάπου μέσα στήν ψυχή μας, στή σκέψη μας, τό δικό μας θέλημα.
Ὅμως οἱ ἅγιοι Πάντες, τούς ὁποίους τιμοῦμε καί ἐπικαλούμεθα τήν χάρη τους, ἁγίασαν, γιατί ἄδειασαν τήν ψυχή τους ἀπό τά πάντα γιά νά τήν γεμίσει ὁ Χριστός, γιά νά ζεῖ μέσα τους ἀποκλειστικά ὁ Χριστός. Γιατί αὐτό εἶναι ἁγιότητα. Εἶναι ἡ ζωή μας, νά εἶναι ζωή τοῦ Χριστοῦ, νά εἶναι ἡ ζωή τῶν ἁγίων Πάντων.
Καί τή ζωή αὐτή μποροῦμε νά τή ζήσουμε καί ἐμεῖς μέ τή χάρη τους, ἄν ὅμως προηγουμένως ἀγωνιζόμεθα νά ἀδειάσουμε τήν ψυχή μας ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο, γιά νά δεχθοῦμε τά πλουτοποιά χαρίσματά τους, πού εἶναι πρόθυμοι νά προσφέρουν σέ ὅλους ὅσους τούς τιμοῦμε καί ἀπόψε καί αὔριο. Διότι ἔτσι μόνο θά τούς τιμήσουμε ὄντως, ἀλλά καί θά ἀξιωθοῦμε καί τοῦ ἁγιασμοῦ, τοῦ ὁποίου ἀξιώθηκαν καί ἐκεῖνοι.