«Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να βιωθεί αληθινά χωρίς την Ενορία. Ο αθλητής δεν μπορεί να αγωνιστεί έξω από το στάδιο, κι αν αγωνιστεί δεν στεφανώνεται. Η Ενορία είναι το στάδιο της ορθοδόξου βιωτής, είναι το μυστήριο της αγάπης αλλά και το εργαστήριο της αγιότητας», αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο μητροπολίτης Σύρου Δωρόθεος Β΄, σε κείμενό του που δημοσιεύει σήμερα η «Κιβωτός της Ορθοδοξίας», με τίτλο «Σκέψεις και προτάσεις για τον επαναπροσδιορισμό και τον εκσυγχρονισμό του ενοριακού έργου».
Ο κ. Δωρόθεος, ένας εκ των παλαιότερων και εμπειρότερων μητροπολιτών της Ελλαδικής Εκκλησίας, ιδιαιτέρως εμβριθής και γνώστης των εκκλησιαστικών ζητημάτων, καταθέτει σκέψεις και προτάσεις για τον επαναπροσδιορισμό και τον εκσυγχρονισμό του ενοριακού έργου.
«Μέσα στην ενορία πραγματοποιείται ο σκοπός της δημιουργίας μας, που είναι να ζήσουμε μετέχοντας ομότιμα στη ζωή της Αγίας Τριάδος. Η ζωή της Αγίας Τριάδος είναι ζωή αγάπης. Το ίδιο είναι και η ζωή της Ενορίας. Στο πέλαγος της συγχυσμένης εποχής μας, η Ορθόδοξη Ενορία είναι η κιβωτός της σωτηρίας. Ας επιβιβασθούμε σ’ αυτήν κι ας την προφυλάξουμε από κάθε επιβουλέα, τονίζει ο κ. Δωρόθεος.
Ακολουθεί το κείμενο του Σεβ. Μητροπολίτου Σύρου κ. Δωροθέου Β΄
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η Ενορία έκλεινε μέσα της όλη τη ζωή της Κοινότητος, καθώς, για παράδειγμα, οι επαγγελματικές συντεχνίες, με τους Αγίους – Προστάτες τους, τον Ναό είχαν ως κέντρο και αφετηρία της δραστηριότητάς τους. Η Ενορία διακρατούσε την πνευματική ζωή, κατεύθυνε τον πνευματικό αγώνα, οδηγούσε στην μετάνοια και στην συναδέλφωση, ιδιαίτερα κατά την Μ. Τεσσαρακοστή και το Πάσχα.
Όλα τα κοινωνικά γεγονότα είχαν ως κέντρο και αφετηρία την Θεία Ευχαριστία και τον Ναό. Δραστηριότητες της αγροτικής ζωής, όπως η σπορά, το όργωμα, ο θερισμός, η συγκομιδή των καρπών και η συμπαράσταση στις γεωργικές δουλειές εκείνων που είχαν ανάγκη, η παιδεία, με δάσκαλο κατά κανόνα τον Παπά – εφημέριο, τα ατομικά γεγονότα, που γίνονται και κοινωνικά, η γέννηση, η βάπτιση, ο γάμος, η κηδεία, τα πανηγύρια στη μνήμη των Αγίων, σε συνδυασμό με εμποροπανηγύρεις κ.τ.ό., όλα περιστρέφονταν γύρω από το κέντρο της Ενοριακής Κοινότητας, το Ναό, με τον παπά να είναι Πνευματικός Πατέρας – Φίλος – Αδελφός – Σύμβουλος – Συμπαραστάτης.
Γενικά, στην παλαιά αγροτική κοινωνία, οι άνθρωποι ταύτιζαν τον εαυτό τους με το πατροπαράδοτο χωριό και τη γειτονιά και η ταύτιση αυτή είχε άμεση σχέση με την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Κέντρο της κοινωνικής ζωής ήταν ο Ναός και η Ενορία. Όλη η Ενορία, όλο το χωριό, μια οικογένεια, μια Εκκλησία. Γιορτές και πανηγύρια τους ήταν οι γιορτές της Εκκλησίας. Η εκκλησιαστική ζωή διαπερνούσε όλη την κοινωνική ζωή, ενώ η κοινωνική ζωή διαποτιζόταν από το φιλάνθρωπο και φιλόθεο πνεύμα της εκκλησιαστικής ζωής. Αποτέλεσμα αυτού του τρόπου ζωής, ήταν η κοινωνία, η φιλοξενία, η φιλανθρωπία, η συμμετοχή στα κοινά. Οι άνθρωποι γενικά επικοινωνούσαν και συμμετείχαν στη χαρά και στη λύπη του άλλου, στην ευτυχία και στην δυστυχία, στη ζωή και στο θάνατο.
Με το πέρασμα όμως στην αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαιτέρως με τον εκδυτικισμό της από τους Βαυαρούς (1830), όλα τα αυτονόητα άρχισαν να γκρεμίζονται ένα-ένα :
– Κέντρο της κοινωνικής ζωής έπαψε να είναι ο Ναός και η Ενορία.
– Η πολιτική και κοινωνική ζωή, η ψυχαγωγία, ο χορός, το τραγούδι, η παιδεία, όλα αποδεσμεύθηκαν από την εκκλησιαστική ζωή.
– Ενώ παλαιότερα ο Ναός αποτελούσε ένα ορατό κέντρο αναφοράς, σήμερα ο Ναός χάθηκε μέσα στις πολυκατοικίες, ώστε για να τον βρει κανείς πρέπει να ξέρει περιοχή, οδό και αριθμό!
Έτσι, διαμορφώθηκαν νέες ιδέες, νέες αξίες και νέοι τρόποι ζωής. Όλοι γνωρίζουμε ότι ζούμε σε απρόσωπες, σκληρές και απάνθρωπες κοινωνίες, που καταχρηστικά μπορούν να ονομασθούν κοινωνίες, αφού στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κοινωνία. Η σύγχρονη κοινωνία είναι ατομοκεντρική. Οι άνθρωποι έχασαν την μεταξύ τους επαφή και επικοινωνία. Ζουν στους ίδιους χώρους, αλλά οι καρδιές τους είναι απομακρυσμένες.
Η νέα αντίληψη δόμησης των πόλεων και ο νέος τύπος κατοικίας, που επινοήθηκε, εκφράζει όχι μόνο κακογουστιά και έλλειψη πολιτισμού, αλλά και το βαθύ αίσθημα μοναξιάς του σημερινού ανθρώπου. Η πολυκατοικία, παρότι αποτελεί εξωτερικά μια κτιριακή ενότητα, εν τούτοις χωρίζει και αποξενώνει τους κατοίκους της. Στην πολυκατοικία χάθηκε η γειτονιά, οι σχέσεις των γειτόνων, οι ανοιχτές πόρτες. Στην πολυκατοικία, κάτω από το σίδερο και το τσιμέντο θάφτηκε το γέλιο και το παιχνίδι των παιδιών. Στο ασανσέρ το χαμόγελο έγινε βιαστικό και τυποποιημένο. Στο δρόμο, στο λεωφορείο, στο Σχολείο, στο κατάστημα, παντού, ο άνθρωπος κουβαλάει την μοναξιά, την πλήξη και την ανία.
Φυσικά, είναι αδύνατο να επιζητήσει κανείς την επιστροφή της Ενορίας σε τέτοιες συνθήκες. Είναι, όμως, και δυνατό και εφικτό, αλλά και αναγκαίο να επιδιωχθεί μία προσαρμογή των μέσων και των μεθόδων δράσης της, ώστε να βιώνεται η εσχατολογική αυτοσυνειδησία της Ορθοδοξίας και στη σημερινή ιστορική πραγματικότητα.
Η Ενορία επιβάλλεται να επανακτήσει το στόχο της, να παύσει να θεωρείται ως κοινωνικό ή φιλανθρωπικό Σωματείο και διεκπεραιωτής ληξιαρχικών υποθέσεων.
Είναι ανάγκη να ξαναγίνει ζωντανό και ενεργό «εργαστήριο» σωτηρίας και θεώσεως, μέσα στο οποίο θα είναι ενταγμένο και το κοινωνικό-φιλανθρωπικό της έργο, ως καρπός της εν Χριστώ σωτηρίας και θεώσεως.
Αν υπάρχει σήμερα μια ελπίδα για την αναγέννηση του πνευματικού μας βίου αυτή δεν μπορεί πουθενά αλλού να στηριχθεί, παρά μόνο στην αναγέννηση της Ενορίας και στην ανακάλυψη του σημαντικού και σπουδαίου ρόλου που αυτή καλείται, μπορεί και οφείλει, να διαδραματίσει στην σύγχρονη εποχή μας, να προσφέρει στους πιστούς τη δυνατότητα να γνωρίσουν και να βιώσουν το μυστήριο της Εκκλησίας «ως Σώμα Χριστού» και όχι ως ένα απρόσωπο θρησκευτικό καθίδρυμα, αλλ’ ως μια οικογένεια, ως μια κοινωνία αδελφικής αγάπης, που όλοι μαζί πορεύονται στην Βασιλεία του Θεού.
Για την ενεργοποίηση, όμως, της Ενορίας και την κατάφασή της στα προβλήματα της εποχής και τα προσωπικά αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου και πριν την αναζήτηση πρακτικών λύσεων, εκείνο, που πρώτιστα απαιτείται είναι να καταστεί σε όλους γνωστή η αυθεντική ορθόδοξη ζωή, να καταστεί συνείδηση όλων ότι κύριος σκοπός της Ενορίας δεν είναι να εξαντλείται σε «τελετές» και «πανηγύρια», αλλά να αποτελεί πνευματικό «θεραπευτήριο» του ανθρώπου. Όταν η Ενορία καταλάβει τον λόγο για τον οποίο υπάρχει, τότε θα πάψει να είναι τόπος περιπτωσιακής συνάντησης και θα γίνει κέντρο όλης της ζωής. Τότε ο Ναός δεν θα είναι αποκλειστικά και μόνο χώρος τελετών ή κέντρο λατρείας, αλλά θα λειτουργεί όπως ακριβώς το «Καθολικό» μέσα στο Μοναστήρι. Όπως στο μοναστικό κοινόβιο η λειτουργία του Ναού συνεχίζεται στη λειτουργία της κοινής Τράπεζας και του Κελλιού, έτσι και σε μια αυθεντική ορθόδοξη Ενορία, η λειτουργία του Ναού προεκτείνεται στα σπίτια των ενοριτών ,που γίνονται «κατ’οίκον» Εκκλησίες.
Υπό τα σημερινά δεδομένα επιβάλλεται και η ανασυγκρότηση της Ενορίας, Είναι ανάγκη οι πολυάνθρωπες Ενορίες να διασπαστούν σε “υποενορίες”, ώστε ο ενορίτης να μπορεί να ποιμαίνεται, να μην είναι ξένος και άγνωστος μεταξύ αγνώστων.
Το μικρό και ευκίνητο οργανωτικό σχήμα της ενοριακής κοινότητας είναι το βασικότερο αίτημα της εποχής μας, για την ενότητά μας, τη συναδέλφωσή μας, την επιβίωσή μας. Με βάση τις μικρές Eνορίες θα ξαναβρεί η εκκλησιαστική ζωή την αληθινή της σημασία. Αυτό, όμως, απαιτεί κατάργηση των τεράστιων ενοριών, οι οποίες χάνονται μέσα στο γιγαντισμό τους, γιατί ακριβώς δεν λειτουργούν ως αδελφότητες και κοινότητες.
Και, τέλος, ένας άλλος τρόπος επανασύνδεσης, ή μάλλον σύνδεσης των πιστών με την Ενορία τους είναι και η συνήθεια, που ευτυχώς εντοπίζεται ήδη σε μερικές Ενοριακές Κοινότητες, να μοιράζονται οι Ενορίτες λίγες ώρες μαζί, μετά τη βίωση του Μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας. Έτσι, ο Εφημέριος γίνεται περισσότερο οικείος, τα μέλη της Ενορίας γνωρίζονται μεταξύ τους και συνάπτουν κοινωνικές σχέσεις και επαφές, συνειδητοποιούν ότι ανήκουν σε μία ευρύτερη οικογένεια, ευαισθητοποιούνται και ενεργοποιούνται στο έργο της Ενορίας, και ιδιαίτερα στο κοινωνικό-φιλανθρωπικό.
Επιλογικά, η Ορθοδοξία δεν μπορεί να βιωθεί αληθινά χωρίς την Ενορία. Ο αθλητής δεν μπορεί να αγωνιστεί έξω από το στάδιο, κι αν αγωνιστεί δεν στεφανώνεται. Η Ενορία είναι το στάδιο της ορθοδόξου βιωτής, είναι το μυστήριο της αγάπης αλλά και το εργαστήριο της αγιότητας. Στο μοναχισμό, Ενορία είναι το κοινόβιο ή η σκήτη. Η χριστιανική ζωή επικεντρώνεται πάντα γύρω από την κοινότητα. Ο χριστιανός αγωνίζεται να αγαπήσει συγκεκριμένους ανθρώπους, τους πλησίον του, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους. Με αυτούς τους συγκεκριμένους ανθρώπους πρέπει να ομονοήσει στην πίστη, αυτούς πρέπει να συγχωρήσει και από αυτούς πρέπει να ζητήσει συγνώμη.
Μέσα στην ενορία πραγματοποιείται ο σκοπός της δημιουργίας μας, που είναι να ζήσουμε μετέχοντας ομότιμα στη ζωή της Αγίας Τριάδος. Η ζωή της Αγίας Τριάδος είναι ζωή αγάπης. Το ίδιο είναι και η ζωή της Ενορίας.
Στο πέλαγος της συγχυσμένης εποχής μας, η Ορθόδοξη Ενορία είναι η κιβωτός της σωτηρίας. Ας επιβιβασθούμε σ’ αυτήν κι ας την προφυλάξουμε από κάθε επιβουλέα. Κι ας οπλισθούμε με υπομονή και αγάπη «έως ου ημέρα διαυγάση και φωσφόρος ανατείλη εν ταις καρδίαις υμών» (Β΄ Πέτρου 1, 19)
Πηγή: Κιβωτός της Ορθοδοξίας