Dogma

Βεροίας Παντελεήμων: «Η Μεγά­λη Τεσσαρα­κο­στή είναι αγώνας κατά των αδυναμιών μας»

Στον Ιερό Ναό του Οσίου Αντωνίου Πολιούχου Βεροίας χοροστάτησε στον Εσπερινό της Συγχωρήσεως και κήρυξε τον θείο λόγο ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, το απόγευμα της Κυριακής της Τυρινής 6 Μαρτίου. 

Στο τέλος του Εσπερινού, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων, διάβασε την ειδική συγχωρητική ευχή εν όψει της εισόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και στο τέλος ζήτησε ο ίδιος τη συγχώρηση από το εκκλησίασμα και έδωσε την πατρική του ευχή και συγχώρηση σε όλους, ευχόμενος να αγωνισθούμε από σήμερα ενσυνείδητα και εντατικά, ώστε να ζήσουμε την περίοδο αυτή της Αγί­ας και Μεγά­λης Τεσσαρακο­στής πνευματικά και να εορ­τάσουμε, κεκαθαρμένοι και ενδεδυμέ­νοι τα όπλα του φω­τός, την εορτή των εορτών, την Ανάσταση του Κυρίου.

Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων:

«Ἀποθώμεθα οὖν τά ἔργα τοῦ σκό­τους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός». Τήν προτροπή τοῦ πρωτοκορυ­φαίου ἀποστόλου Παύλου ἀκού­σα­με πρό ὀλίγου νά ἐπαναλαμβάνει ὁ ἱερός ὑμνογράφος, καλώντας μας νά ἐγκαταλείψουμε τά ἔργα τοῦ σκότους καί νά ἐνδυθοῦμε τά ὅπλα τοῦ φωτός, προκειμένου νά εἰσέλ­θουμε στό στά­διο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσα­ρα­κοστῆς.

Ἄς δοῦμε ὅμως πιό συγκεκριμένα τί ζητᾶ ἀπό ἐμᾶς ἡ Ἐκκλησία μας.

Τό πρῶτο εἶναι νά ἀπαρνηθοῦμε τά ἔργα τοῦ σκότους. Ἀλλά ποιά εἶ­ναι αὐ­τά; Εἶναι ὅλα ὅσα εἶναι ἀντί­θετα μέ τίς ἐντολές καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι οἱ ἁμαρ­τίες, τά πά­θη, οἱ ἀδυναμίες καί οἱ κακίες μας. Εἶναι ὅ,τι ρυπαίνει τήν ψυχή μας καί μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό. Εἶναι ὁ ἐγωισμός, ἡ ὀργή, ὁ φθό­νος, ἡ πολυλογία, ἡ συ­κοφαντία, ἡ πλεονεξία καί ὅλα τά ἄλλα, τά ὁποῖα μπορεῖ ὁ καθένας μας νά βρεῖ στόν ἑαυτό του, ἄν θε­λήσει νά ἐρευνήσει τήν ψυχή του.

Καί μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία μας νά τά ἐγκαταλείψουμε, μᾶς καλεῖ νά τά ἀπαρνηθοῦμε, διότι ὁ ἀγώνας τῆς Ἁγίας καί Μεγά­λης Τεσσαρα­κο­στή εἶναι ἀγώνας κατά τῶν πα­θῶν καί τῆς ἀδυναμιῶν μας. Ἄν δέν ἔχουμε ἀποφασίσει νά ἀπομα­κρυν­θοῦμε ἀπό αὐτά καί νά ἀγωνι­σθοῦμε νά τά βγάλουμε ἀπό τήν ψυ­χή μας, τότε ἡ Μεγάλη Τεσσα­ρα­κοστή θά εἶναι γιά μᾶς μία περίο­δος ὅπως οἱ ἄλλες τοῦ χρόνου, δέν θά εἶ­ναι στάδιο ἀρετῶν, δέν θά εἶ­ναι πε­ρίοδος ἀγῶνος πνευμα­τι­κοῦ. Θά εἶναι, ἐνδεχομένως, μία περίο­δος νηστείας, πού δέν θά ἔχει σκο­πό καί δέν θά φέρει ἀποτελέ­σμα­τα. Διότι δέν εἶναι δυνατόν νά συμπο­ρευόμεθα μέ κάτι, ἐναντίον τοῦ ὁποίου θέλουμε νά ἀγωνι­σθοῦ­με. Πρέπει νά ἀποφασίσουμε ὅτι θέ­λου­­με νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό αὐτό εἰλικρινά. Καί γι᾽ αὐτό δέν ἀρ­κεῖ μόνο ἡ ἀπόφασή μας. Χρειά­ζεται νά ἐπιβεβαιώσουμε αὐ­τή τήν ἀπόφασή μας καί μέ τή με­τά­νοια. Χρειάζεται νά τήν ἐνισχύ­σου­με καί νά τήν ἑδραιώσουμε μέ­σα στό μυ­στήριο τῆς ἱερᾶς ἐξο­μο­λο­γήσεως, γιά νά λάβουμε καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ γιά τόν πνευ­μα­τικό μας ἀγώ­να ἀλλά καί τήν κα­θο­δή­γηση πού ἔχουμε ἀνάγκη γιά νά προχωρή­σου­με.

Τά δύο αὐτά θά μᾶς βοηθήσουν ὥστε νά κάνουμε πράξη τή δεύτερη προτροπή τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου. «Ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φω­τός».

Καί ποιά εἶναι τά ὅπλα τοῦ φωτός; Εἶναι οἱ ἀρετές, μᾶς διδά­σκουν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τίς ὁποῖες γιά νά ἐνδυθοῦμε, θά πρέπει νά βγάλουμε ἀπό πάνω μας, ἀπό μέσα μας, τά ἔργα τοῦ σκό­τους, γιατί ἡ κακία καί ἡ ἁμαρ­τία δέν συμβαδίζει μέ τήν ἀρετή. Καί εἶναι ἀπαραίτητα τά ὅπλα τοῦ φω­τός γιατί, ἐάν δέν ἀντικαταστή­σου­με μέ αὐτά τά ἔργα τοῦ σκότους, τότε δέν θά μπορέσουμε νά ἀπαλ­λα­γοῦμε ἀπό αὐτά. Ἀλλά ἀκόμη καί ἄν προσωρινά τά ἀπομακρύ­νου­με, αὐτά θά ἐπανέλθουν καί πά­λι στήν ψυχή μας καί θά τήν καταλάβουν, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τό χωράφι, ἀπό τό ὁποῖο ὁ γεωργός ἀγωνίζεται καί προσπαθεῖ καί βγά­ζει ὅλα τά ζιζάνια καί τά ἀγκάθια. Ἐάν ὅμως τό ἀφήσει χωρίς νά φυ­τεύσει σιτάρι ἤ ἄνθη ἤ ὅ,τι ἄλλο, ἀργά ἤ γρήγορα τό χωράφι θά γε­μίσει καί πάλι ἀπό ζιζάνια καί ἀγκάθια καί ὄχι μόνο θά ἀποδει­χθεῖ μάταιος ὁ κόπος του, ἀλλά καί θά βρεθεῖ πάλι στήν προηγούμενη κατάσταση.

Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν ψυχή μας. Δέν ἀρκεῖ νά ἀγωνισθοῦμε νά ξερριζώσουμε τίς κακίες καί τίς ἀδυ­ναμίες μας. Εἶναι ἀνάγκη νά τίς ἀντικαταστήσουμε καί μέ ἀρετές, ἄν θέλουμε νά προοδεύσουμε πνευ­­μα­τικά.

Γι᾽ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς προ­τρέ­πει συγχρόνως καί τά δύο: καί νά ἀπεκδυθοῦμε τά ἔργα τοῦ σκό­τους καί νά ἐνδυθοῦμε τά ὅπλα τοῦ φωτός. Καί δέν μᾶς προτρέπει μό­νο, ἀλλά καί μᾶς προσφέρει τά μέ­σα τά ὁποῖα θά μᾶς βοηθήσουν στόν διπλό αὐτό ἀγώνα μας.

Μᾶς προτείνει τή νηστεία, ἡ ὁποία «ἐκτέμνει πᾶσαν κακίαν», συμ­βάλλει δηλαδή στήν κάθαρση τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μας καί μᾶς βοη­θᾶ στήν ἀπαλλαγή μας ἀπό τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες μας. Μᾶς προσφέρει τίς ἱερές της Ἀκολου­θί­ες, οἱ ὁποῖες μέ τούς κατανυκτι­κούς ὕμνους καί τά παραδείγματα τῆς μετανοίας ἀλλά καί τῆς ἁγιό­τητος πού προβάλλουν, μᾶς παρα­κι­νοῦν στόν ἀγώνα τῆς με­τανοίας καί τῆς ἀρετῆς καί μᾶς δί­δουν εὐ­καιρίες γιά νά βρισκόμα­στε πιό κοντά στόν Θεό. Μᾶς προσφέρει ἀκόμη καί τά ἱερά της μυστήρια, τήν ἱερά ἐξομο­λόγηση, τήν ὁποία ἀνέφερα ἤδη, ἀλ­λά καί τό μυστή­ριο τῆς θείας Εὐ­χαριστίας, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ «φάρμακο ἀθανασίας», πού μᾶς ἐνισχύει στόν ἀγώνα μας καί τήν προσπά­θειά μας.

Ἄς ἀξιοποιήσουμε ὅλα αὐτά τά μέσα πού μᾶς προσφέρει ἡ Ἐκκλη­σία μας, ἀλλά κυρίως ἄς ἀποφα­σί­σουμε νά ἀγωνισθοῦμε ἀπό σήμερα ἐνσυνείδητα καί ἐντατικά, ὥστε νά ζήσουμε τήν περίοδο αὐτή τῆς Ἁγί­ας καί Μεγά­λης Τεσσαρακο­στῆς πνευματικά καί νά ἑορ­τάσουμε, κεκαθαρμένοι καί ἐνδεδυμέ­νοι τά ὅπλα τοῦ φω­τός, τήν ἑορτή τῶν ἑορτῶν, τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.