H Ακολουθία τελέστηκε τηρουμένων όλων των προβλεπόμενων περιοριστικών μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας, ενώ μεταδόθηκε απευθείας στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως, στην αντίστοιχη σελίδα στο Facebook και στον ραδιοφωνικό σταθμό «Παύλειος Λόγος 90.2 FM».
Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: «Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τάς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις; ποίαν ἀπαρχήν ἐπιθήσω, Χριστέ, τῇ νῦν θρηνωδία;»
Διανύουμε ἤδη τήν πέμπτη ἑβδομάδα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί ἐγγίζουμε προοδευτικά πρός τό τέλος της. Καί ἐνῶ θά νομίζαμε ὅτι εἶναι καιρός νά διερωτηθοῦμε ἄν προσεγγίζουμε τόν σκοπό αὐτῆς τῆς κατανυκτικῆς περιόδου, ἄν δηλαδή δέν πλησιάζουμε μόνο χρονικά πρός τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, ἀλλά ἔχουμε ἀγωνισθεῖ γιά νά συσταυρωθοῦμε μαζί μέ τόν Χριστό καί νά νεκρώσουμε τόν παλαιό μας ἄνθρωπο «σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καί ταῖς ἐπιθυμίαις», ὥστε νά μπορέσουμε καί νά συναναστηθοῦμε μαζί του, ὁ ἱερός ὑμνογράφος τοῦ Μεγάλου Κανόνος, τόν ὁποῖο ψάλαμε ἀπόψε, ὅπως ὅρισαν οἱ ὅσιοι καί θεοφόροι Πατέρες, θέτει ἕνα ἐντελῶς διαφορετικό ἐρώτημα. Ποιό εἶναι αὐτό; Τό ἀκούσαμε πρίν ἀπό λίγο. «Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τάς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις; ποίαν ἀπαρχήν ἐπιθήσω, Χριστέ, τῇ νῦν θρηνωδία;»
Ἀπό ποῦ νά ἀρχίσω, διερωτᾶται ὁ ἱερός ποιητής, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, νά θρηνῶ τίς πράξεις τῆς ἄθλιας ζωῆς μου; καί πῶς νά ἀρχίσω τόν θρῆνο μου γι᾽ αὐτήν;
Αὐθόρμητα ἀνεβαίνει στά χείλη μας τό ἐρώτημα: «μᾶς πῶς εἶναι δυνατόν τώρα, στό τέλος σχεδόν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, νά κάνει λόγο γιά μιά ἀρχή; Τί νόημα ἔχει νά ἀρχίζει κανείς τώρα τήν προσπάθεια τῆς μετανοίας, ἐφόσον ἐγγίζουμε ἤδη τό Πάσχα;»
Καί ὅμως δέν οὔτε ἀνεπίκαιρα οὔτε τυχαῖα τά ἐρωτήματα πού θέτει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης. Γνωρίζοντας καλά τήν ἀνθρώπινη ψυχή ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, ἀλλά καί ἔχοντας μεγάλη ἐμπειρία πνευματικοῦ ἀγῶνος, θέτει τά ἐρωτήματα αὐτά γιά νά μᾶς διδάξει δύο ἀλήθειες πού δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγουν.
Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι ποτέ δέν εἶναι ἀργά γιά νά ἀρχίσει ὁ ἄνθρωπος τόν ἀγώνα τῆς μετανοίας. Ποτέ δέν εἶναι ἀργά, γιά νά ἀφυπνισθεῖ, νά ἔλθει «εἰς ἑαυτόν», ὅπως ὁ ἄσωτος, νά ἀποφασίσει νά ἀλλάξει ζωή καί νά ἀγωνισθεῖ γιά νά καθάρει τήν ψυχή του καί νά πλησιάσει τόν Θεό. Ποτέ δέν εἶναι ἀργά, γιά νά ἀξιοποιήσει μία εὐκαιρία πού τοῦ προσφέρει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μᾶς καταδιώκει, κατά τόν ψαλμωδό Δαβίδ, μέ τό ἔλεός του, ἐπιδιώκοντας τή σωτηρία μας. Περιμένει τή μετάνοιά μας μέχρι τήν τελευταία στιγμή, ἐφόσον βέβαια δέν τήν ἀναβάλουμε σκόπιμα, καί «δέχεται καί τόν ἔσχατον, καθάπερ καί τόν πρῶτον», ὅπως θά ἀκούσουμε τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως στόν Κατηχητικό Λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Καί αὐτό δέν εἶναι θεωρία, ἀλλά εἶναι γεγονός πού ἀποδεικνύεται ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας. Θά μᾶς τό ὑπενθυμίσει ἄλλωστε μέ τό παράδειγμα τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, στήν ὁποία ἔχει ἀφιερώσει ἡ Ἐκκλησία μας τήν πέμπτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν, καί ἡ ὁποία ἀποτελεῖ παράδειγμα μετανοίας, διότι ἄν καί ἔζησε τά νεανικά της χρόνια βυθισμένη στήν ἁμαρτία, κατόρθωσε μέ τή μετάνοια, τήν προσευχή καί τή νηστεία νά καθαρθεῖ, νά ἁγιασθεῖ καί νά ζεῖ πράγματι μία ἰσάγγελη πολιτεία.
Ἡ δεύτερη ἀλήθεια, τήν ὁποία θέλει νά μᾶς ὑπενθυμίσει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης μέ τούς στίχους πού προανέφερα, εἶναι ὅτι δέν θά πρέπει ποτέ νά πιστεύσουμε ὅτι ἔχουμε προοδεύσει στή μετάνοια καί τήν πνευματική ζωή, ἤ πολύ περισσότερο ὅτι ἔχουμε πλησιάσει τόν στόχο μας. Αὐτές οἱ σκέψεις, τίς ὁποῖες μᾶς ὑποβάλλει ὁ πονηρός, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, τόσο τῶν παλαιῶν ὅσο καί τῶν συγχρόνων μας, εἶναι ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνες, γιατί ἀποβλέπουν στό νά μᾶς κάνουν νά ἐφησυχάσουμε καί ἀκόμη χειρότερα νά νομίσουμε ὅτι κάτι ἔχουμε κάνει, καί ἔτσι νά παρασυρθοῦμε καί νά ἀποτύχουμε εἴτε ἐξαιτίας τῆς ἀδρανείας μας εἴτε ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφανείας μας.
Ἀντίθετα, ἄν κάθε ἡμέρα πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε στήν ἀρχή τῆς προσπαθείας μας νά μετανοήσουμε γιά τίς ἁμαρτίες καί τά σφάλματά μας, ἄν κάθε ἡμέρα συνειδητοποιοῦμε ὅτι πρέπει νά κάνουμε μιά καινούρια ἀρχή στήν πνευματική μας πορεία, θά συνειδητοποιοῦμε ταυτόχρονα πώς δέν ἔχουμε χρόνο νά χάνουμε, ἀλλά θά πρέπει νά σπεύσουμε γιά νά μήν δαπανοῦμε τή ζωή μας μακριά ἀπό τόν Θεό.
Ἔτσι καί θά μποροῦμε νά ἀγωνιζόμεθα μέ μεγαλύτερο ζῆλο καί μέ περισσότερη ταπείνωση, ἀλλά καί θά ἔχουμε περισσότερη χάρη ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος θά μᾶς ἐνισχύει στόν ἀγώνα μας. Καί βλέποντας τήν προσπάθειά μας θά συγχωρήσει καί τίς δικές μας ἁμαρτίες καί θά μᾶς ἀξιώσει καί νά συναναστηθοῦμε μέ τόν Χριστό κατά τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς του, ἀλλά πολύ περισσότερο νά ζήσουμε κοντά του στήν αἰώνια ζωή καί μακαριότητα.