Στην Αρχιερατική Θεία Λειτουργία που προηγήθηκε προεξήρχε ο εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σμύρνης κ. Βαρθολομαίος, ενώ τον θείο λόγο κήρυξε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων.
Το Ιερό Αναλόγιο διακόνησαν στον Όρθρο η αδελφότητα της Ιεράς Μονής Αγίων Πάντων Βεργίνης και στη Θεία Λειτουργία η αδελφότητα της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Χαλεπίου, που φιλοξενείται στην Ιερά Μονή της Αγίας Κυριακής Λουτρού.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, εντός του Ιερού Ναού έλαβαν χώρα οι εργασίες του Ι’ Μοναχικού Συνεδρίου, το οποίο προλόγισε και παρουσίασε ο Αρχιμ. Πρόδρομος Γκιρτζαλιώτης, ενώ χαιρετισμό απηύθυναν ο πρόεδρος του Σωματείου «Παναγία Σουμελά» κ. Γεώργιος Τανιμανίδης, ο εκπρόσωπος της Α. Θ. Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σμύρνης κ. Βαρθολομαίος, ο εκπρόσωπος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης κ. Παύλος και ο εκπρόσωπος της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους, Πανοσιολογιώτατος Γέρων Γεράσιμος Αγιοπαυλίτης.
Ακολούθως ο Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, πνευματικός υιός του Οσίου Γερασίμου του Υμνογράφου, κήρυξε την έναρξη των εργασιών της ημερίδος και ανέφερε προσωπικές του εμπειρίες και βιώματα από τη συναναστροφή του με τον Άγιο Γεράσιμο.
Στις εργασίες του συνεδρίου προήδρευσε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος κ. Γεώργιος, ενώ εισηγήσεις ανέπτυξαν ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου Γέροντας Εφραίμ, ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σιμωνόπετρας Γέροντας Ελισσαίος, ο Ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως μας και Αρχιμανδρίτης του Οικ. Θρόνου Χρυσόστομος Παπαδάκης και ο Αρχιμ. Θεοδόσιος Μικραγιαννανίτης εκ μέρους της αδελφότητος του Οσίου Γερασίμου.
Στο Ι’ Μοναχικό Συνέδριο παρευρέθηκαν, παρακολούθησαν τις εισηγήσεις και τίμησαν με την παρουσία τους οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Άρτης κ. Καλλίνικος, Τρίκκης κ. Χρυσόστομος, Γρεβενών κ. Δαβίδ, Σισανίου και Σιατίστης κ. Αθανάσιος, Καθηγούμενοι, Γερόντισσες και πλήθος Ιερομονάχων, Μοναχών και Μοναζουσών από 50 Ιερές Μονές από όλη σχεδόν την Ελλάδα.
Το Μοναχικό Συνέδριο ολοκληρώθηκε με την παράθεση τράπεζας σε όλους τους συμμετέχοντες.
Ο Σεβασμιώτατος κ. Παντελεήμων, εμφανώς συγκινημένος, ευχαρίστησε όλους τους συμμετέχοντες, αναφέροντας μεταξύ άλλων: Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή καί πολύ περισσότερο ἡ μοναχική πολιτεία δέν εἶναι μία ὑπόθεση θεωρητική, τήν ὁποία διδάσκεται κανείς μόνος του. Εἶναι βίωμα καί ἐμπειρία. Εἶναι πορεία στά ἴχνη ὅσων πρίν ἀπό ἐμᾶς βάδισαν τόν ἴδιο δρόμο, «ἡμῖν ὑπολιμπάνοντες ὑπογραμμόν» καί γιά τή δική μας ζωή.
Ἔστω καί ἐάν μᾶς φαίνεται δύσκολο ἤ καί ἀκατόρθωτο νά μιμηθοῦμε τά ἀσκητικά παλαίσματα ὄχι μόνο τῶν παλαιῶν ὁσίων πατέρων ἀλλά ἀκόμη καί ἐκείνων πού ἔζησαν πρίν ἀπό λίγα μόνο χρόνια, αὐτά δέν παύουν νά ἀποτελοῦν παράδειγμα γιά ἐμᾶς, πού μέ τή μοναχική μας κουρά ἀποφασίσαμε νά βαδίσουμε τόν δρόμο τῆς ἀγγελομιμήτου διαγωγῆς, ἔχοντας ὡς ὑπόδειγμα τούς ὁσίους καί θεοφόρους πατέρες καί μητέρες μας, παλαιούς καί νέους.
Ἕνας ἀπό αὐτούς εἶναι καί ὁ ὅσιος Γεράσιμος ὁ Ὑμνογράφος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε διά βίου «μονήρους βίου ὑπόδειγμα». Ἡ ἀναγραφή του στίς 10 Ἰανουαρίου τοῦ τρέχοντος ἔτους, μέ Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη, στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, ὑπῆρξε ἡ ἀφορμή νά ἀφιερώσουμε τό φετινό Μοναχικό Συνέδριο, τό ὁποῖο ὀργανώνει ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας στό πλαίσιο τῶν ΚΘ´ Παυλείων, στήν ἱερή μορφή του καί στήν ὁσιακή πολιτεία του, προσφέροντάς μας τήν εὐκαιρία νά ἀναθεωρήσουμε «τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς» του καί νά διδαχθοῦμε ἀπό αὐτήν.
Εἶχα τή μεγάλη εὐλογία ἀπό τόν Θεό καί τήν Κυρία Θεοτόκο νά γνωρίσω τόν ὅσιο Γεράσιμο τόν Ὑμνογράφο στήν Καλύβη του, στή Μικρά Ἁγία Ἄννα, καί νά συνδεθῶ πνευματικά μαζί του ἀπό τά μαθητικά μου χρόνια. Καί σ᾽ αὐτήν τή γνωριμία θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά ἀναφερθῶ μέ συντομία.
Τό 1963 ἡ Ἱερά Μονή Μεγίστης Λαύρας ἑόρτασε τήν ἐπέτειο τῶν χιλίων χρόνων ἀπό τήν ἵδρυσή της, τότε πού ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης ἔκτισε τή Μονή καί θεμελίωσε τήν Ἀθωνική Πολιτεία καί τό κοινοβιακό σύστημα. Ἦταν ἀναμφίβολα μία σπουδαία χρονιά γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἁγιορειτικό μοναχισμό. Τό ἐνδιαφέρον ὅλου τοῦ κόσμου στράφηκε πρός τό Ἅγιον Ὄρος, τή χιλιόχρονη αὐτή μοναχική πολιτεία, μέ τίς ἱερές της Μονές καί τή μεγάλη παράδοση, ἀλλά καί τίς ἀσκητικές μορφές τῶν μοναχῶν πού ἔφθασαν ἐκεῖ ἐγκαταλείποντας τόν κόσμο καί ἀγωνίσθηκαν νικώντας τήν ἀνθρώπινη φύση καί καταπλήσσοντας ἀκόμη καί τούς ἀγγέλους.
Ἐκείνη, λοιπόν, τή χρονιά ἡ καρδιά μου πετοῦσε στόν Ἄθωνα. Μεταφερόμουν μέ σκέψεις καρδιακές στό Περιβόλι τῆς Παναγίας, ὅπου συνέρρεαν Πατριάρχες, ἀρχιερεῖς, βασιλεῖς, ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς, λαϊκοί καί μοναχοί ἀπό ἄλλα μοναστήρια γιά νά ἑορτάσουν τή μεγάλη ἐπέτειο καί νά τιμήσουν τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ζοῦσα μέ τίς εἰκόνες, τίς φωτογραφίες, τά ἀκούσματα, τίς ψαλμωδίες, ὅσα εἶχαν σχέση μέ τό Ἅγιον Ὄρος. Ταξίδευα τότε κι ἐγώ μέ τό συναίσθημα ὡς προσκυνητής στίς Ἱερές Μονές, στίς καλύβες καί στά κελιά τῶν μοναχῶν. Μαζί μου εἶχα συνταξιδιῶτες φίλους καλούς, συνομηλίκους, μέ τούς ὁποίους μοιραζόμασταν κοινούς πνευματικούς πόθους.
Γιά ἐμᾶς, τούς ἐκτός Ἁγίου Ὄρους, τά νεαρά παιδιά, δέν ἦταν μόνο ἡ λαχτάρα νά βρεθοῦμε στόν Ἄθω αὐτή πού συγκινοῦσε τίς καρδιές μας. Ἦταν κυρίως ἡ ἀγάπη μας γιά τόν μοναχισμό, ἡ ὁλοένα αὐξανόμενη ἐπιθυμία μας νά γευθοῦμε τήν οὐράνια πολιτεία καί νά ἀπολαύσουμε κάτι ἀπό τήν ἄσκηση τῶν ζωντανῶν ἁγίων. Λίγο τό νεαρό τῆς ἡλικίας, λίγο οἱ δυσκολίες τῆς μετακινήσεως ἐκείνη τήν ἐποχή, λίγο ἡ ἀνάγκη τῆς ἐργασίας, λίγο οἱ νυκτερινές σπουδές, λίγο ἡ οἰκονομική ἀνέχεια, δέν μοῦ ἐπέτρεψαν νά βρεθῶ ἐκεῖ ὅπου ἡ καρδιά μου ταξίδευε μέ τή σκέψη.
Τήν ἑπόμενη χρονιά ὁ πόθος αὐτός ἄρχισε ξαφνικά νά γίνεται πράξη. Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων ὁ Α´, ὁ Παπαγεωργίου, μέ ἐκάλεσε ξαφνικά, μέσω τοῦ μακαριστοῦ ἀδελφοῦ μου, πού ἦταν τότε διάκονός του, νά τόν ἐπισκεφθῶ τήν Ἱερά Μητρόπολη. Δέν μποροῦσα νά φαντασθῶ γιά ποιόν λόγο ἤθελε νά μέ δεῖ. Ἡ ἔκπληξή μου ὅμως ἔγινε μεγαλύτερη, ὅταν ὁ Παναγιώτατος μοῦ ἀνήγγειλε ὅτι σκεπτόταν νά μέ στείλει στό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά συνεχίσω τίς σπουδές μου στήν Ἀθωνιάδα.
Ἡ πρόταση αὐτή ἦταν γιά μένα σάν μία ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ, πού ἐνίσχυε τήν ἐπιθυμία μου νά πάω στό Ἅγιον Ὄρος, ἐπιθυμία πού κανείς δέν τήν γνώριζε. Ἔβλεπα ὅτι τό ὄνειρό μου νά βρεθῶ ἀνάμεσα στούς σχεδόν ἄσαρκους καί ἀποστεωμένους ἐργάτες τῶν μοναστικῶν ὅρκων ἔπαιρνε σάρκα καί ὀστᾶ!
Ἔτσι εἰσῆλθα τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1964 στό Περιβόλι τῆς Παναγίας, γιά νά σπουδάσω στήν Ἀθωνιάδα, ἀλλά κυρίως γιά νά ζήσω ἐκ τοῦ σύνεγγυς ὅσα λαχταροῦσα καί δέν μποροῦσα νά ζήσω ἔξω στόν κόσμο.
Ὁ Μητροπολίτης Παντελεήμων συνδεόταν μέ τήν Ἀδελφότητα τῶν Καρτσωναίων στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου καί εἶχε γίνει μοναχός, καί κατά σύμπτωση λίγες ἡμέρες μετά τή συνάντηση καί τή συνομιλία μας μέ τόν Παναγιώτατο, ὁ ἀδελφός μου ἔφερε στόν σπίτι μας τόν π. Παντελεήμονα, ἀπό τήν Ἀδελφότητα τῶν Καρτσωναίων. Ὅταν ἄκουσε ἐκεῖνος ὅτι ἀπό τόν Σεπτέμβριο θά φοιτοῦσα στήν Ἀθωνιάδα, γνωρίζοντας τή σχέση μου μέ τόν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, μέ πολλή ἀγάπη μέ προσκάλεσε νά ἐπισκεφθῶ ὅποτε ἤθελα τό κελί τους.
Στίς πρῶτες διακοπές τῶν Χριστουγέννων ἀποφάσισα νά ἐπισκεφθῶ τήν Ἀδελφότητα τῶν Καρτσωναίων. Παραμονή τῆς πρώτης Ἰανουαρίου τοῦ 1965 ξεκινήσαμε μαζί μέ τόν π. Παντελεήμονα Κάρτσωνα νά πᾶμε στήν ἀγρυπνία τῶν Δανιηλαίων, πού γιορτάζουν κάθε χρόνο τόν Μ. Βασίλειο. Ὁ π. Παντελεήμων μοῦ εἶχε δώσει νά μεταφέρω ἕνα σάκκο, χωρίς νά μοῦ πεῖ τί ἔχει μέσα.
Μετά τό τέλος τῆς ἀγρυπνίας περάσαμε ἀπό τήν Καλύβη τοῦ Γέροντος Γερασίμου τοῦ Μικραγιαννανίτου. Ἦταν ἡ πρώτη μας συνάντηση! Ἐκεῖ ἔμαθα ὅτι αὐτό πού μετέφερα στόν σάκκο ἦταν ἡ πρώτη βυζαντινή εἰκόνα τῶν Ἁγίων Διονυσίου τοῦ ρήτορος καί Μητροφάνους τοῦ πνευματικοῦ, τῶν προστατῶν τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης, τήν ὁποία εἶχε ἁγιογραφήσει ὁ π. Παντελεήμων Κάρτσωνας γιά τόν π. Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη.
Ἡ γλυκειά καί φωτεινή μορφή τοῦ Γέροντος Γερασίμου ἀλλά καί τῶν ἄλλων πατέρων, τοῦ Γέροντα Ἀβιμέλεχ καί τοῦ πολύ νέου τότε ὑποτακτικοῦ του, τοῦ π. Διονυσίου, μέ ἐντυπωσίασαν. Ἡ γλυκύτητα, ἡ ζεστή καί ἐγκάρδια φιλοξενία μέσα στό ἔρημο καί ἀπαράκλητο ἐκεῖνο τοπίο τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης, ἀλλά καί ἡ τόσο ζωντανή ἡ παρουσία τῶν Ἁγίων στή ζωή τῶν πατέρων εἵλκυσαν ἀμέσως τήν ψυχή μου καί χωρίς νά μπορῶ νά τό ἐξηγήσω εἶπα αὐθόρμητα μέσα μου: «Ἄν ποτέ ἀποφάσιζα νά γίνω μοναχός, ἐδῶ θά ἤθελα νά γίνω».
Τό καλοκαίρι πού ἀκολούθησε, μετά τήν πανήγυρη τῶν ὁσίων Πατέρων Διονυσίου τοῦ Ρήτορος καί Μητροφάνους στή Μικρή Ἁγία Ἄννα, μέ ἔστειλαν οἱ πατέρες νά τακτοποιήσω τόν ναό καί τό σπήλαιο τῶν ὁσίων. Ἡ κατανυκτική ἀτμόσφαιρα πού ἐπικρατεῖ μέσα στό σπήλαιο σέ ἑλκύει καί δέν σέ ἀφήνει νά φύγεις. Ἔτσι κι ἐγώ τακτοποιώντας ξεχάστηκα καί δέν συνειδητοποίησα ὅτι ἡ ὥρα πέρασε καί θά μέ περίμεναν γιά τό μεσημεριανό φαγητό. Κατέβηκε, λοιπόν, ὁ Γέροντας γιά νά δεῖ ποῦ ἤμουν καί νά μέ καλέσει. Μέ βρῆκε μέσα στό σπήλαιο νά σκουπίζω ἀκόμη. Μέ κοίταξε καί μοῦ εἶπε: «Σήμερα, Ἰωάννη, τό πρόσωπό σου φαίνεται πιό φωτεινό, τί συνέβη, παιδί μου;» – «Γέροντα, χθές τό βράδυ ἐξομολογήθηκα στόν πνευματικό, στόν π. Διονύσιο», τοῦ ἀπάντησα. Τότε ἐκεῖνος ἀκούμπησε σέ ἕνα στασίδι στόν νάρθηκα καί ἄρχισε νά μοῦ μιλᾶ γιά τήν καθαρή ἐξομολόγηση καί τή χάρη πού φέρνει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
Καί ἐνῶ ὁ Γέροντας μοῦ μιλοῦσε καί ἐγώ στραμμένος πρός τό ἐσωτερικό τοῦ σπηλαίου τόν ἄκουα μέ προσοχή καί εὐλάβεια, αἰσθάνθηκα ξαφνικά ἀπό τό βάθος, ἀπό τό σημεῖο μέσα στό Ἱερό ὅπου εὑρίσκεται ὁ νιπτήρας τῶν ἁγίων, μιά ἄρρητη εὐωδία. Εἶχα ἀκούσει γιά ἐμφανίσεις τῶν ἁγίων καί γιά εὐωδία, ἀλλά ποτέ μέχρι τότε δέν εἶχα ἀντιληφθεῖ κάτι. Τώρα ὅμως ἡ εὐωδία πού αἰσθάνθηκα ἄρχισε νά μέ μπουκώνει, νά μέ δυσκολεύει. Γι᾽ αὐτό, ἔκπληκτος κοίταξα τόν Γέροντα Γεράσιμο καί τόν ρώτησα: «Γέροντα, τήν αἰσθάνεσθε τήν εὐωδία;» Γαλήνιος ἐκεῖνος μοῦ ἀπάντησε: «Μέσα σ᾽ αὐτή τήν εὐωδία ζοῦμε καθημερινά, παιδί μου».
Λίγες ἡμέρες ἀργότερα ἐπέστρεψα στό πατρικό μου σπίτι, στή Θεσσαλονίκη, γιά τίς καλοκαιρινές διακοπές. Στή διάρκειά τους ὁ Γέροντας Γεράσιμος ἔτυχε νά κατεβεῖ ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος στή Θεσσαλονίκη γιά κάποιες δουλειές καί ἔτσι εἴχαμε τή μεγάλη εὐλογία ὄχι μόνο νά φιλοξενηθεῖ στό ταπεινό μας σπίτι, ἀλλά καί κάθε βράδυ, κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, συγκεντρωμένη γύρω του ἡ οἰκογένειά μας καί μαζί μας καί φίλοι μας, νέα παιδιά τότε ὅλοι, ὁ μετέπειτα μακαριστός π. Μητροφάνης Μικραγιαννανίτης, ὁ ἐπίσης μετέπειτα ἀρχιμανδρίτης π. Εἰρηναῖος Δεληδῆμος καί οἱ μετέπειτα καθηγητές τῆς Θεολογικῆς Γεώργιος Μαρτζέλος καί Ἰωάννης Πέτρου καί ἄλλοι, εἴχαμε τήν εὐλογία νά ἀκοῦμε τόν Γέροντα νά μᾶς ἀφηγεῖται ἐμπειρίες τῆς μοναχικῆς του ζωῆς καί θαυμαστές ἱστορίες ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος.
Τό ἴδιο συνέβαινε κάθε φορά πού τύχαινε κάποια ὑποχρέωση νά τόν φέρνει στή Θεσσαλονίκη, ὅπως μία φορά πού ἔπρεπε νά συνοδεύσει ἕναν ἡλικιωμένο μοναχό στό νοσοκομεῖο.
Κάθε φορά αἰσθανόμασταν τήν παρουσία του ὡς οὐράνια εὐλογία. Αἰσθανόμασταν μία εὐωδία νά πλανᾶται στό σπίτι μας, σέ τέτοιο σημεῖο μάλιστα πού ἡ μακαριστή μητέρα μου, ὅταν στήν ἀρχή πῆγε νά τακτοποιήσει τό κρεβάτι τοῦ Γέροντα, ἀντιλαμβανόμενη τήν εὐωδία μᾶς ρώτησε ἔκπληκτη: «Καλά, βρέ παιδιά μου, ἀρώματα βάλατε στό δωμάτιο τοῦ Γέροντα;» κάτι πού φυσικά δέν εἶχε συμβεῖ.
Τήν ἑπόμενη χρονιά, τελειώνοντας τή φοίτησή μου στήν Ἀθωνιάδα, ὁ Γέροντας Γεράσιμος καί ὁ π. Διονύσιος μέ ἔκαναν κοινωνό τῆς προθέσεώς τους νά δημιουργήσουν μαζί μία συνοδεία καί μέ ρώτησαν ἄν γνώριζα κανέναν εὐλαβῆ νέο πού θά ἤθελε νά μονάσει κοντά τους. Μάλιστα ἡ συνάντηση αὐτή ἔγινε στήν ἀγρυπνία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στό Κελί τῶν Καρτσωναίων. Μέ πῆραν στό μπαλκόνι καί μοῦ εἶπαν αὐτό πού ἤθελαν. Ἡ ἀπάντησή μου ἦταν ἄμεση: «Ἰδού ἐγώ, Γέροντα», εἶπα.
Ἐπέστρεψα στή Θεσσαλονίκη μέ σκοπό ὅμως νά ἐπανέλθω στό Ἅγιον Ὄρος γιά νά ἐνταχθῶ στή συνοδεία τοῦ Γέροντα Γερασίμου. Καί πράγματι, ἐνῶ οἱ δικοί μου ἀπουσίαζαν ἀπό τή Θεσσαλονίκη γιά τά λουτρά, ἀποφάσισα νά πραγματοποιήσω τόν μύχιο πόθο μου καί νά ἐγκαταβιώσω στή Μικρή Ἁγία Ἄννα.
Μετά ἀπό κάποιο χρονικό διάστημα στό κελί τοῦ Γέροντος Γερασίμου μᾶς ἐπεσκέφθηκε ὁ ἀδελφός μου, κατ’ ἐντολή τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος Παπαγεωργίου, ἀφενός γιά νά μοῦ μεταφέρει τή χαρά του, διότι ἤμουν ἐραστής τῆς μοναχικῆς πολιτείας, ἀλλά ἀφετέρου καί τήν προσδοκία του νά διακονήσω καί ἐγώ κοντά του ὡς κληρικός τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης. Παρά τόν σφοδρό μου πόθο γιά τή μοναχική πολιτεία, ἡ ἐπιθυμία τοῦ Παναγιωτάτου ἦταν γιά μένα ἱερή ἐντολή, ἀφενός μέν γιατί ἐκεῖνος μέ ἀπέστειλε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἀφετέρου διότι ἦταν ὁ προστάτης μου, μέ στήριζε οἰκονομικά ὅλα τά χρόνια πού σπούδαζα.
Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὁδήγησε στή συνέχεια μέ διαφορετικό τρόπο τή ζωή μου, ὁ πνευματικός σύνδεσμός μου ὅμως μέ τόν Γέροντα Γεράσιμο διατηρήθηκε καί ἐνισχύθηκε καί ὅταν, μερικά χρόνια ἀργότερα, ἐπέστρεψα ὁριστικά στή Θεσσαλονίκη ἀπό τήν Ἀρχιεπισκοπή Θυατείρων ὅπου διακόνησα ὡς διάκονος καί πρεσβύτερος, τόν Ἰούλιο τοῦ 1976 ἐκάρην μεγαλόσχημος μοναχός στό σπήλαιο τῶν ἁγίων Πατέρων Διονυσίου τοῦ ρήτορος καί Μητροφάνους στή Μικρή Ἁγία Ἄννα, ἐπισφραγίζοντας τόν διά βίου πνευματικό μου σύνδεσμο μέ τή Συνοδεία τοῦ Γέροντος Γερασίμου τοῦ Ὑμνογράφου, τοῦ νέου ὁσίου τῆς Ἐκκλησίας μας, στόν ὁποῖο εὐλαβῶς ἀφιερώσαμε τό Μοναχικό μας Συνέδριο, ὁ ὁποῖος μέ προσήγαγε γιά τήν κουρά, μέ διάβασε ὁ π. Διονύσιος καί μέ ἐνέδυσε τό Σχῆμα ὁ π. Γεράσιμος, ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος.
Θά παραχωρήσω τώρα τό βῆμα στούς σεβαστούς καί ἐκλεκτούς ὁμιλητές μας, ἀφοῦ τούς εὐχαριστήσω ὅλους θερμά, τούς Καθηγουμένους τῆς Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Γέροντα Ἐφραίμ, καί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, Γέροντα Ἐλισαῖο, τόν π. Χρυσόστομο Παπαδάκη, ἱεροκήρυκα τῆς Ἱερᾶς μας Μητροπόλεως, καί τόν ἱερομόναχο π. Θεοδόσιο Μικραγιαννανίτη, ἀπό τή Συνοδεία τοῦ ὁσίου, γιά νά μᾶς παρουσιάσει ὁ καθένας τόν ὅσιο ἀπό τή δική του ὀπτική γωνία, ὡς «μονήρους βίου ὑπόδειγμα».